Χαίρομαι που, όσο περνάει ο καιρός, ο κόσμος μιλάει πιο ανοιχτά για τον εφιάλτη της ψυχογενούς ανορεξίας. Εγώ όμως θα ήθελα να μιλήσω για το πριν και το μετά του εφιάλτη. Γιατί τα πράγματα που δεν βλέπουμε δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.
Από τη Νίκη* όπως τα αφηγήθηκε στη Φαίη Νικολογιάννη
Σου ζήτησα να μη δημοσιεύσεις το πραγματικό μου όνομα, δεν ξέρω γιατί. Ή μάλλον ξέρω. Αν ήταν να σου μιλήσω απλώς για την περιπέτεια της ανορεξίας, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα. Αλλά επειδή μιλάμε για το μετά, για κάτι που κουβαλάω μαζί μου τώρα που πίνουμε καφέ και που θα το κουβαλάω και αύριο, νιώθω την ανάγκη να πω κάποια πράγματα χωρίς ντροπή.
Η ανορεξία δεν μοιάζει με γρατζουνιά – έγινε, της έβαλες ιώδιο, έκλεισε, την ξεχνάς. Μπαίνει στη ζωή σου χωρίς να το συνειδητοποιήσεις, φωλιάζει κι αρχίζει να απλώνεται και να σε αρρωσταίνει σιγά σιγά από μέσα. Άμα την ψάξεις στις ζωές όλων των κοριτσιών που άρχισαν κάπου στην εφηβεία τους να μοιάζουν με κλωστούλες, θα τη βρεις χωμένη κάπου παλιά, κι ας μην την είχε πάρει χαμπάρι κανείς τότε. Εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου στο δημοτικό να με χτυπάνε οι νταήδες της τάξης και να παρακαλάω από μέσα μου «Αχ, κάνε, Θεέ μου, να εξαφανιστώ». Θυμάμαι τη μαμά μου να παλεύει μια ζωή με το παγωτό που περίμενε στην κατάψυξη. Aν το έτρωγε, θα θύμωνε με τον εαυτό της – «αδύναμη, άχρηστη, καμιά αυτοπειθαρχία δεν έχεις πια». Αν δεν το έτρωγε, άμπρα κατάμπρα, θα έφτιαχναν όλα: σώμα, δουλειά, αγάπη. Το έτρωγε πάντα κι εγώ ορκιζόμουν ότι θα τα καταφέρω πιο καλά.
Start channel
Όταν έγινε η διάγνωση ότι υπέφερα από ψυχογενή ανορεξία, ήμουν 16 χρόνων. Είχα περάσει την τελευταία χρονιά κόβοντας την μπριζόλα μου σε μικρούτσικα κομματάκια, κρύβοντας φαγητά που δεν ήθελα να φάω στα πιο απίθανα σημεία, ανεβαίνοντας όσο πιο αθόρυβα μπορούσα στη ζυγαριά, για να μη δει κανείς ότι είχα χάσει άλλα δύο κιλά από την περασμένη εβδομάδα, τρέμοντας μήπως το τζιν μου κουμπώσει και πάλι κανονικά αντί να κρέμεται πάνω μου. Δεν θυμάμαι άλλα από εκείνη τη χρονιά. Αν μου πεις ότι έπεσε κεραυνός στην κουζίνα μας, θα σε πιστέψω. Όλα τα συναισθήματα και όλες τις εικόνες που περνούσαν από δίπλα μου τα σκέπαζε ένας απέραντος φόβος: μήπως παχύνω, μήπως νικήσουν οι «κακοί» που δεν καταλάβαιναν ότι έπρεπε να αδυνατίσω κι άλλο, μήπως χάσω τον έλεγχο και αρχίσω ξανά να τρώω, να πιάνω χώρο, να έχω ανάγκες και σώμα γυναικείο.
Όταν έγινε η διάγνωση ότι υπέφερα από ψυχογενή ανορεξία, είχα περάσει ήδη από τη βουλιμία. Δεν είχα φτάσει στο σημείο να κάνω εμετούς, αλλά δεν μπορούσα να μείνω λεπτό χωρίς κάτι στο στόμα μου. Από το φόβο μου ότι θα παχύνω, υπέβαλλα ύστερα τον εαυτό μου σε εξαντλητική γυμναστική και περνούσα τραγικά πολλές ώρες προσπαθώντας να νικήσω τον εαυτό μου, να ξεγελάσω την ψεύτικη πείνα μου, να πνίξω την κακιά Νίκη, να βρω τρόπο να ελέγξω αυτό το σώμα που μου έβγαζε κάθε μέρα αυθάδικα τη γλώσσα. Τελικά τα κατάφερα.
Όταν έγινε η διάγνωση ότι υπέφερα από ψυχογενή ανορεξία, είχα ήδη χάσει 16 κιλά – από 58 ήμουν 42. Μέσα στους επόμενους μήνες έχασα άλλα 3 κι έμαθα να ανεβαίνω ακόμη πιο αθόρυβα στη ζυγαριά, να ζω με τα ανήσυχα βλέμματα που με παρακολουθούσαν και να τρέμω κάθε φορά που ήταν να με ζυγίσει ο γιατρός. Αν είχα παχύνει, σήμαινε πως είχα χάσει τον έλεγχο. Αν είχα αδυνατίσει, σήμαινε πως τους είχα απογοητεύσει πάλι όλους και η απειλή ενός δεύτερου μήνα στο νοσοκομείο βάραινε αφόρητα. Στο μυαλό μου τα στρατόπεδα ήταν τρία: από τη μια εγώ κι η αυτοπειθαρχία μου, απέναντί μου η ζυγαριά και το σώμα μου, πίσω μου όλος ο κόσμος, εχθρικός. Μόνο όταν ξεκίνησα ψυχοθεραπεία, άρχισα να νιώθω ότι στην πραγματικότητα τα στρατόπεδα ήταν δύο και πολύ διαφορετικά: αυτοί που με αγαπούσαν ήταν μαζί μου και θα συνέχιζαν να με αγαπούν είτε ήμουν 30 κιλά είτε 85. Το μόνο που έπρεπε να νικήσω ήταν η ενοχή, η αυτοτιμωρία και τα φαντάσματα που βάραιναν την ψυχή, όχι το σώμα μου. Κι ο τρόπος δεν ήταν να τα πολεμήσω, αλλά να τα δεχτώ. Όσο παράξενο κι αν σου φαίνεται, αυτή η συνειδητοποίηση είναι ακόμη και σήμερα η μοναδική, ουσιαστικά, νίκη μου.
Και τώρα;
Είμαι 24 χρόνων, 52 κιλά, έχω σταματήσει εδώ και χρόνια την ψυχανάλυση, γελάω, δουλεύω, έχω κανονικά περίοδο, δεν κόβω πια την μπριζόλα μου κομματάκια, μιλάω για την ανορεξία και τη Χερτζίγκοβα, θα έδινα τα πάντα για να είναι κάποτε όλα τα κορίτσια του κόσμου ευτυχισμένα με το σώμα τους. Άρα έχω θεραπευτεί, έτσι; Να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω.
Είχα διαβάσει κάποτε σ’ ένα βιβλίο αυτοβοήθειας για κορίτσια με διατροφικές διαταραχές ότι καταλαβαίνεις πως έχεις θεραπευτεί από την ανορεξία όταν πεις με σιγουριά στον εαυτό σου πως, όχι, δεν θα ξαναγύριζες σ’ αυτή την κόλαση για τίποτα στον κόσμο. Αν ισχύει αυτό, ναι, είμαι καλά. Αρνούμαι να πέσω για ύπνο πεινασμένη, όταν είμαι 50 κιλά δεν βλέπω στον καθρέφτη μου τη Ροζάν Μπαρ και θα προτιμούσα να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου ζουμπουρλού παρά να τη χαραμίσω μες στην ανορεξία. Κάποτε έπεσα τυχαία πάνω σ’ ένα site με πολλά εικονικά κεράκια: ένα για κάθε γυναίκα που έχει πεθάνει από κάποια διατροφική διαταραχή.
Έκλαιγα τρεις ώρες μπροστά στον υπολογιστή. Έκλαιγα κυρίως γιατί στις αφιερώσεις που είχαν γράψει οι δικοί τους ο πόνος ήταν μεγαλύτερος για τη δυστυχία που έζησαν αυτά τα κορίτσια μέχρι να πεθάνουν. Την ξέρω καλά αυτή τη δυστυχία και είμαι αποφασισμένη να μην την ξαναζήσω. Αλήθεια.
Η ανορεξία, όπως και όλες οι διατροφικές διαταραχές, δεν είναι γρατζουνιά που κάποτε εξαφανίζεται. Είναι πληγή βαθιά, που αργεί να κλείσει και σε σφραγίζει με το σημάδι της για καιρό. Πόσο δεν ξέρω. Ίσως και για πάντα. Έχω δει γυναίκες να λένε πως θεραπεύτηκαν, πως τώρα ζουν φυσιολογικά, ευτυχισμένες που επιτρέπουν στον εαυτό τους να χαρεί τις απολαύσεις της ζωής. Δεν λέω ότι δεν τις πιστεύω, όμως τα μάτια τους και οι λέξεις που χρησιμοποιούν μου λένε ότι έχουν απλώς βρει μια καινούρια, πιο ασφαλή, ελεγχόμενη ισορροπία. Στην πραγματικότητα δεν έχουν αφεθεί να ζήσουν τη ζωή κι όπου τις πάει – κι αυτό το βλέπω και στον εαυτό μου.
Θα σου πω κάτι και μη με διακόψεις, γιατί θα προσπαθήσω να βγάλω από μέσα μου πράγματα που ούτε στους πιο κοντινούς μου ανθρώπους δεν ομολογώ – εδώ δύσκολα τα ομολογώ στον εαυτό μου. Όταν ανεβαίνω στη ζυγαριά (μία φορά τη βδομάδα, παραπάνω είναι εθισμός), φοβάμαι σαν να βλέπω μια νταλίκα να έρχεται καταπάνω μου. Έχω μανία με την υγιεινή διατροφή και όταν πρόκειται να βγω το βράδυ για φαγητό, περνάω από την κόλαση για να περιορίσω στο ελάχιστο τις θερμίδες της υπόλοιπης ημέρας. Αν περάσουν τρεις μέρες χωρίς να κάνω γυμναστική, πανικοβάλλομαι. O φίλος μου δεν υποψιάζεται πως γλίτωσε από βέβαιο στραγγαλισμό χτες, που μου είπε ότι του αρέσει ο ποπός μου έτσι όπως έχει στρογγυλέψει. Πάντα συγκρίνω το σώμα μου με ό,τι θηλυκό κινείται γύρω μου και προτιμώ χίλιες φορές να μου τρυπήσει ο θερμοσίφωνας παρά να ακούσω κομπλιμέντο για κάποια γνωστή μου που έχει αδυνατίσει – άσχετα αν εγώ το χρειάζομαι ή όχι. Από την άλλη, η πιο άμεση αντίδραση του οργανισμού μου σε ό,τι καλό ή κακό συμβαίνει στη ζωή μου είναι ένα αντανακλαστικό άπλωμα του χεριού σε οτιδήποτε φαγώσιμο (αρκεί να μην έχει ζάχαρη) και πολλές φορές ξυπνάω στη μέση της νύχτας και αδυνατώ να ξανακοιμηθώ αν δεν βάλω κάτι στο στόμα μου – ούτε μωρό με την πιπίλα του να ήμουν.
Τέλεια και παύλα
Αναρωτιέσαι γιατί δυσκολεύομαι τόσο να τα παραδεχτώ όλα αυτά; Πρώτα απ’ όλα, έχω κουραστεί να βλέπω τους δικούς μου να ανησυχούν για μένα. Δεν μπορώ να αγνοήσω ότι όταν τρώω δύο ροδάκινα για βραδινό, η μαμά μου τρέμει μήπως ξαναρχίσω να αδυνατίζω.
Ένας άλλος λόγος είναι η τελειομανία μου. Ξέρω πολύ καλά ότι η ιδανική φίλη, κοπέλα, κόρη, συνάδελφος είναι χαλαρή, απολαμβάνει το χουζούρεμα στο κρεβάτι, δεν ανησυχεί διαρκώς για το σώμα της και δεν αποφεύγει τα τηγανητά. Είναι λοιπόν δυνατόν να παραδεχτώ ότι η Νίκη έχει τα άγχη της, τα φαντασματάκια της, τους φόβους που τη στοιχειώνουν ακόμα; Δεν θέλω, όταν ξυπνάω στις έξι το πρωί για να πάω στο γυμναστήριο πριν από τη δουλειά, ο φίλος μου να σκέφτεται ότι είμαι νευρωτική. Γελάς; Καμιά φορά σκέφτομαι πως τώρα έχω απλώς ορίσει κι άλλες υποχρεώσεις στον εαυτό μου: Ακόμα παλεύω να είμαι αδύνατη, αλλά αυτή τη φορά πρέπει να μην το δείχνω κιόλας.
Υπάρχει και κάτι άλλο. Νομίζω πως αυτός είναι ο τρόπος μου να λέω στον εαυτό μου ότι δεν θα είμαι πάντα έτσι, ότι το άγχος μου είναι μια φάση και θα περάσει, ότι θα έρθει μια μέρα που δεν θα ανησυχώ μήπως φάω λίγο ή πολύ, που θα ακούω το σώμα μου με αγάπη, που δεν θα συγκρίνομαι διαρκώς και θα αναγνωρίσω στον εαυτό μου το δικαίωμα να μην είναι τέλειος, που θα τα καταφέρω πιο καλά από τη μαμά μου: θα συμφιλιωθώ με το παγωτό που περιμένει στην κατάψυξη, γιατί θα ανακαλύψω πως είμαι έτσι κι αλλιώς ευτυχισμένη.
This is me
Υπάρχουν μέρες που το όνειρο αυτό μου φαίνεται άπιαστο και θέλω να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο, μήπως και καταφέρω να διώξω από μέσα του αυτό το παράσιτο που κάνει τη ζωή μου λιγότερο γεμάτη κι ευτυχισμένη. Αυτές τις μέρες αισθάνομαι πως έχω αποτύχει, πως όλη μου η ζωή περιορίζεται στη μάχη μου μ’ αυτό το διαβολάκι, πως δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο που να με περιγράφει, εκτός από κάτι που όλοι ονομάζουν «διαταραχή». Στο βάθος όμως ξέρω ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι.
Πρώτ’ απ’ όλα είμαι περήφανη για τα βήματα που έχω κάνει για να γίνω καλά, πιο χαρούμενη και πιο ήρεμη. Δεν ζω πια μες στην κατάθλιψη, απολαμβάνω το φαγητό μου, δεν θυμώνω συχνά με το σώμα μου, αγαπάω τις καμπύλες μου κι όταν ξυπνάω το πρωί, το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι ο φίλος μου, μια εκδρομή, η εξεταστική, ο χορός – όχι η ζυγαριά. Από την άλλη, είμαι σίγουρη πως δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έρχεται κάποια στιγμή αντιμέτωπος με τα φαντασματάκια του, κι εγώ τα δικά μου τα έχω ήδη γνωρίσει. Αν αυτό δεν με φέρνει πιο κοντά στο να συμφιλιωθώ μαζί τους, τότε τι;
Πηγή: Cosmopolitan
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου