Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου ~ Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

Lisa

This is thy hour O Soul, thy free flight into the wordless. Away from books, away from art, the day erased, the lesson done. Thee fully forth emerging, silent gazing, pondering the themes thou lovest best. Night, sleep, death, and the stars. - Walt Whitman
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα στίχοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα στίχοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

Νερούδα


Πάμπλο Νερούδα - [12 Ιουλίου 1904 - 23 Σεπτεμβρίου 1973]


Απ' όσα πράγματα έχω δει,
μονάχα εσένα θέλω να εξακολουθώ να βλέπω,
απ' ό,τι έχω αγγίξει,
μονάχα το δέρμα σου θέλω ν' αγγίζω:
αγαπώ το πορτοκαλένιο γέλιο σου,
μ' αρέσεις την ώρα που κοιμάσαι.

Πώς να γίνει, αγάπη, αγαπημένη,
δεν ξέρω οι άλλοι πώς αγαπάν,
δεν ξέρω πώς αγαπήθηκαν άλλοτε,
εγώ σε κοιτάζω και σε ερωτεύομαι, κι έτσι ζω,
φυσικότατα ερωτευμένος.
Μ' αρέσεις κάθε βράδυ και πιο πολύ.

Πού να 'ναι; όλο ρωτάω
αν λείψουν μια στιγμή τα μάτια σου.
Πόσο αργεί! σκέφτομαι και με πειράζει.
Αισθάνομαι φτωχός, ανόητος και θλιμμένος,
και φτάνεις εσύ κι είσαι θύελλα
που φτερούγισε μέσα απ' τις βερυκοκιές.

Γι' αυτό σ' αγαπώ κι όχι γι' αυτό,
για τόσα πράματα και τόσο λίγα,
κι έτσι πρέπει να 'ναι ο έρωτας
μισόκλειστος και ολικός,
ιδιάζων και τρομαχτικός,
σημαιοστόλιστος και πενθοφορεμένος,
λουλουδιασμένος σαν τ' αστέρια
και χωρίς μέτρο - όριο, σαν το φιλί.

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Περισπωμένη



Ξαπλώνεις
μικρή περισπωμένη
πάνω στο ωμέγα
της πιο γενναίας
λέξης μου. 

- Ελένη Μαυρογονάτου


Από την συλλογή : ''Στο ῶ της πιο γενναίας λέξης''

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

νύχτα στο νησί

Τη νύχτα σ’ ένα νησί
Πάμπλο Νερούντα


Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου κοντά στη θάλασσα, στο νησί. Ήσουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.

Ίσως πολύ αργά ενώθηκαν τα όνειρά μας, στα ψηλά ή στα βαθιά, στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος, στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.

Ίσως το όνειρό σου χωρίστηκε από το δικό μου και στη σκοτεινή θάλασσα με έψαχνε όπως πρώτα υπήρχες όταν δεν ακόμα, όταν χωρίς να σε διακρίνω έπλεα στο πλάι σου, και τα μάτια σου έψαχναν αυτό που τώρα – ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό – σου δίνω με γεμάτα χέρια, γιατί εσύ είσαι το κύπελλο που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.

Κοιμήθηκα μαζί σου όλη τη νύχτα, ενώ η σκοτεινή γη γυρίζει με ζωντανούς και νεκρούς, και σαν ξύπνησα ξάφνου καταμεσής στη σκιά το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου. Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος μπόρεσαν να μας χωρίσουν.

Κοιμήθηκα μαζί σου και ξύπνησα με το στόμα σου βγαλμένο από τον ύπνο να μου δίνει τη γεύση από τη γη, από τη θάλασσα, από τα φύκια, από το βάθος της ζωής σου, και δέχτηκα το φιλί σου μουσκεμένο από την αυγή σαν να έφθανε από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.

(από τα 100 ερωτικά σονέτα)

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

πάντα κάτι

Μα αν δεν υπήρχε αυτό

θα ήταν κάτι άλλο.

Τόσο πολύ μισώ

και καταδικάζω

τον εαυτό μου

που πάντα θα βρίσκω

κάτι 

να με βασανίζει

και να με μελαγχολεί.


Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Τ.Λ.


“Αύριο”, λες, και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ. Να ‘σαι τόσο πρόσκαιρος, και να κάνεις όνειρα τόσο αιώνια!

Γενέθλιο Τάσου Λειβαδίτη 20.04.1922

Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Για τα απλά σου σ’ερωτεύομαι, για τα δύσκολά σου σε αγαπώ.



Γράφει ο Δημήτρης Ξυλούρης

Για τα απλά σου σ’ερωτεύομαι.
Για τον τρόπο που με κοιτάς και χαμογελάς.
Για τα χέρια σου που πλέκεις μέσα στα δικά μου, στο σινεμά.
Για τα μαλλιά σου που μυρίζουν πάντα θάλασσα.
Για το άγγιγμά σου που είναι σαν να περνά αέρας από πάνω μου.
Για τις σιωπές σου που δεν είναι αμήχανες, είναι γεμάτες από εμάς.
Για το γέλιο σου που ηχεί αβίαστα, γάργαρα.
Για τον τρόπο που με φροντίζεις ακόμα κι αν είσαι κουρασμένη.
Για τον τρόπο που κλείνεις τα μάτια σου τις νύχτες και μουρμουρίζεις το τελευταίο “σ’αγαπώ” της μέρας.
Για τα σημάδια που αφήνεις πάνω μου τις στιγμές που ο πόθος και το πάθος γίνονται φωτιά που μας καίει.
Για τα ταξίδια που φτιάχνεις για μας, σαν να ξέρεις πάντα εκείνες τις σκέψεις που ποτέ δεν σου είπα.

Για τα απλά σου σ’ερωτεύομαι, για τα δύσκολά σου σε αγαπώ.
Για όλα όσα είσαι σε κρατώ στα χέρια μου και σου ψιθυρίζω πως από όλα μου τα λάθη, ήσουν το πιο σωστό.

Πηγή: loveletters.gr

Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Φιλί




Φιλί 

Στο στόμα.

Υγρό.

Διερευνητικό.

Διαρκείας.

Διαπεραστικό.

Πρωτόγνωρο.

Ασύνορο.

Ανεξίτηλο.

Άηθες.

Πηγή: megistovelinekes

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Παρουσία



Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό. Ν' ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε. Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ' αν της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου. Σα να γίνεται κάτι άλλου - που μόνο αυτή τ' ακούει και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί. Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.
- Οδυσσέας Ελύτης
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (1978)

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

Κέϊκ λεμονιού



Ένα ολόκληρο καλοκαίρι που δεν σε είδα, ένα ολόκληρο καλοκαίρι που δεν σε άκουσα.
Ένα κέϊκ λεμονιού που το έφτιαξα με χαρά για να το δοκιμάσεις εσύ, μα και πάλι δεν σε είδα και μια ζωή που δεν έζησα, περιμένοντας με λαχτάρα να ζήσω μία κοντά σου.
Τόσα πράγματα που απαρνήθηκα νομίζοντας πως θα με πάνε πιο μακριά σου.
Μερικές σχέσεις που δεν με άγγιξαν και που τώρα δεν μπαίνω καν στη διαδικασία να τις κάνω.
Ένα σπίτι που δεν συγυρίζω σχεδόν ποτέ γιατί όσο πιο συγυρισμένο είναι, τόσο πιο άδειο μου φωνάζει ότι είναι χωρίς εσένα.
και τρία μηνύματα με τελίτσες με όλα αυτά που ποτέ δεν έμαθες.
Εσύ που δεν μ'έμαθες.
Εσύ που δεν μ'ένιωσες.
Εσύ.
Εσύ και το κέϊκ λεμονιού μου που ποτέ δεν δοκίμασες
(και να μην ξέρω καν αν σου αρέσει και το λεμόνι) .


Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου

 

Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου
Μαλλιά μπερδεμένα
Αιδοία γαντζωμένα
Με το στόμα σου για προσκεφάλι

Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου ράχη ράχη
Δίχως να μας χωρίζει ανάσα
Δίχως λέξεις να μας περισπούνε
Δίχως μάτια να μας διαψεύδουν
Δίχως ρούχα.

Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου στήθος στήθος
Συσπασμένη και ιδρωμένη
Λαμπυρίζοντας με χίλια σύγκρυα
Απ’ την αδράνεια φαγωμένη
Της έκστασης τρελή
Πάνω στον ίσκιο σου νά ‘χω ξεμείνει
Καταχτυπημένη από τη γλώσσα σου

Για να πεθάνω ανάμεσα στα δόντια του λαγού
Τα σάπια
Ευτυχισμένη.

̶   Joyce Mansour

Μετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος

Ερωτική Επιστολή ΙΙ



Θα μάθεις κάποτε, αγάπη μου,
πως οι άνθρωποι που αγαπάνε, ελευθερώνουν.
Στον Έρωτα δεν υπάρχουν είλωτες,
γιατί δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι.
Μόνο ζωντανοί ή νεκροί.
Ζωντανοί , οι έχοντες ψυχή.
Νεκροί, οι έχοντες το θάρρος να πετάξουν.

-mips-

τ’ αστέρια που ονειρευτήκαμε



Δεν ήσαν περαστικοί κομήτες
ούτε καν στιγμιαίοι διάττοντες
τ’ αστέρια που ονειρευτήκαμε –
το πολύ καύτρες μέσα στη νύχτα
απ’ τα τσιγάρα που τινάζαμε
κι η πύρινη τροχιά τους
μόλις που πρόφταινε να λάμψει.
Αυτό το λίγο ήταν που γέμιζε τη ζωή μας
κι αν κάποτε μιλούσαμε για θάνατο
με σιγουριά τον βάζαμε γι’ αργότερα.
– Τίτος Πατρίκιος

Από τη συλλογή «Νέα χάραξη», 2008

Πηγή: Τετράγωνο

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

20 ερωτικά ποιήματα

20 ερωτικά ποιήματα για να κάνει κρακ η καρδιά σας 

Η Λίνα Ρόκου διαλέγει 20 ερωτικά ποιήματα για να τα αφιερώσετε στο αντικείμενο του πόθου σας. 


«Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα. Και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς». Αυτό είναι ένα απόσπασμα από επιστολή του Γιώργου Σεφέρη προς την Μαρώ. Το θυμήθηκα χτες που ήταν η επέτειος γέννησης του σπουδαίου νομπελίστα ποιητή. Και πολύ μου αρέσει ο τρόπος που ο Σεφέρης εκφράζει τον πόθο του προς την αγαπημένη του· λιτός, συμπυκνωμένος, χωρίς περιστροφές, χωρίς ντροπές και με αυτό το συγκλονιστικό «δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς». Όταν ποθούν οι ποιητές οι λέξεις στάζουν από καύλα, ερωτισμό και τρυφερότητα. Όλα μαζί, ανάκατα. 

Με αυτή την αφορμή έψαξα να βρω κάποια ερωτικά ποιήματα που με συγκινούν και όταν τα διαβάζω ακούω την καρδιά μου να κάνει κρακ. Εννοείται, πως έμειναν πολλά απέξω. Θα ακολουθήσει, κάποια στιγμή, δεύτερο μέρος. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με Σεφέρη που μας έκανε ήδη ποδαρικό τόσο απλά και συγκλονιστικά μαζί.


Φυγή, του Γιώργου Σεφέρη 

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας. 

H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε 
με τόσο πάθος. 

Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα 
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε 
μέσα στη φυγή. 


Το σώμα σου κι εγώ, του Γιάννη Βαρβέρη 

Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν. 

Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
πού ποτέ σου δε φαντάστηκες. 

Δεν έχεις θέση τώρα
τί ζητάς
ανάμεσα σε μένα
και στο σώμα σου. 


Όνειρο, της Μαρίας Πολυδούρη 

Άνθη μάζευα για σένα
στο βουνό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι όπως τα ‘σφιγγα πονούσα. 

Να περάσεις καρτερούσα
στο βοριά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο 

στη θερμή την αγκαλιά μου.
Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρυ. 

Μεσ᾿ στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη η Νύχτα να σιμώνει
κ᾿ έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στα ‘χα φέρει μόνη. 


Μια μυγδαλιά και δίπλα της, του Νικηφόρου Βρεττάκου 

Μια μυγδαλιά και δίπλα της,
εσύ. Μα πότε ανθίσατε;
Στέκομαι στο παράθυρο
και σας κοιτώ και κλαίω. 

Τόση χαρά δε την μπορούν
τα μάτια. 

Δος μου, Θεέ μου,
όλες τις στέρνες τ’ ουρανού
να στις γιομίσω. 


Όταν σε δαγκώνω, του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα 

Όταν σε δαγκώνω, το αίμα σου έρχεται στο στόμα μου· 
κι έπειτα εξανεμίζεται στις γαλάζιες σου φλέβες. 

Μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα


Τραγούδι, της Ελένης Βακαλό 

Σαν τσαμπί σταφύλι με κρατάς
στα δυο σου χέρια
αγαπημένε
Σαν κούπα κόκκινο κρασί
σα μεγάλο γυαλιστερό κοχύλι
Είναι κουπιά τα χέρια σου
και πλέουν 

Στη χλιαρή καλοκαιριάτικη
θάλασσα
Αστέρια στη ψιλή αμμουδιά
να λιάζονται 

Δυο σάλιαγκοι που βγήκαν
με τη πρωινή δροσιά
στο περιβόλι. 


Πρώτος έρωτας, του Μπορίς Βιαν 

Όταν ένας άντρας αγαπάει μια γυναίκα
Την παίρνει καταρχή στα γόνατά του
Φροντίζει να της βγάλει τη φουστίτσα
Ώστε το πανταλόνι του να μην καταστραφεί
Γιατί το ύφασμα πάνω στο ύφασμα
Φθείρει το ύφασμα.
Κατόπι με τη γλώσσα του κοιτάει αν της έγινε
Σωστά η αφαίρεση αμυγδαλών
Αλλιώτικα υπάρχει φόβος μόλυνσης.
Μετά, για να μη μένουνε τα χέρια του αδρανή
Ψάχνει βαθιά, όσο μπορεί βαθύτερα
Ωσότου ανακαλύπτει την ουρά
Από ‘ναν άσπρο ποντικό
Που ‘χει βαφτεί στο αίμα
Και μαλακά τραβάει την κλωστή
Να φτάσει ως το ταμπάξ. 

μετάφραση: Αντώνης Φωστιέρης και Θανάσης Θ. Νιάρχος 


Χάρτινο το φεγγαράκι, του Νίκου Γκάτσου 

Θα φέρει η θάλασσα πουλιά 
κι άστρα χρυσά τ’ αγέρι
να σου χαϊδεύουν τα μαλλιά, 
να σου φιλούν το χέρι. 

Χάρτινο το φεγγαράκι, 
ψεύτικη ακρογιαλιά, 
αν με πίστευες λιγάκι 
θα `ταν όλα αληθινά. 

Δίχως τη δική σου αγάπη 
δύσκολα περνά ο καιρός.
Δίχως τη δική σου αγάπη 
είναι ο κόσμος πιο μικρός. 

Χάρτινο το φεγγαράκι, 
ψεύτικη ακρογιαλιά, 
αν με πίστευες λιγάκι 
θα `ταν όλα αληθινά. 


Χειμερινά σταφύλια, του Ανδρέα Εμπειρίκου 

Tης πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνη. Mα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Kανείς δεν μίλησε. Kανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. K’ έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος. 


Η λύπη του έρωτα, του Γιάννη Κοντού 

Σ’ ακούω με όλους τους πόρους μου
να τρέχεις σε ξένες πόλεις, με ρούχα χάρτινα
κάνοντας ένα θόρυβο
που προμηνύει μεγάλη θάλασσα. 

Επιστρέφω στο κλειστό κύκλωμα
της ζωής μου. Στο κανάλι σιωπή. 

Ταριχευμένες κινήσεις:
μια καρέκλα μετακινείται χωρίς λόγο,
ένα κρεβάτι κυλάει στο δρόμο. Στον τοίχο προβάλλεται η ίδια
μαγική εικόνα – δεν μπορώ
να ξεχωρίσω τον κυνηγό – 

Κοιμάσαι με στόμα γεμάτο
μυστικά και βροχές. 


Έρωτας τάχα, της Μυρτιώτισσας 

Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό
που έτσι με κάνει να ποθώ
τη συντροφιά σου,
που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ
τα φωτισμένα για να δω
παράθυρά σου;
Έρωτας να ‘ναι η σιωπή
που όταν σε βλέπω, μου το κλείνεις
σφιχτά το στόμα,
που κι όταν μείνω μοναχή,
στέκω βουβή κι εκστατική
ώρες ακόμα;
Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,
με κάποιου αγγέλου τα φτερά
που έχει φορέσει,
κι έρχετ’ ακόμη μια φορά
με τέτοια δώρα τρυφερά
να με πλανέσει;
Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,
και καλώς να ‘ρθει το κακό
που είν’ από σένα·
θα γίνει υπέρτατο αγαθό,
στα πόδια σου αν θα σωριαστώ
τ’ αγαπημένα. 


Ένα ημισφαίριο στα μαλλιά, του Σαρλ Μπωντλαίρ 

Άσε με ν’ αναπνεύσω ώρα πολλή, πολλή, το μύρο των μαλλιών σου, να βυθίσω όλο το πρόσωπό μου σαν άνθρωπος λουσμένος στα νερά κάποιας πηγής, αναταράζοντάς τα με τα χέρια μου σαν ένα μαντίλι μοσκοβολημένο, διαλύοντας τις αναμνήσεις στον αέρα. Αν ήξερες όλα όσα βλέπω, όλα όσα νιώθω, όλα όσα ακούω μέσα απ’ τα μαλλιά σου. Η ψυχή μου πλέει πάνω στο μόσκο όπως των άλλων πλέει πάνω στη μουσική. Τα μαλλιά σου κλείνουν ένα καθολικό όνειρο γεμάτο κατάρτια και πανιά, μεγάλες θάλασσες με θερμούς άνεμους ωθώντας με σε κλίματα ιλαρά, εκεί όπου το διάστημα βασιλεύει βαθύτερο και γαλανότερο, όπου η ατμόσφαιρα πάλλεται αρωματική μαζί με φύλλα με καρπούς και δέρμα ανθρώπινο. Στο πέλαο των μαλλιών σου το μάτι μου ξεκρίνει ένα λιμάνι πρησμένο με τραγούδια μελαγχολικά, στιβαρούς άντρες κάθε τόπου, πλεούμενα κάθε λογής, διαγράφοντας την πλέον περίπλοκη, λεπτοφυέστατη αρχιτεκτονική τους στο φόντο ενός απέραντου ουρανού όπου κυριαρχεί αέναη θερμότητα. Μέσα στα χάδια των μαλλιών σου ξαναβρίσκω τη νωχέλεια των αργόσυρτων ωρών πάνω σε ένα ανάκλιντρο μες στην καμπίνα κάποιου ωραίου καραβιού, βαυκαλισμένος από το ανεπαίσθητο λίκνισμα των νερών του λιμανιού, ανάμεσα σε γλάστρες και στάμνες με δροσερό νερό. 

Μες στο σπινθηροβόλο τζάκι των μαλλιών σου, ανασαίνω τη μυρουδιά καπνού ανακατωμένου με όπιο και ζάχαρη. Μέσα στη νύχτα των μαλλιών σου βλέπω να λάμπει το άπειρο του τροπικού κυανού. 

Μέσα στις χαμηλές αμμουδιές των μαλλιών σου, μεθώ από τις διάχυτες οσμές του μόσχου, της πίσσας, και του κακαόλαδου. 

Άσε με να δαγκάσω ώρα πολλή, πολλή, τις μελανές, βαριές πλεξούδες σου. Σαν τραγανίζω τα μαλλιά σου, ελαστικά και επαναστατικά, θαρρώ ότι μασώ τις αναμνήσεις. 

Μετάφραση: Νίκος Σπάνιας 


Ελάχιστο χρονικό του έρωτα, του Γιάννη Ρίτσου 

Βιάζονταν πολύ να φιληθούν. Μπήκαν στο σπίτι. Κλείδωσαν.
Τις δυο καρέκλες τις άφησαν στον κήπο. Όσο έλειπαν
τα πουλιά οικειοποιήθηκαν τις καρέκλες τους, τις έκαναν
σκάλες για τα δωμάτια τους. Όταν βράδιασε,
όλα τα κατάπιανε τα φύλλα, χτυπώντας ηδονικά τις γλώσσες τους.
Οι δυο καρέκλες περίμεναν ακόμη σα δυο μικρά ικριώματα
στο χείλος μιας πράσινης μοναξιάς μπροστά στο φεγγάρι. 


Έπος καρδίας, του Κ.Π. Καβάφη 

Μετά σου το παν, νομίζω, προσηνές με μειδιά,
στον καθρέπτη των ματιών σου την χαράν αντανακλά.
Στάσου, φως μου, και ακόμη δεν σε είπα τα μισά
απ’ εκείνα που πιέζουν την ερώσαν μου καρδιά
και στα χείλη μου ορμούνε με μια μόνη σου ματιά. 

Μη με ομιλής αν θέλης, μη με πης γοητευτικά
λόγια αγάπης και λατρείας. Φθάνει να ’σαι εδώ κοντά,
να σε λέγω πως σε θέλω, να σ’ εγγίζω, την δροσιά
του πρωιού που αναπνέεις ν’ αναπνέω· κι αν και αυτά
υπερβολικά τα βρίσκης, να σε βλέπω μοναχά! 


Στη Σ.Χ., της Μάτσης Χατζηλαζάρου (απόσπασμα) 

Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου
τα χέρια σου δύο μικρά τρυφερά καβούρια. 

Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι το πρωί,
σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη
τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου , με τα τρία μου δάχτυλα,
και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού. 


Κι έπινα μέσα απ’ τα χείλη σου, του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη 

Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
Κι ήταν άσπρο το κρεβάτι,
Κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε
Το γλυκό σου μάτι, 

Και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
Στο κορμί μου γύρω γύρω,
Κι έπινα μέσα απ’ τα χείλια σου,
Γλυκιάν άχνα σαν το μύρο, 

Και σταλάζανε απ’ τα χείλια σου
Γλυκά λόγια σαν τα μύρα,
Και ήταν άσπρό το κρεβάτι μας
Κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα… 

Έτσι αγάπη μου σε χόρτασα
Κι έτσι αγάπη μου σε ήπια
Μέσα στ’ άνομα αγκαλιάσματα
Στ’ άνομα καρδιοχτύπια 

Κι απ΄ το μέλι ποθοπλάνταζε
Το κορμί σου και το μάτι
Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
Κι ήταν άσπρο το κρεβάτι 


Στάχυ, του Ιάσονα Ιωαννίδη 

Η αγαπημένη μου
γλυκό καλάμι του σταριού
καλάμι πράσινο
που αναβλύζει γάλα. 

Το δέρμα της,
ένα λιβάδι μαργαρίτες. 

Σαν κλείνει τα μάτια της
δε βλέπω. 

Τη φωνή της κράτησα ραβδί
κι ακολουθάω. 

Τρεμάμενα δάχτυλα
φέρνω στο πρόσωπό μου
κι αγγίζω τη μορφή της. 

Δεν έχω πρόσωπο. 


Βασιλεύεις εσύ, του Θωμά Γκόρπα 

Σε χαμηλωμένο φως που δεν ξέρει την περηφάνια
βασιλεύεις εσύ που την ξέρεις.
Σε απαλή εγκατάλειψη τραμπαλίζεται το χαμόγελό σου,
φρέσκο φύλλο που παίζει με μικρό βοριά.
Κι ως σηκώνεις τα χέρια σου και φωνάζεις ζήτω στην ομορφιά
λάμπουν σαν μέσα από δροσιά οι μασχάλες σου,
αγροτικά λουλούδια στην πρώτη τους ηλικία. 


Ερωτικό γράμμα, της Σύλβια Πλαθ 

Δεν είναι εύκολο να εκφράσω την αλλαγή που επέφερες.
Αν είμαι τώρα ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε,
αν και, όπως μια πέτρα, αυτό δεν μ` ενοχλούσε,
να μένω στη θέση μου ακολουθώντας τη συνήθεια
δεν είναι ότι μ` έσπρωξες απλά μια ίντσα, όχι—
ούτε ότι μ` άφησες να στηλώσω το μικρό γυμνό μάτι μου
στον ουρανό ξανά, χωρίς ελπίδα, φυσικά,
κατανόησης της κυανότητας, ή των αστεριών 

Δεν ήταν αυτό. Ας πούμε πως κοιμήθηκα : ένα φίδι
κρυμμένο ανάμεσα σε μαύρους βράχους σαν μαύρος βράχος
στον λευκό υετό του χειμώνα—
όπως οι γείτονές μου, δε μπορώ να χαρώ
με τα εκατομμύρια τέλεια σμιλευμένα
μάγουλα που ανάβουν κάθε στιγμή για να λιώσουν
το μάγουλό μου από βασάλτη. Τους πήραν τα κλάματα,
άγγελοι θρηνούντες πάνω από φύσεις βουβές,
αλλά δε με έπεισαν. Εκείνα τα δάκρυα πάγωσαν.
Κάθε νεκρό κεφάλι είχε ένα προσωπείο πάγου. 

Και συνέχισα να κοιμάμαι σαν λυγισμένο δάχτυλο.
Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν καθαρός αέρας
και οι εγκλωβισμένες σταγόνες που ανέβαιναν ως πάχνη
διαφανείς σαν πνεύματα. Πολλές πέτρες κείτονταν
πυκνές και ανέκφραστες ένα γύρω.
Δεν ήξερα τι να υποθέσω.
Έλαμπα, με γυάλινα – λέπια, και ξεδιπλώθηκα
Να εκρεύσω απ` τον εαυτό μου, σαν υγρό
Ανάμεσα από πόδια πτηνών και φυτών μίσχους.
Δεν ξεγελάστηκα. Σε γνώρισα αμέσως. 

Δέντρο και πέτρα έλαμπαν, δίχως σκιές.
Το ανάστημά μου έγινε διαυγές σαν γυαλί.
Άρχισα να μπουμπουκιάζω σαν Μαρτιάτικο κλαδί:
Ένα μπράτσο κι ένα πόδι, ένα μπράτσο, ένα πόδι.
Από πέτρα σε σύννεφο, έτσι ανυψώθηκα.
Τώρα μοιάζω με ένα είδος θεότητας
πλέοντας στον αέρα μες την καμιζόλα της ψυχής μου
καθαρή σαν ένα θραύσμα πάγου. Είναι ένα δώρο. 

Μετάφραση: Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ελένη Ηλιοπουλου 


Ο έρωτας κι ο πόλεμος, του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (απόσπασμα) 

Κάθε τριχούλα σου
σγουρή,
χρυσωμένη,
τη γεμίζω με χάδια.
Ω, τι άνεμοι,
από ποιο νότο
θαυματουργήσανε
με τη θαμμένη αυτή καρδιά;
Τα μάτια σου ανθίζουν
δυο ξέφωτα!
Σ’ αυτά τα ξέφωτα χοροπηδάω
σάμπως χαρούμενο παιδί. 

Απόδοση: Γιάννης Ρίτσος

Πηγή: popaganda.gr

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Σε χρόνο Παρακείμενο



Έχω ζήσει
Έχω τρέξει
Έχω παίξει
Έχω σκεφτεί
Έχω πράξει
Έχω γελάσει
Έχω κλάψει
Έχω πονέσει
Έχω ερωτευτεί
Έχω αγαπήσει
Έχω αγαπηθεί
Έχω χαθεί
Έχω ανακαλύψει
Έχω βρει

Έχω χορτάσει
Μα έχω και πεινάσει

Δεν με τρομάζει ο Παρακείμενος 
Κανένα χθες δεν κλαίω
Κανένα αύριο δεν με αναστατώνει
Όλοι οι χρόνοι, της ζωής μου είναι
κομμάτια


Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

ΤΟ ΧΑΜΌΓΕΛΟ ΤΗΣ (ΜΌΝΑ) ΛΊΖΑ

EDITORIAL




Στο νέο αυτό ξεκίνημα συμμετέχει, φυσικά, και το δεύτερο διαδικτυακό παιδί μου.

Το δεύτερό μου ιστολόγιο είδε το φως της μπλογκόσφαιρας τον Ιούλιο του 2011, καθώς η ανάγκη να διαχωρίσω τα γραπτά μου από τις γενικού ενδιαφέροντος αναρτήσεις έγινε επιτακτική. Στο χαμόγελο δημοσιεύω αποκλειστικά δικές μου δημιουργίες - στίχους, πρόζα και ημερολογιακά κομμάτια. Παρουσιάζω τον κόσμο μέσα από τα μάτια και τα χέρια μου.

"Οιηματίες ονειροπόλοι
γυρεύουν ασταμάτητα
το νοητό ανόητο."

Σας περιμένω στο μικρό μου Παράδεισο, 
με ανανεωμένη εμφάνιση και νέα γραπτά που επέλεξα να μοιραστώ μαζί σας.

Μπορείτε να το επισκεφτείτε εδώ.

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

The Music of the Night

EDITORIAL

Night time sharpens, heightens each sensation
Darkness stirs and wakes imagination
Silently the senses abandon their defenses


Slowly, gently night unfurls its splendor
Grasp it, sense it, tremulous and tender
Turn your face away from the garish light of day
Turn your thoughts away from cold unfeeling light
And listen to the music of the night...

-The Phantom of the Opera