Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου ~ Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

Lisa

This is thy hour O Soul, thy free flight into the wordless. Away from books, away from art, the day erased, the lesson done. Thee fully forth emerging, silent gazing, pondering the themes thou lovest best. Night, sleep, death, and the stars. - Walt Whitman
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μοναξιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μοναξιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

Άπιαστα όνειρα



Οι άνθρωποι που αγάπησα εγώ ζούσανε πάντα μακριά μου ή πολύ κοντά έτσι ώστε να τους κάνει κάτι να αντιληφθούν ότι είμαι μοναδική για'κείνους κι αναντικατάστατη, κάτι που έτσι κι αλλιώς έχω κατά κάποιον τρόπο και σχεδόν δεχτεί, βλέπεις και το να παίρνεις κάτι σαν δεδομένο σε αυτή την ζωή σε κρατάει πολλές φορές μακριά από την ουσία.

Ζούσανε μέσα από την φαντασία μου, ή και σκέτα μέσα σε αυτήν. Τελεία.

Τους έπλαθα έτσι όπως ήθελα, δεν τους έβλεπα αρκετά γιατί υπήρχε πάντα η δικαιολογία της απόστασης, αλλά αυτό έβγαζε και κάτι το θετικό μιάς και δεν υπήρχε έτσι κι η τριβή που θα είχε μιά κάποια άλλη σχέση, η οποία δεν θα εμπεριείχε απόσταση, δεν περνούσαμε μέσα από ανούσιους καθημερινούς καυγάδες, κρατούσαμε μόνο την ουσία και λίγες κουβέντες στο τηλέφωνο..

- Μ'αγαπάς ;
- Σ'αγαπώ..

Μια ανάσα κι ύστερα κλείσιμο της γραμμής. Γιατί οι σχέσεις εξ αποστάσεως δεν ζούνε όπως οι κανονικές σχέσεις, δεν αναπνέουν όπως οι κανονικές, γιατί θέλει τελικά πολύ τσαγανό, δυνατά συναισθήματα, επιμονή κι υπομονή για να αποφασίσεις να κάνεις σχέση εξ αποστάσεως και πόσο μάλλον να την διατηρήσεις, ή και κάποιες άλλες φορές, μπορεί να κρύβει μόνο μεγάλη ανασφάλεια και διακαή πόθο να έχεις αυτό που εκ των πραγμάτων δεν μπορείς, ή είναι δύσκολο ν'αποκτήσεις ..!

Για τους πολύ πονηρούς και ψαγμένους κάποιες φορές κρύβει και πόνο, βασικά όχι γι'αυτούς τους ίδιους, για τους άλλους που επιλέγουν εκείνοι, βολεύει βλέπεις πολύ κι αυτούς που επιθυμούν να διατηρούν πολλές και παράλληλες σχέσεις, αυτούς που δεν έμαθαν ακόμα να παίζουν με ανοιχτά τα χαρτιά τους, αυτούς που αν ήξεραν να παίζουν σωστά, θα μπορούσαν να είχαν κερδίσει σε όλα τα παιχνίδια κάποιων άλλων, αλλά μπλόφαραν κι έχασαν.

Από την άλλη οι άνθρωποι της φαντασίας μου είναι οι πιο ωραίοι, εκείνους πάλι δεν τους έχω δει ποτέ από κοντά, ή αλλιώς δεν τους έχω ζήσει μέσα στην καθημερινότητα μου, οπότε και δεν μπορώ ολότελα να τους κρίνω, μπορώ όμως να τους φαντάζομαι μέσα από αυτά που λένε και μου τάζουν, φροντίζοντας πάντα να με διαβεβαιώνουν για το πόσο ισχύουν φορώντας κάθε φορά το πιο ωραίο τους χαμόγελο ή αυτό που φαντάζομαι και θέλω εγώ να έχουν.

Αυτούς τους δέχομαι στη ζωή μου δίχως πολλές σκέψεις, δεν πιάνουν χώρο, παρά μόνο στη σκέψη μου και πως θα ήταν δυνατόν να πιάνουν ; Αφού κάποιες φορές δεν υπάρχουν καν.. !
Αυτοί είναι που δεν με στεναχωρούν σχεδόν ποτέ, αυτούς κι όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότερο τους προτιμάω, δένομαι μαζί τους, με γεμίζουν με τόσο όμορφα όνειρα κι υποσχέσεις απ'αυτές που δύσκολα δίνει κανονικά ένας άνθρωπος, πόσο μάλλον κάποιος που δεν έχεις δει ποτέ σου..

Κι εμένα κακά τα ψέμματα, μου άρεσαν πάντοτε τα όνειρα, με πήγαιναν αλλού, με έβγαζαν σχεδόν ανέξοδα σε μέρη όπου ποτέ άλλοτε δεν είχα ξαναβρεθεί, αλλά μου άρεσαν, μου έδιναν δύναμη να προσπαθώ, μεταμορφωνόντουσαν σε άνεμο κι εγώ σε καράβι και μου ήταν τόσο απαραίτητα για να συνεχίσω να κινούμαι. Έδιναν κάθε τόσο φτερά στην φαντασία μου και κάποιες φορές αληθινό λόγο ύπαρξης στα συναισθηματά μου.

Αυτούς τους αγάπησα περισσότερο μέσα από την φαντασία μου ή όπως έγραψα και πριν, μόνο μέσα σε αυτήν, οπότε πλησιάζουν και πιο κοντά στο ιδανικό.

Δεν τους έζησα ποτέ μου, δεν με πλήγωσαν, οπότε υπήρχε πάντα λόγος να τους διατηρώ σαν μιά άσβεστη και τόσο ζεστή φλόγα μέσα στα ονειρά μου, ή τους έζησα τόσο λίγο και μέσα σ'ένα τόσο ιδανικό πλαίσιο σχεδόν μιάς 'κάποιας' ημιτελής σχέσης που όμως μέσα σε αυτό το λίγο τους, πρόλαβα και τους αγάπησα αρκετά για να θεωρώ ότι δεν μπορούν και να με βλάψουν. Αγάπησα όλες εκείνες τις όμορφες στιγμές που μου χάρισαν, τους λάτρεψα γιατί είχα το προνόμιο να μη τους γνωρίζω αρκετά κι υπήρξαν και κάποιες φορές που αυτό το εκμεταλεύτηκα κι εγώ όσο κι εκείνοι, απλά ίσως εγώ για διαφορετικούς λόγους.

Οι άνθρωποι της φαντασίας μου είχαν πάντοντε ένα ιδανικό στοιχείο ,απο'κεινα τα τόσο δυνατά, που αν τα αφήσεις ν'αποκτήσουν λίγη μεγαλυτερη υπόσταση μέσα σου μπορούν να σε κάνουν να κυνηγάς ακόμα και μιά ζωή κάτι από το άπιαστο..!

Με στοιχειώνουν όμως κάθε λίγο, γιατί σκέφτομαι ότι αν όντως με ήθελαν έτσι δυνατά όπως υποστηρίζουν ότι με θέλουν, ή όπως εγώ, γιατί δεν έχουν έρθει μέχρι τώρα να με βρούν ;

Μα ύστερα πλάθω ένα παραμύθι απο'κεινα που με παρηγορούν και καθησυχάζουν πιο πολύ το όποιο κομμάτι λογικής μου'χει απομείνει, μάλλον το πιο ισχυρό και τυλίγομαι μαζί με αυτό και την κουβέρτα μου, ενώ κοιμάμαι πάλι μόνη.

Είναι οι άνθρωποι που αγάπησα στα αλήθεια τόσο μακριά ή απλά αυτό βόλευε πάντα πιο πολύ την αλήθεια που χρόνια τώρα προσπαθώ απλά ν'αποκοιμίσω ;

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Ο ένας πάνω στον άλλο

Γράφει η Ο. 


Βρισκόμαστε πάλι να σμίγουμε. Άλλη μια φορά οι ανάσες δυνατές, ξεφεύγουν από τα χείλη χωρίς φραγμούς και το μόνο που μένει, είναι οι άναρθρες κραυγές μας, που προσπαθούν να καλύψουν τη σιωπή του δωματίου. Ένα πάθος που ξεχειλίζει σαν χείμαρρος, όταν τα χέρια μας πασχίζουν ν’ ανακαλύψουν τις κρυμμένες μας αισθήσεις, καθώς δοκιμάζουν να διεγείρουν κάθε νοητό ή σωματικό κύτταρο του εκστατικού κορμιού μας.

Χορδές τα σώματά μας, που τεντώνονται και πιέζονται στο έπακρο, προκειμένου να συνθέσουν τις πιο μυστικές μας ερωτικές μελωδίες. Εκείνες που ψιθυρίζουμε τραγουδιστά κι ακατάπαυστα ο ένας μέσα στα αφτιά του άλλου, στις μοναδικές στιγμές της δικής μας μυστικής ένωσης.

Είναι κι εκείνα τα αγγίγματα, που σέρνονται αργά πάνω στο δέρμα μας και τα πυρωμένα ακροδάχτυλά μας γίνονται στάχτη κάθε φορά, που γεύεται ο ένας τον άλλο. Αργόσυρτες διαδρομές, διερευνητικές, που επαναλαμβάνονται ασίγαστα, με σκοπό να επισημανθεί κάθε αχαρτογράφητη σπιθαμή των κορμιών μας. Κάθε εκατοστό, κάθε χιλιοστό, κάθε νοητή συντεταγμένη μας. Βλέφαρα που μισοκλείνουν αισθαντικά καθώς η αγκαλιά μας, ανοίγει και μας καταπίνει σε ένα από τα πολλά παιχνίδια των αισθήσεων.

Τα χέρια σου γραπώνονται εξακολουθητικά και με δύναμη. Έτσι για να πιαστείς, για να μην ξεφύγεις και παρασυρθείς με ορμή στο παραμύθι σας. Γιατί φοβάσαι μήπως εγκλωβιστείς στον κόσμο του ονείρου και δε θα καταφέρεις να δραπετεύσεις ποτέ ξανά στη χώρα το πραγματικού. Γαντζώνεσαι εκεί λοιπόν έστω και για μερικά νωθρά δευτερόλεπτα.

Θα επιχειρήσεις να σηκωθείς αφήνοντας πίσω σου τα τσακισμένα, ιδρωμένα σεντόνια για να κοιτάξεις έξω από το παράθυρο. Το ανοίγεις τόσο όσο χρειάζεται, ώστε να εισβάλλει στο δωμάτιο, ο θόρυβος της πόλης, η θολότητα από τα αδύναμα φώτα της, οι σκιές που ορθώνονται πελώριες και νευρικές στους γκρίζους τοίχους, ο απαλός άνεμος που τον νιώθεις στο πρόσωπό σου να σβήνει την έξαψή σου.

Θα γυρίσεις πίσω να κοιτάξεις, θα χαμογελάσεις και θα ρωτήσεις αν θέλει λίγο ακόμα κόκκινο κρασί. Θα γνέψει καταφατικά, θα γεμίσεις τα ποτήρια, θα το νιώσεις πρώτα να υγραίνει τ΄ άπληστα χείλη σου κι έπειτα να κυλά μέσα στις φλέβες σου, να σε ζαλίζει όμορφα, να σε χαλαρώνει περισσότερο. Θα χαμογελάσεις, ενώ θα γευτείς και πάλι τα χείλη του δαγκώνοντάς τα, σε μια προσπάθεια να κλέψεις λίγες από τις πνοές. Ακόρεστα, αχόρταγα, λαίμαργα σαν ένας αδιαμφισβήτητος εγωκεντρικός πλεονέκτης. Θ΄ αφήσεις το κρασί να χυθεί πάνω στο δέρμα μας γλείφοντας τις σταγόνες του με την άκρη της γλώσσας σου. Μία, μία, αργά, νιώθοντας, τα κορμιά μας να δονούνται από τον ανήκεστο ίμερο. Θα τιθασεύσεις με δύναμη τ’ άτσαλα ριγμένα τσουλούφια μας, πάνω στα υγρά μέτωπά μας και θα σύρεις ένα μικρό, κτητικό φιλί εκεί ψηλά.

Ο ήχος του αναπτήρα θα θρυμματίσει τη σιωπή για άλλη μια φορά, καθώς το τσιγάρο ανεβαίνει στα χείλη και ο καπνός του εισέρχεται με βουλιμία στις ανάσες μας. Η λάμψη της φλόγας του, θα χαρακώσει το σκοτάδι σε μια ανώφελη προσπάθεια να φωτίσει στιγμιαία τα γυμνά κορμιά μας και τις σκιές που τρεμοπαίζουν ανήσυχες πάνω τους. Πνευμόνια που πλημμυρίζουν, κύτταρα που τεντώνονται διεγερμένα κάτω από την επιρροή της, μάτια που κλείνουν φέρνοντας στο μυαλό σκηνές από το έντονο πάθος που ανασύρθηκε μέσα από τα κορμιά μας. Μένουμε κι οι δυο σιωπηλοί με ένα ευτυχισμένο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο. Δάχτυλα που κινούνται και μπερδεύονται μεταξύ τους καθώς ο ένας προσπαθεί να κρατήσει λίγη από την αίσθηση των αγγιγμάτων που προηγήθηκαν. Παλάμες που ενώνονται σφικτά γιατί πλανάται μεταξύ μας, εκείνος ο ανυπόταχτος φόβος, μήπως χαθεί η μνήμη της αφής μας στη λήθη του χρόνου.

Θα τραβήξεις το σεντόνι από πάνω σου και θα κατευθυνθείς στο ψυγείο για μια επιδρομή στις ακόρεστες δίψες, που λαίμαργα ξεπηδούν από το στόμα σου. Το κουτάλι θα βυθιστεί στο παγωτό, που πρόσκαιρα θα κατευνάσει τις απαιτήσεις του ουρανίσκου σου. Θα γεμίσεις μ’ αυτό το σώμα μας για να διακρίνεις άλλη μια φορά τους αδιόρατους πόρους του δέρματος να ξεσηκώνονται κάτω από τον χορό των αισθήσεων. Θα γελάσουμε δυνατά καθώς πασαλείβουμε τα πρόσωπά μας με γεύσεις παγωμένης σοκολάτας.

Κι η μουσική θα ξεχυθεί με μιας στο χώρο γεμίζοντας τα μάτια με εικόνες από διασκευασμένες ερασιτεχνικές παραστάσεις. Τραγούδια που συνδέονται μαζί μας, που περιχαρακώνουν και σημαδεύουν τις μυστικές, ιδιαίτερες διαδρομές των προσωπικών στιγμών μας. Τραγούδια, που όταν ακούγονται σε άσχετες στιγμές, μας φέρνουν στο νου τις μικρές ανεξάντλητες αιωνιότητες της ιστορίας μας.

Θα αγκαλιαστούμε άλλη μια φορά πάνω στα τσαλακωμένα σεντόνια καθώς ο κύκλος της συναινετικής μας αποπλάνησης που μόλις έκλεισε, ανοίγει ξανά από την αρχή.


Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου

Πηγή: Pillowfights

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Πριν χαθούν όλα, υπήρξες άραγε;



Πριν χαθούν όλα, υπήρξες άραγε;

Μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο γκρέμιζα όσα έχτιζα. Αυτά που ζωγράφιζα όλα μουντζούρες τα ‘κανα. Υπήρξες; σε ρωτούσα ξανά και ξανά. Μέσα στα σκοτάδια σε ονειρευόμουν, σε φανταζόμουν, σε χαλούσα και σε ξανάφτιαχνα. Αγκαλιά σε κρατούσα βράδια ατελείωτα και σε νανούριζα. Και το πρωί αναρωτιόμουν, υπήρξες άραγε;
Στα σκοτάδια σκαρφάλωνα μαζί σου και γκρεμιζόμουν. Αφηνόμουν κι έπεφτα. Ρίσκαρα και διαλυόμουν. Κάθε πρωί όμως αναρωτιόμουν, υπήρξες άραγε;
Στο φως αν υπήρξες σε ρωτούσα και δε μπορούσα ποτέ να πω με σιγουριά. Αν ήσουν πλάι μου αληθινά ποτέ δεν ήξερα. Αν ήσουν αγάπη δε θυμόμουν. Υπήρξες;
Σα να 'σουν δίπλα μου - για ένα λεπτό ή για πάντα - σου είπα με θάρρος πως όσα έχτισα τα γκρέμισα. Αυτά που ζωγράφισα τα μουντζούρωσα. Όσα ονειρεύτηκα τα μηδένισα και όσα φοβήθηκα τα νίκησα. Και το επόμενο πρωί, πάλι σα να ‘ταν όνειρο, σε ξαναρώτησα, υπήρξες; Πριν χαθούν όλα, υπήρξες άραγε;

Υπήρξες. Σκοτεινός, σαν τα σκοτάδια μου. Αχνός, σαν τις μουντζούρες μου. Νικημένος. Σαν τους φόβους μου.

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Συζητήσεις με τον καθρέφτη


Βλέπω απέναντί μου μια μορφή. 

Είναι θολή και ακανόνιστη. Το μόνο που μπορώ να διακρίνω είναι μια θλίψη στα μάτια και μια ταραχή στις κινήσεις της. Φαίνεται οικεία και δεν την φοβάμαι. Πλησιάζω προς το μέρος της, πλησιάζει και αυτή. Με την ίδια ταχύτητα, βηματισμό και κινήσεις με μένα. Κοντοστέκομαι. Προς στιγμήν νομίζω πως απέναντί μου βρίσκεται ένας καθρέφτης. Θα ορκιζόμουν πως είναι το είδωλό μου, μα δε βλέπω εμένα, δε μπορώ να με διακρίνω. Φτάνω κοντά της, φτάνει κοντά μου. 

- «Φαίνεσαι χαμένη», μου λέει. «Ρώτησε με ό,τι θες.»

- «Μίλησε μου για την αγάπη», της λέω.
- «Δεν μπορώ να την ορίσω. Πάντα την πλησιάζω και πάντα μου φεύγει. Ξεγλιστρά σαν την άμμο, σαν το νερό από τα χέρια μου. Μα έχω ακούσει γι’ αυτήν στα τραγούδια, την έχω διαβάσει στα ποιήματα, την έχω δει στα βλέμματα των περαστικών, την έχω νιώσει στον τρόπο που άγγιξε την ψυχή μου. Κάποιος, κάτι, κάποτε.»
- «Μίλησε μου για τα όνειρα.»
- «Χωρίς αυτά δε θα ήμουν τίποτα. Τα όνειρα και η ελπίδα πως κάποτε θα φτάσω σ' αυτά με κρατάνε ακόμα εδώ.»
- «Μίλησε μου για τον πόνο.»
- «Δε χρειάζεται να σου πω τίποτε. Κοίταξε με. Είμαι απλά πόνος καλυμμένος με δέρμα. Μα κάθε πόνος κάνει το δέρμα μου πιο δυνατό και ανθεκτικό.»
- «Μίλησε μου για την ευτυχία. Πότε ένιωσες τελευταία φορά ευτυχισμένη;»
- «Ίσως το απόγευμα που ανέβηκα στην ταράτσα και ο ήλιος ζέστανε το κορμί μου. Ίσως το μεσημέρι που βρήκα στο ντουλάπι το αγαπημένο μου γλυκό χωρίς να το περιμένω. Ίσως η βόλτα που έκανα σε εκείνο το πάρκο πριν δυο μέρες. Ίσως εκείνη τη μέρα -δε θυμάμαι πότε- που γελούσα συνέχεια και δυνατά και αληθινά, τόσο που η ευφορία έφτασε σε κάθε κύτταρο του σώματος μου. Για μένα η ευτυχία κρατάει δευτερόλεπτα, ίσως κλάσματα δευτερολέπτου… δεν μπορώ να αντιληφθώ το χρόνο τη στιγμή της ευτυχίας μου. »

- «Μίλησέ μου για τη θλίψη.»

- «Χωρίς αυτήν δε θα εκτιμούσα, δε θα αντιλαμβανόμουν τις στιγμές της ευτυχίας μου. Γι' αυτό και την αγαπώ πλέον. » 

Βλέπω απέναντί μου μια μορφή.
Πόσο άλλαξες εαυτέ μου …

Πόσο λίγο με ήξερες

Κάτι που δεν έμαθες ποτέ για μένα
ήταν πόσο λίγο με ήξερες...

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Time after time

Σας καλησπερίζω με νέο τίτλο ιστολογίου και νέα διάθεση. Γιορτάζουμε την πρώτη δεκαετία στη μπλογκόσφαιρα με μερικές εκπλήξεις που ετοίμασα για εσάς. Ας μη προτρέχω, όμως.


Η σημερινή ανάρτηση έχει άλλο ύφος, πιο προσωπικό. Λίγο η νύχτα, λίγο το μοχίτο, λίγο η καλοκαιρινή αύρα, ξύπνησε μέσα μου ένας αχόρταγος πόθος να ανοίξω ξανά τα νυχτερινά μου ημερολόγια. Είναι καιρός να γράψω ξανά, μετά από καιρό, γράμμα σε ένα αόρατο "εσύ". Παραλήπτης ένα "εσύ" απρόσωπο, γιατί ίσως εν τέλει δε θέλω να μιλήσω σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά στο ίδιο το μυαλό μου.

Ανασυγκρότηση.

Ποια είμαι "εγώ" και ποιος "εσύ"; Τι είμαστε "εμείς" και τι υπήρξαμε; 

Η θύμηση σου είναι στιγμιότυπα, και τούτα τα καρέ δεν αρκούν ούτε καν να φτιάξουν έναν ολόκληρο άνθρωπο. Κι όμως, αυτή η ημιτελής παρουσία έγινε η απουσία που απασχολεί το βράδυ μου.

Τι είσαι; Λέξεις, τρυφερές. Αγγίγματα, ηδονικά. Μα κι εκείνη η ασφάλεια. Η γαμημένη ασφάλεια. Μεγάλωσα κι ακόμη δεν έμαθα. Το παιδί ψάχνει ακόμα καταφύγιο.Το παιδί θα είναι για πάντα παιδί.

Είμαι τόσο ίδια και τόσο διαφορετική... Βιώνω διαφορετικά τις απουσίες. Ίσως γιατί λείπουν όσοι έπρεπε να ήταν εδώ, όσοι είχαν σημασία. Όταν σου κλέβουν την ανάσα, τι να σου πει μία σταγόνα αίματος; Τα γόνατα μου ήταν γρατζουνισμένα πριν από σένα, μάτια μου. 

Το τέρας είχε ξυπνήσει χρόνια πριν έρθεις εσύ. Το έβαλες για ύπνο, λίγο μονάχα, όσο χρειαζόταν να μείνει αδρανές εκείνη την κακή περίοδο, την περίοδο που ήμουν ευάλωτη στις επιθέσεις του.

Από μία άποψη πιστεύω ότι γι' αυτό ήρθες στη ζωή μου. Για να με προστατέψεις. Να με προστατέψεις από τον ίδιο μου τον εαυτό. Κι ύστερα έφυγες, γιατί η αποστολή σου είχε ολοκληρωθεί. Ίσως γι' αυτό να μη σου δόθηκα ποτέ ολοκληρωτικά. Πάντοτε ένα πόδι στην έξοδο. Έτοιμη να τρέξω. 

Μπορούν να πέσουν τίτλοι τέλους σε ένα έργο που δεν άρχισε ποτέ;

Τι να σημαίνει τέλος στη δική μας ιστορία; Μία συνήθεια που παύει να είναι συνήθεια;
Ίσως φοβάμαι να ανοιχτώ στο άγνωστο. Γιατί αν λείπεις εσύ, τη θέση σου θα πρέπει να πάρει μία νέα συνήθεια. Θα πρέπει να βρεθούν ξανά δύο χείλη να μου λεν τις ίδιες λέξεις, και δύο χέρια να τυλίγονται γύρω μου και να διαλύουν το σκοτάδι. Θα πρέπει να βρω δυο μάτια από τα οποία δε θα προσπαθήσω να κρυφτώ. Θα πρέπει να πω αλλού αυτά που δεν τόλμησα να πω σε σένα...

Λείπεις, ναι, άραγε "μου" λείπεις; 
Σε σκέφτομαι και τούτο το βράδυ, ίσως επειδή το επέλεξα εγώ. Δίχως να ξέρω το γιατί. Άσκοπα, ίσως επειδή ψάχνω ένα σκοπό. Τι κερδίζω; Να καίγομαι; Να καίγομαι.

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Τι να σημαίνει αυτό για την ίδια μου την ψυχή;




Η οχλαγωγία και τα δυνατά γέλια,

Τα αστραφτερά δόντια και τα ακριβά ρούχα,

Τα ψεύτικα σ’ αγαπώ και τα χωμένα στις οθόνες πρόσωπα

Κάτω από μια πράσινη του χρήματος βροχή, με μεγάλωσαν.

Μου έκαναν τα μαλλιά λίγο πιο άσπρα και το δέρμα μου πιο γέρικο.

Ο καπνός των εξατμίσεων των αυτοκινήτων,

Τα μεγάλα κτίρια με τις ηλεκτρονικές κάρτες στην είσοδο,

Με τις αδικίες και το κουτσομπολιό στα κλειστά μιτινγκ ρουμς,

Τα λόγια τα μεγάλα κι οι κούφιες υποσχέσεις με μεγάλωσαν.

Με καθήλωσαν σε μια καρέκλα, άπραγο, ανάπηρο.

Αδύναμο, κι ας είν’ τα πόδια μου γερά.

Τα παιδικά μου μάτια μεγάλωσαν,

Ο χρόνος κι οι εικόνες τα διέφθειραν.

Κι αν είναι αυτά ο καθρέφτης της ψυχής μου,

Τι να σημαίνει αυτό για την ίδια μου την ψυχή;

Μεγάλωσα,
Βαγγέλης Σαββίδης

Πηγή: enfo.gr

Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

there is a poem



there is a poem                    
scratched onto the walls of my                    
throat                    
no one has heard it                    
but it is there                    

Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

ΧΩΡΙΣ



Οι χιλιάδες λεπτομέρειές σου,
που δε θα μάθω,
είναι επώδυνες ακίδες
σ' εκείνη την περιοχή
του εγκεφάλου μου
που θα σ' αγαπούσε,
αν είχες μείνει.

- ΧΩΡΙΣ,
ποίηση Μιράντας Παπαδοπούλου

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

πάντα κάτι

Μα αν δεν υπήρχε αυτό

θα ήταν κάτι άλλο.

Τόσο πολύ μισώ

και καταδικάζω

τον εαυτό μου

που πάντα θα βρίσκω

κάτι 

να με βασανίζει

και να με μελαγχολεί.


Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

I'm not a concept


I'm not a concept. Too many guys think I'm a concept or I complete them or I'm going to 'make them alive'…but I'm just a fucked up girl who's looking for my own peace of mind. Don't assign me yours. 
- Clementine, Eternal Sunshine of the Spotless Mind


Τρίτη 7 Απριλίου 2020

ΔΙΑΒΑΣΤΗΚΕ

Διαβάστηκε…


Είναι από εκείνα τα βράδια που όλοι βολοδέρνουν στα ξενυχτάδικα, όμως εσύ δεν είχες καμία όρεξη να βγεις. Προτίμησες να κλειστείς στο καβούκι σου. Το σώμα σου ριγμένο άτσαλα στην πολυθρόνα. Είσαι πολλές ώρες σε αυτή τη θέση. Έχουν θερμανθεί επικίνδυνα τα στρώματα. Κοντεύεις να γλιστρήσεις στο πάτωμα. Στο ένα χέρι κρατάς μια ζεσταμένη μπύρα. Στο άλλο το κινητό. Ανεβοκατεβάζεις με μανία την αρχική. Ίσα με εκατό φορές. Πέφτεις πάνω στη φωτογραφία του. Κοκκαλώνεις. Την κοιτάζεις προσεκτικά. Μάτια θλιμμένα, τα χαρακτηριστικά του, μα το χαμόγελο πάντα εκεί. Μάτια που σύρθηκαν με μανία επάνω στη σάρκα σου. Κάποτε… Τώρα ποιος ξέρει σε ποιανής τα βλέμματα σκαρφίζει πάθη της δήθεν μονιμότητας.

Συνεχίζεις εκδικητικά την περιπλάνησή σου με ένα δυνατό χτύπημα στην οθόνη. Δύο τρία λεπτά κι επιστρέφεις πίσω, βλέπεις το μυαλό σου σφήνωσε εκεί, στο εγκλωβισμένο κοίταγμα σε ψηφιακά pixels. Τα χείλη σου αγκαλιάζουν το ποτήρι, μια ακόμη γουλιά. Χρειάζεσαι μαι γεύση μέθης να σου ζαλίσει τις αντιστάσεις. Άλλη μια γενναία γουλιά, για το κλείδωμα, πως δεν θα λιποψυχήσεις.

Δυο κλικ, ανοίγεις τη συνομιλία. «Ενεργός τώρα».

Εντάξει. Βαθιά ανάσα. Άλλη μια προσπάθεια. Ακουμπάς το δείκτη στο πληκτρολόγιο. Κολλάς. «Καλησπέρα» Μπα… Πολύ τυπικό. Το σβήνεις! Πάμε πάλι. «Γεια» με την ανάλογη χαμογελαστή φατσούλα. Δαγκώνεις το στυλό, το ξεχασμένο στο γραφείο. Λογαριάζεις αν πρέπει να προσθέσεις ένα φιλικό, «τι κάνεις» ή να τ’ αφήσεις σ’ εκείνον. Δεν σ’ αρέσει, σβήσιμο!

Πάνε μέρες από την τελευταία φορά που βρεθήκατε. Όλα μοιάζουν να έχουν τυλιχτεί σαν ρούχα πεταμένα στο καλάθι. Ένα κουβάρι από ανάσες, μερικές γραντζουνιές στην πλάτη και σημάδια στο λαιμό. Άραγε τι να του πεις; Ας προσποιηθείς πως δε θυμάσαι τίποτα. Άλλωστε το αλκοόλ που έρεε όλες εκείνες τις μέρες στο αίμα σου δύναται να καλύψει το ψέμα σου. Ναι, θα προσποιηθείς πως το αμέλησες. Πως αμέλησες εκείνο το απόγευμα που σας πήρε ο ύπνος αγκαλιασμένους, όταν έμπλεκε τα δάχτυλά του στα μαλλιά σου και τα νύχια σου έκαναν βόλτες σε όλο του το κορμί.

Απόψε όμως, ήρθε η ώρα να δώσεις μια κλωτσιά στα χτίσματα του εγωισμού σου και να γκρεμίσεις τις ηλίθιες φοβίες σου. Θέλεις να του μιλήσεις για μια φορά ειλικρινά ακόμη κι αν βρεις κατάκλειστες πόρτες.

Βαθιά ανάσα, τελευταία γουλιά μπύρας.

Τα χέρια σου χαϊδεύουν την φωτεινή οθόνη, φτιάχνοντας γράμμα γράμμα τις αλήθειες που είχες φυλαγμένες!

«Μου έλειψες! Σε θέλω! Έλα!». Αποστολή. Κι αποστολή εξετελέσθη!

-Διαβάστηκε…