Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου ~ Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

Lisa

This is thy hour O Soul, thy free flight into the wordless. Away from books, away from art, the day erased, the lesson done. Thee fully forth emerging, silent gazing, pondering the themes thou lovest best. Night, sleep, death, and the stars. - Walt Whitman
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα απογοήτευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα απογοήτευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

ΔΙΑΒΑΣΤΗΚΕ

Διαβάστηκε…


Είναι από εκείνα τα βράδια που όλοι βολοδέρνουν στα ξενυχτάδικα, όμως εσύ δεν είχες καμία όρεξη να βγεις. Προτίμησες να κλειστείς στο καβούκι σου. Το σώμα σου ριγμένο άτσαλα στην πολυθρόνα. Είσαι πολλές ώρες σε αυτή τη θέση. Έχουν θερμανθεί επικίνδυνα τα στρώματα. Κοντεύεις να γλιστρήσεις στο πάτωμα. Στο ένα χέρι κρατάς μια ζεσταμένη μπύρα. Στο άλλο το κινητό. Ανεβοκατεβάζεις με μανία την αρχική. Ίσα με εκατό φορές. Πέφτεις πάνω στη φωτογραφία του. Κοκκαλώνεις. Την κοιτάζεις προσεκτικά. Μάτια θλιμμένα, τα χαρακτηριστικά του, μα το χαμόγελο πάντα εκεί. Μάτια που σύρθηκαν με μανία επάνω στη σάρκα σου. Κάποτε… Τώρα ποιος ξέρει σε ποιανής τα βλέμματα σκαρφίζει πάθη της δήθεν μονιμότητας.

Συνεχίζεις εκδικητικά την περιπλάνησή σου με ένα δυνατό χτύπημα στην οθόνη. Δύο τρία λεπτά κι επιστρέφεις πίσω, βλέπεις το μυαλό σου σφήνωσε εκεί, στο εγκλωβισμένο κοίταγμα σε ψηφιακά pixels. Τα χείλη σου αγκαλιάζουν το ποτήρι, μια ακόμη γουλιά. Χρειάζεσαι μαι γεύση μέθης να σου ζαλίσει τις αντιστάσεις. Άλλη μια γενναία γουλιά, για το κλείδωμα, πως δεν θα λιποψυχήσεις.

Δυο κλικ, ανοίγεις τη συνομιλία. «Ενεργός τώρα».

Εντάξει. Βαθιά ανάσα. Άλλη μια προσπάθεια. Ακουμπάς το δείκτη στο πληκτρολόγιο. Κολλάς. «Καλησπέρα» Μπα… Πολύ τυπικό. Το σβήνεις! Πάμε πάλι. «Γεια» με την ανάλογη χαμογελαστή φατσούλα. Δαγκώνεις το στυλό, το ξεχασμένο στο γραφείο. Λογαριάζεις αν πρέπει να προσθέσεις ένα φιλικό, «τι κάνεις» ή να τ’ αφήσεις σ’ εκείνον. Δεν σ’ αρέσει, σβήσιμο!

Πάνε μέρες από την τελευταία φορά που βρεθήκατε. Όλα μοιάζουν να έχουν τυλιχτεί σαν ρούχα πεταμένα στο καλάθι. Ένα κουβάρι από ανάσες, μερικές γραντζουνιές στην πλάτη και σημάδια στο λαιμό. Άραγε τι να του πεις; Ας προσποιηθείς πως δε θυμάσαι τίποτα. Άλλωστε το αλκοόλ που έρεε όλες εκείνες τις μέρες στο αίμα σου δύναται να καλύψει το ψέμα σου. Ναι, θα προσποιηθείς πως το αμέλησες. Πως αμέλησες εκείνο το απόγευμα που σας πήρε ο ύπνος αγκαλιασμένους, όταν έμπλεκε τα δάχτυλά του στα μαλλιά σου και τα νύχια σου έκαναν βόλτες σε όλο του το κορμί.

Απόψε όμως, ήρθε η ώρα να δώσεις μια κλωτσιά στα χτίσματα του εγωισμού σου και να γκρεμίσεις τις ηλίθιες φοβίες σου. Θέλεις να του μιλήσεις για μια φορά ειλικρινά ακόμη κι αν βρεις κατάκλειστες πόρτες.

Βαθιά ανάσα, τελευταία γουλιά μπύρας.

Τα χέρια σου χαϊδεύουν την φωτεινή οθόνη, φτιάχνοντας γράμμα γράμμα τις αλήθειες που είχες φυλαγμένες!

«Μου έλειψες! Σε θέλω! Έλα!». Αποστολή. Κι αποστολή εξετελέσθη!

-Διαβάστηκε…

Τρίτη 10 Μαρτίου 2020

Μου έχεις τάξει μια εκδρομή

Γράφει η Χ. 

Μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται. Έτσι είχα ακούσει. Το είχα πιστέψει, δεν μπορώ να πω. Ήμουν σίγουρη ότι αν έφευγα μακριά σου θα ξεχνούσα. Θα σε ελευθέρωνα από τα αόρατα δεσμά και θα άνοιγα κι εγώ τα φτερά μου. Το πίστευα στ’ αλήθεια, μέχρι που κατάλαβα ότι δεν είχα ιδέα πόσο θα μου έλειπες.


Οι μέρες περνούσαν. Ο χρόνος, ποταμός που κυλούσε ορμητικά, μα η μορφή σου σταθερά κολλημένη, εκεί. Κρυμμένη σε μια μικρή γωνία του μυαλού, να μου υπενθυμίζει την ύπαρξή σου. Τρία χρόνια μετράω την απουσία σου και δεν υπάρχει σκέψη που να μην τη σφραγίσει δάκρυ και αναπάντητα ερωτήματα.

Μελόδραμα σίγουρα κι από τα μεγάλα μάλιστα. Αν μη τι άλλο, όμως, τάσσομαι κατά! Πιο πολύ με νοσταλγία μοιάζει. Ένας κύκλος που δε συνάντησε ποτέ την άκρη του απέναντι. Με ένα βεβιασμένο αντίο προσπάθησα να εμποδίσω τα συναισθήματά μου. Δεν ήξερα όμως πως όσο εγώ τα εμπόδιζα, τόσο εκείνα γίνονταν χείμαρρος έτοιμος να ξεχειλίσει. Λάθος μου, το αναγνωρίζω! Εσύ; Αναγνωρίζεις άραγε έστω κι ένα σου λάθος;

Λάθος λοιπόν, που έγινε απωθημένο. Σαν τα παλιά λεωφορεία που στέκονται ακίνητα στους παλιούς σταθμούς με μια αίγλη να αιωρείται γιατί κάποτε φιλοξένησαν τόσα σώματα κι ιστορίες. Κι Εσύ δεν ξέρεις τίποτα. Δε σε άφησα ποτέ να μάθεις. Σφράγισα την καρδιά μου και την έντυσα αδιάφορη για να σε ξεγελάσει. Το πέτυχα, μα απέτυχα συνάμα εκείνη την ώρα ακριβώς. Πλέον έχω έναν μόνιμο κόμπο που σφίγγει κάθε φορά που σε φαντάζομαι, έναν λυγμό έτοιμο να ξεσπάσει στη θύμησή σου. Εκείνο που πονάει περισσότερο όμως, ξέρεις ποιο είναι; Είναι το αναθεματισμένο «τι θα γινόταν αν…» που δεν πρόλαβα να ζήσω. Νόμιζα με προστάτευα από σένα, μα κανείς δεν ευτύχισε στη γυάλα του, παρά μόνο τα χρυσόψαρα.

Όσα σεντόνια κι αν προσπαθήσουν να με φιλοξενήσουν, να με βγάλουν από σένα, δε θα τα καταφέρουν. Θα σε βρουν απέναντί τους. Θα πάρουν τη μορφή σου. Μόνο έτσι θα βρουν ανταπόκριση. Κι αν το καταφέρουν θα είναι παροδικό. Ξέρεις, μάλλον κάτι δικό σου θα είδα πάνω τους και θέλησα να ξεκλέψω λίγη από τη χαμένη ευτυχία. Έτσι γίνεται πάντα, όσα δεν έζησες με τα χέρια που λαχταρούσες, μάταια τα ψάχνεις σε άλλες αγκαλιές. Μα ξέρεις τι μένει; Ένας κόμπος στο λαιμό και μετά το τίποτα. Όπως και να χει, εγώ πάντα θα σε περιμένω. «Μαζί θα καταλήξουμε, να το θυμάσαι.» είχες πει κι ακόμα να φανείς. Όχι τίποτ’ άλλο, μου ‘χεις τάξει μια Δρακόλιμνη, δεν το ξεχνώ!


Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου
Πηγή: Pillowfights

Και εσύ να λείπεις




ένας ψίθυρος κρυμμένος στο θρόισμα του ανέμου…
ένα χάδι στη φαντασία ν’ αντιπαλεύει το μαστίγωμα της βροχής…
η μνήμη του φιλιού σου στα μουσκεμένα χείλη…
Και εσύ να λείπεις…

διψασμένη η αγκαλιά μου να νιώσει τον Ίμερο της παρουσίας σου…
μανιασμένη η καρδιά ρυθμούς τυμπάνων βροντοχτυπά στο στήθος…
απεγνωσμένη η ψυχή φτεροκοπά να αφήσει το γήινο σαρκίο για να σε βρει…
Και εσύ να λείπεις…

παλεύω το μολύβι να ζωγραφίσω στίχους…
σκαλισμένη στο χαρτί η φαντασία μου να σε πλάσει…
γράφω λόγια να μου πεις στον κόρφο μου φυλαγμένη…
Και εσύ να λείπεις…

μονάχο το ξημέρωμα με βρίσκει στη ζέστη του χαδιού σου…
στη σκέψη μου πλανάται μεθυστικό το άρωμά σου…
άλλη μια νύχτα στο πλάι μου γλυκόλογα μου τραγουδούσες…
Μα εσύ έλειπες…

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Στο ποτέ σου, ποτέ μη με πας

Γράφει η Ισμήνη Κοντού.


Δεν αλλάζει κάτι με το να διαβάζω τα μηνύματά σου ξανά και ξανά. Λέξεις που ανταλλάξαμε κάτι μήνες πριν και έναν αιώνα.

Νόμιζα πως αν σκέφτεσαι κάτι πάρα πολύ, τότε αυτό συμβαίνει. Όχι;

Δηλαδή, θες να μου πεις πώς, αν κοιτάω επίμονα τις φωτογραφίες σου –που πώς και για ποιο λόγο βρέθηκα με τόσες φωτογραφίες σου εγώ, ποτέ δεν το κατάλαβα– δε θα εμφανιστείς ξαφνικά στην πόρτα μου; Δε θα σε βρω να με περιμένεις στα σκαλιά του σπιτιού μου;

Δεν αλλάζει κάτι, έτσι δεν είναι;

Τι είναι η θύμηση, τελικά; Ύπουλη και σκοτεινή και, όμως να σκορπάει τόσο φως στη σκέψη σου. 

Λένε πως αν ο έρωτας είχε χρώμα, αυτό θα ήταν το κόκκινο του πάθους. Εγώ όμως, αγάπη μου, δεν συμφωνώ με αυτό. Αν ο έρωτας ήταν χρώμα, θα ήταν το απόλυτο λευκό. Πού σε τυφλώνει. Λευκό, εκτυφλωτικό και αθώο.

Βλέπεις, το μυαλό μας παίζει ύπουλα παιχνίδια και εκεί που νομίζεις πώς το ‘χεις μαντρώσει το πράγμα, πώς το ελέγχεις και είσαι από πάνω, εκεί ακριβώς σου δίνει μία και σε ρίχνει στα πατώματα.

Γιατί κανείς ποτέ δεν μπορεί να ελέγξει τις σκέψεις.

Καμία αυθυποβολή, κανένας αντιπερισπασμός σε σώματα ξένα, άδεια από εσένα. Καμία ηδονή σαν τη δική σου και κανένα φιλί σαν τα φιλιά σου.

Αυτή τη θέρμη της αγκαλιάς σου αναζητώ και απόψε θα στα παραδεχτώ όλα.

Γιατί απόψε, αγάπη μου, η απουσία σου με πνίγει. Κάθε μου σκέψη κύμα και με παρασέρνει όλο και πιο μακριά. Όλο και πιο κοντά σε σένα.

Και τι θα γινόταν, άραγε, αν σε συναντούσα απόψε;

Ποια δύναμη θα ένωνε τα σώματα μας και ποιες λέξεις θα ξεστόμιζαν τα χείλη μας;

Στην αρχή τα μάτια θα ήταν κλειστά. Πάντα είναι κλειστά. Έπειτα δειλά-δειλά ανοίγουν. Κρυφοκοιτάζεις μέσα από τα βλέφαρα. Κι ύστερα, διάπλατα ανοιχτά. Να ενώνονται τα βλέμματα και οι ματιές. Να βυθίζονται σε ωκεανούς.

Πολλές φορές απέφευγα τη ματιά σου. Δε τολμούσα να σε κοιτάξω στα μάτια, γιατί φοβόμουν. Είχες τόσο πολύ κοιτάξει μέσα μου, ακόμα και αν δεν το καταλάβαινες, που πίστευα, πως εάν σε κοιτάξω, έστω και για ένα δευτερόλεπτο, θα μ’ έκαιγες.

Δεν ξέρω, αν μπορείς να τ’ αντέξεις όλα αυτά που σου λέω. Αλλά, όπως σου είπα, απόψε θα στα πω όλα. Μόνο αλήθειες σήμερα, μάτια μου. Και ας είναι το τελευταίο πράγμα που θα ακούσεις από εμένα.

Κι όλα αυτά νηφάλια. Αλλά και ταυτόχρονα μεθυσμένη από το άρωμα και τ’ άγγιγμά σου. Και, ξαφνικά, υπάρχουν μέρες που ανήκουν μόνο σε σένα, γιατί αυτές είναι οι μέρες που σε βλέπω. Χρόνος ενεστώτας, γιατί έτσι νιώθω.

Απόψε, που μου λείπεις. Πού η ανάγκη να σε δω ολοένα και φουντώνει και ο πόθος μου για σένα σχοινί και με πνίγει.

Πιστεύεις, ότι το σύμπαν πολεμάει για τις ψυχές, που θέλουν να είναι μαζί; Κάποια πράγματα είναι πολύ δυνατά για να τα αποκαλέσεις συμπτώσεις. Θα τα ονομάσω, ωστόσο, καλοκουρδισμένες, ωρολογιακές βόμβες που περιμένουν να ανατιναχθούν από στιγμή σε στιγμή.

Κάπως έτσι μπήκες στη ζωή μου.

Και υπάρχουν ένα σωρό, μικρά, χαζά πράγματα που σε θυμίζουν και έχουν τρυπώσει ύπουλα στην καθημερινότητά μου. Χωρίς να το καταλάβω, εισέβαλλες στην πραγματικότητά μου. Και γιατί, παρακαλώ όλα αυτά? Επειδή τρύπωσες χωρίς να το καταλάβω, έτσι γιατί γούσταρες και εγώ σε άφησα.

Αλλά όχι, είπαμε, θα σου κάψω το σπίτι, επειδή μπορώ και στην τελική, γιατί έτσι, ίσως, και να ‘ρθεις να μείνεις μαζί μου επιτέλους.

Λοιπόν, αν με ρωτάς, πως πιστεύω ότι θα ήταν το happily ever after μας, θα σου απαντήσω, καταρχήν ότι θα ήμασταν μαζί.

Προφανώς και θα ήμασταν μαζί. Όχι, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ενδεχομένως, αν και ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρος γι’ αυτά τα πράγματα, αλλά για όσο θα διαρκούσε, θα ήταν γαμάτα!

Γιατί καυλώνω με την πάρτη σου. Σε βλέπω απέναντί μου και δε βλέπω την ώρα να μπεις μέσα μου. Με κοιτάς και αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να τραντάξει ολόκληρο το κορμί μου. Χωρίς καν να με αγγίξεις. Μόνο και μόνο στη σκέψη σου.

Σε θαυμάζω, ξέρεις. Θαυμάζω, ό,τι κάνεις. Που ασχολείσαι με χίλια δυο πράγματα. Που ψάχνεσαι. Που σ’ αρέσει να δημιουργείς.

Ναι, τώρα πια, μπορώ να το παραδεχτώ. Είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Δε ξέρω πως συνέβη αυτό. Υποθέτω, όμως, όπως γίνεται πάντα. Αναπάντεχα, από ‘κει που δεν το περιμένεις. Ε, κάπως έτσι με βρήκε και εμένα το κακό.

Και να σου πω και κάτι; Σε σένα τα βρήκα όλα. Έναν άντρα να μου αρέσει, να τον γουστάρω, να μαθαίνω από αυτόν και να γελάω. Κυρίως, να γελάω. Να ‘μαι χαρούμενη.

Αλλά βλέπεις, όλα αυτά, δεν είναι δικά μου πια. Βασικά, ποτέ δεν ήταν. Απλά, τα δανείστηκα για λίγο καιρό.

Αυτή την ευτυχία, όμως, μωρό μου, εγώ δεν την αλλάζω για λίγα κρεβάτια δανεικά. Θέλω το απόλυτό σου! Το κορμί σου, το μυαλό σου, το χρόνο σου.

Θέλω να με σκέφτεσαι και να μη μπορείς να ηρεμήσεις από τον πόθο. Να μη σε παίρνει ο ύπνος, όταν είσαι μακριά μου. Να αναρωτιέσαι τι κάνω κάθε λεπτό που δεν είμαστε μαζί. Να με διεκδικείς και να μην έχεις μάτια για καμιά άλλη.

Δε μου αρκεί ένα βράδυ. Δε μ’ αφορά να ‘ρχεσαι για λίγο και έπειτα να φεύγεις πάλι. Να μετρώ τα σημάδια σου πάνω μου, σαν τρόπαια ή σαν λάφυρα. Τα θέλω όλα πια! Θέλω να τα ζήσω όλα μαζί σου, και τα cult και τα ωραία και τα μοιραία.

Τώρα ξέρεις, λοιπόν. Εγώ ότι ήταν να σου πω, στο 'χω ήδη πει. Σειρά σου τώρα, αν μ' άκουσες, να 'ρθεις.

Και αφού, όλα τα ‘μαθες απόψε, όσα έγραψα για σένα, τα καίω στη φλόγα του κεριού μέχρι να γίνουν στάχτη, ώστε να μην υπάρχει καμία απόδειξη για το πόσο πολύ σε θέλησα αυτό το βράδυ.

Εμείς, αγάπη μου, τελειώσαμε. Βρες άλλα μάτια να παιδεύεις. Οι δρόμοι μας δεν πρόκειται να διασταυρωθούν ξανά, παρά μόνο όταν το αποφασίσω εγώ.

Πηγή: Ρillowfights

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Πέταξα ό,τι μου θύμιζε κάτι από εσένα

ΣΚΑΣΕ ΚΑΙ ΚΟΛΥΜΠΑ


Ποτέ δεν έχω πάρει το ασανσέρ, αφού μένω στον πρώτο· σήμερα είναι η πρώτη φορά. Πώς αλλιώς να κατεβάσω τα σκουπίδια, τρεις ασήκωτες μαύρες σακούλες, απ’ αυτές που κουβαλάς πτώματα; Ένα φόνο εκτελούσα στο σπίτι μου εδώ και μερικές βδομάδες, από τότε που με χώρισες –
ή «σε χώρισα», ποιος θυμάται πια. Κάθε μέρα σκότωνα κι από λίγη μνήμη και την τοποθετούσα ευλαβικά σε σκουπιδοσακούλες.

Μπαίνω στο ασανσέρ και καθώς σηκώνω το χέρι να πατήσω «Ισόγειο», βλέπω τα κλειδιά πάνω στο μπρελόκ, εκείνη τη σαγιονάρα απ’ τις καλοκαιρινές μας διακοπές. Πώς μου ξέφυγε αυτό; Με νευρικές κινήσεις απομακρύνω τα κλειδιά και τρυπάω τη μια σακούλα, για να χωρέσω άλλο ένα πτώμα.

Επιστρέφοντας στην πολυκατοικία βλέπω τη διαχειρίστρια να πλησιάζει. Ωραία, με είδε. Ξεκλειδώνω βιαστικά, ενώ εκείνη έχει φτάσει πια στα δέκα βήματα και μου μιλάει. Μπαίνω και της κλείνω την πόρτα στη μούρη. Μέσα απ’ το τζάμι τη χαζεύω που ψάχνει αμήχανα τα κλειδιά της και συγκρατούμαι μην της κάνω και καμιά χειρονομία. Νιώθω μια διαστροφική ευφορία με τη συμπεριφορά μου. Κάποτε μου είπες ότι ένα απ’ όσα ερωτεύτηκες σ’ εμένα ήταν κι οι καλοί μου τρόποι. Γι’ αυτό τους πέταξα κι έσβησα λίγη μνήμη ακόμα.

Πίσω στο σπίτι κοιτάζω το γυμνό μου διαμέρισμα. Πράγματι, το έκανα φύλλο και φτερό. Κι εσύ, βρε άνθρωπε, δεν άφησες τίποτα ανέγγιχτο.

Το βλέμμα μου σταματάει εκεί που μέχρι πρότινος βρισκόταν η καφετιέρα. Αυτή τη θρήνησα λίγο περισσότερο, καθώς αν με ρωτούσες τι είναι ευτυχία, θα σου απαντούσα ο καφές! Ύστερα ήρθαν τα πρωινά μ’ εσένα να φτιάχνεις τον καφέ μου και να έρχεσαι με την κούπα κάτω απ’ τη μύτη μου να με ξυπνήσεις. Έλεγες ότι μόνο έτσι άξιζα να ξυπνώ, με τις δύο μεγαλύτερες αγάπες μου. Μάλιστα είχες δώσει κι όνομα στην καφετιέρα μου, Τασία τη βάφτισες, απ’ την καφετζού στο χωριό σου. Μας άφησε χρόνους, λοιπόν, κι η Τασία η Καφετιέρα.

Πάνε κι οι κούπες μας. Στην περίπτωση αυτή, βέβαια, δεν είχα επιλογή, αφού μου «έπεσαν κατά λάθος». Πάνω στον τοίχο έπεσαν, αφού πρώτα εδέησα να τις πλύνω μετά απ’ τον τελευταίο καφέ, τότε που μου ανακοίνωσες ότι βγαίνεις απ’ το πλάνο μου.

Πάνε και τα ριχτάρια. Δώρο της αδερφής μου για το φοιτητικό σπίτι, με συναισθηματική αξία μετά από τόσα χρόνια. Δε βαριέσαι – παράπλευρη απώλεια. Προσπάθησα να τα σώσω, να πω την αλήθεια μου. Όμως είχαν δεχτεί τόσες φορές τα σώματά μας, ντυμένα μα κυρίως γδυτά, που ήταν χαρτί καμένο από χέρι.

Πάνε και τα σεντόνια. Δεν κατάφερα ποτέ να τα καθαρίσω απ’ το άρωμά σου. Έχω μια υποψία ότι ίσως, λέω ίσως, φταίει που κάθε βράδυ έκανα μπάνιο με το αφρόλουτρό σου. Όχι, δεν έχω αρχίσει να γίνομαι τρελή απ’ την απουσία σου. Είναι που το μάρκετ σταμάτησε ανεξήγητα να πουλάει άλλα σαπούνια. Δε ρώτησα, νομίζεις;

Παίρνω χαρτί και φτιάχνω λίστα για ψώνια. Από αύριο πρέπει ν’ αρχίσω να ντύνω το σπίτι απ’ το μηδέν. Μόλις την ολοκληρώνω, τη σκίζω στα δύο. Με πείραζες που μου άρεσε να φτιάχνω λίστες για τα πάντα και να καταστρώνω προγράμματα. Γι’ αυτό έχω σταματήσει πια να είμαι συνεπής· ετούτη υπήρξε απλώς μια στιγμή αδυναμίας που ξανακύλησα. Έτσι, τον τελευταίο καιρό ξεχνάω επαγγελματικές συναντήσεις, ξεχνάω λογαριασμούς απλήρωτους, ξεχνάω τη χλωρίνη απ’ το μάρκετ, ξεχνάω εσένα.

Τώρα που τέλειωσα τις υποχρεώσεις της μέρας, πέφτω μπρούμυτα στο χωρίς σεντόνια στρώμα και ψάχνω ταινία να περάσω το βράδυ. Προσπερνάω το «Ημερολόγιο», το «Υ.Γ. Σ’ αγαπώ» κι άλλες τέτοιες γλυκανάλατες παπαριές – λάτρευα να τις βλέπω μαζί σου κι εσύ να παίζεις με τα χείλη σου πάνω στ’ αυτί μου, μετά στο λαιμό μου, μετά στα μαλλιά μου. Σταματάω σε κάποιον «Εξορκιστή», δελεαστική επιλογή για απόψε. Σε άλλη περίπτωση δε θα την έβλεπα με καμία δύναμη, όμως τελευταία το ‘χω γυρίσει στα θρίλερ, καθώς είναι το μοναδικό είδος που δεν είχαμε δει παρέα. Έτσι, τη νύχτα που θα πετάγομαι στον ύπνο μου, δε θα ‘χω τη θύμηση απ’ τα χέρια σου κάτω απ’ το στήθος μου και τα λόγια σου στο μυαλό μου «κοιμήσου, σε κρατάω».

Άυπνη είχα μείνει απ’ την ταραχή μου και μερικά βράδια πριν. Γύριζα σπίτι, όταν στη γωνία του δρόμου με πέτυχε το αδέσποτο γατί της γειτονιάς. Το αγαπούσα, το άτιμο, γιατί ήταν ξεχωριστά όμορφο μ’ ένα μάτι πράσινο και τ’ άλλο μπλε. Συνήθιζα να το ταΐζω, ενώ εσύ αποτραβιόσουν γκρινιάζοντας κάτι για τρίχες. Ώσπου μια μέρα σου τρίφτηκε, σου ‘ριξε τη δίχρωμη ματιά του κι αυτό ήταν, συνεννοηθήκατε! Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, μπλέχτηκε στα πόδια μου ζητώντας φαγητό ή χάδι. Είχε μάθει ν’ αποδέχεται ό,τι απ’ τα δυο είχες να του δώσεις. Κι εγώ του έδωσα κλοτσιά. Το ξέκανα, το ζωντανό, αφού εξαφανίστηκε κουτσαίνοντας. Γύρισε μόνο μια φορά και μου νιαούρισε ένα «δε σ’ αναγνωρίζω».

Το δυσκολότερο είναι που δεν έχω κανέναν να μιλήσω για τις αλλαγές μέσα μου. Για μένα οι φίλοι ήταν αδέρφια. Όταν σε γνώρισα, σε πέρασαν από Ιερά Εξέταση. Όταν σ’ ερωτεύτηκα, σ’ έβαλαν στην οικογένεια σαν δικό τους. Όταν έφυγες, ήθελαν να σε βρουν και να σου σπάσουν τα πόδια. Αλλά εξαφανίστηκες. Μετά εξαφανίστηκα κι εγώ. Τους βλέπω σπάνια πια, ενώ τις υπόλοιπες φορές «πνίγομαι στη δουλειά». Μετά κλείνω φώτα και κουρτίνες, γιατί ξέρω ότι όλο και κάποιος θα περάσει από εδώ να τσεκάρει. Είναι βέβαιοι ότι τους κοροϊδεύω, τουλάχιστον ας μην το κάνω τόσο προφανές.

Όσες φορές πάλι καταφέρνουν να με βγάλουν απ’ το σπίτι για ένα ποτό, μετά από καμιά ώρα τους παρατάω χωρίς περιστροφές και κατευθύνομαι προς τον εκάστοτε στόχο. Του δίνω πρώτη τ’ όνομά μου, για να εξασφαλίσω ότι θ’ αντιληφθεί την «ευκολία» μου. Έπειτα ρίχνω μαλλί πίσω, χαϊδεύω λαιμό, μορφάζω σ’ ένα (ας πούμε) χαμόγελο, τον αγγίζω διακριτικά αλλά συχνά – ακολουθώ κατά γράμμα το εγχειρίδιο ζευγαρώματος. Όταν η όλη φάση έχει πια δρομολογηθεί, ανοίγω ελαφρώς τα πόδια και παρατηρώ το μήλο στο λαιμό του ν’ ανεβοκατεβαίνει προδίδοντας ότι μήνυμα ελήφθη. Σε δευτερόλεπτα το χέρι του βρίσκεται στο γόνατό μου κι ανεβαίνει το εσωτερικό του μηρού μου. Φτάνει στον προορισμό κι όταν δε συναντά αντιστάσεις, κάνω ρουά ματ. Πάντα πιάνει να μη φοράς εσώρουχο. Βάζει μπουφάν, πληρώνει ποτό, βρισκόμαστε σώμα με σώμα με συνοπτικές διαδικασίες.

Δε γελιέμαι ότι έτσι θα μπορέσω να ικανοποιήσω την ανάγκη μου· αυτή έχει τ’ όνομά σου. Εκείνο που προσπαθώ είναι να ξεχάσω ότι κάθε φορά που με πήγαινες ως το τέρμα, με σημάδευες με δύο λέξεις: «Δικιά μου». Μετά έφυγες κι άρχισα να ρωτάω επίδοξους μνηστήρες – ποιανού είμαι τώρα;

Δεν ανήκω σ’ εμένα και δεν είμαι εγώ. Γι’ αυτό κάθε στιγμή που περνάω με τον ξένο εαυτό, τα μέσα μου κλοτσάνε στους κόντρα ρόλους. Το μεγάλο fail είναι που δεν μπορώ να σε κατηγορήσω για την προσωπική μου επιλογή ν’ αλλάξω, για να πάψω να θυμάμαι.

Οπότε, σκάσε και κολύμπα έτσι που τα έκανες, μαλάκα εαυτέ.

Μέχρι τη μέρα που θα χτυπήσω το κουδούνι, θα μου ανοίξω και θα γυρίσω ξανά σ’ εμένα.

Πηγή:Pillowfights

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Το hangover του έρωτα



Ξέρεις, είναι τρομακτικό να μην νιώθω απολύτως τίποτα για εσένα πια. Είναι σαν να βρίσκεσαι στην πιο φαντασμαγορική συναυλία της αγαπημένης σου μπάντας, να απέχεις ένα βήμα απο την σκηνή, να νοιώθεις ολη την έξαψη, τον ενθουσιασμό, να έχεις τόση υπερένταση που καθετί σου προκαλεί ρίγος, να φωνάζεις, να ουρλιάζεις απο την χαρά σου, να τραγουδάς οσο πιο δυνατά μπορείς, να χοροπηδάς κρατώντας το ρυθμό, και ξαφνικά black out..
Ξυπνάς το επόμενο πρωί και δεν εχει μένει τίποτα-ούτε κόσμος, ούτε συγκρότημα, ούτε μουσική, ούτε πάθος-τίποτα απολύτως. Κοιτάς γύρω σου και παρατηρείς πεταμένα μπουκάλια μπύρας και σκουπίδια. Το κεφάλι σου είναι ένα χάος ενας τρομερός πονοκέφαλος είναι το μόνο που απέμεινε να θυμίζει την χθεσινοβραδινή σου ευτυχία. Τίποτε δεν θυμίζει εσένα τον ίδιο πια, γιατί οσο κι να προσπαθείς να ανακτήσεις στη μνήμη σου εκείνες τις στιγμές, δεν μπορείς να τις ξαναζήσεις. Δεν είναι το ίδιο. Κάπως έτσι είναι να μην νιώθω τίποτα για εσενα πια.

( via dark-paradise-01 )

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

For the love of a daughter

EDITORIAL

"Ο μόνος άντρας που δεν θα με πληγώσει ποτέ είναι ο μπαμπάς μου"
Λάθος πρώτο.
Στη δική μου ζωή αυτό ήταν η αρχή του τέλους.

Κατά καιρούς έχω γράψει σε αναρτήσεις μικρές αναφορές για ένα από τα άσχημα γεγονότα που με σχημάτισε ως προσωπικότητα και -σε μεγάλο βαθμό- κατέστρεψε λίγο παραπάνω την ήδη σακατεμένη μου ύπαρξη. Λένε πως η σημαντικότερη σχέση στη ζωή μιας γυναίκας είναι εκείνη που έχει με τον πατέρα της. Εκείνος είναι ο άντρας της ζωής της, ο προστάτης της σ' αυτόν τον κακό και άδικο κόσμο. 

Τι γίνεται όμως όταν ο άνθρωπος που θα έπρεπε να σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάτια σου είναι ο ίδιος που τα προκαλεί;

Οι περισσότερες ιστορίες απόντων πατεράδων και έκπτωτων ειδώλων ξεκινούν από την παιδική ηλικία. Η δική μου ιστορία, ωστόσο, ακόμη και σ' αυτό πρωτοτύπησε. 

Για 18 χρόνια είχα έναν "μπαμπά" και εν μία νυκτί έγινε απλά "πατέρας". 

Δεν ήταν τέλειος, το αντίθετο μάλιστα είχε κάνει λάθη ένα σωρό κι πολλούς λόγους να τον αντιπαθώ, αλλά ήταν ο μπαμπάς μου. 

Θέλω να γράψω ότι για 18 χρόνια ζούσα ένα ψέμα, μα η τραγική αλήθεια είναι πως εθελοτυφλούσα. Ήξερα. Κατά βάθος, ήξερα.. Έπρεπε, όμως, να του δώσω μια αφορμή να μου δείξει τον πραγματικό του εαυτό ή πιο σωστά να μου τον δείξει σε τέτοιο βαθμό ώστε να το συνειδητοποιήσω.

Ηλίθια. Ναι, αυτό ήμουν. Όλη μου τη ζωή περηφανευόμουν για το πόσο καλά "διάβαζα" τους ανθρώπους. Αλλά τα όσα "διάβασα" για εκείνον ήταν για μένα περιττά. Δεν ήθελα να τα πιστέψω και πολύ πιθανόν, αν δε μου δινόταν η αφορμή, αν δε στρεφόταν ο σαθρός του χαρακτήρας εναντίον μου, ακόμη να μην τα πίστευα.

Δόξα τω Θεώ, αυτή δεν είναι άλλη μια ιστορία ενδοοικογενειακής βίας και άλλων αποτρόπαιων πράξεων. Είναι μια αληθινή οικογενειακή ιστορία, που έχει συμβεί ουκ ολίγες φορές σε πολλούς άλλους ανθρώπους ανά τον κόσμο. 


Είναι η θλιβερή συνειδητοποίηση της πραγματικότητας ότι σ' αυτόν τον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι που είναι αίμα σου, αλλά δεν θα γίνουν ποτέ η οικογένειά σου.

Σημαντικό ρόλο στη στάση μου έπαιξε, πιστεύω, το διαζύγιο των γονιών μου, όταν ήμουν 13ων ετών. Ένα παιδί χωρισμένων γονιών -και δη ένα κορίτσι- τείνει να εξιδανικεύσει τον γονέα που λείπει από το σπίτι, ο οποίος είναι κατά 90% ο πατέρας. Ίσως φταίει η απόσταση, ίσως η έλλειψη καθημερινών τριβών, αλλά ο απών από το σπίτι γονέας ξαφνικά αποκτά μια νέα αίγλη.

Ακόμη κι αν είναι εκείνος που φταίει για τη νέα κατάσταση, δεν θα τον κατηγορήσεις ποτέ. Δεν θα δεχτείς να μιλήσει κανένας για εκείνος αρνητικά ή υποτιμητικά, ακόμη κι αν είναι όλα αληθινά. Το κυριότερο δεν θα πιστέψει τίποτα που δεν θέλεις να πιστέψεις για εκείνον, ακόμη κι αν ήδη τα γνωρίζεις με σιγουριά.

Ξαφνικά η κρίση σου θολώνει και ο γονέας αυτό αποκτά το αλάθητο του πάπα. Ό,τι κι έκανε έχει δίκιο, κι αν είχε άδικο δικαίως το είχε. Κι αν η πράξη του είναι αδικαιολόγητη; Απλούστατο. Είναι κακόηθες ψέμα που σκοπό έχει μόνο να ρίξει τον "μπαμπά" σου στα μάτια σου.

Έτσι κυλούσε και η δική μου ζωή, μέχρι τα 18 μου χρόνια. Ως παιδί του χειμώνα ενηλικιώθηκα αφότου έφυγα στην Κομοτηνή για σπουδές. 
Η ιστορία που ακολουθεί με πολύ μικρά γράμματα οφείλεται στο γεγονός ότι δεν νιώθω άνετα να εξιστορώ αυτά τα συμβάντα, ωστόσο ένιωθα την ανάγκη να τα γράψω με κάποιο τρόπο.

Τα πρώτα σημάδια της μετέπειτα κρίσης στη σχέση μας διαφάνηκαν από τον Σεπτέμβρη ακόμη, στη μετακόμισή μου, όταν -πριν την οικονομική κρίση- προσπαθούσε να κάνει περικοπές στο όνειρό μου για το φοιτητικό μου σπίτι. Κι ήταν τόσο το πείσμα μου εν τέλει, που σταμάτησα να το διαπραγματεύομαι μαζί του κι έστησα όλο μου το σπιτικό από το μηδέν με την οικονομική αρωγή της μητέρας μου και μόνο. Κι ήταν τόση η ξεδιαντροπιά του, που δεν ντράπηκε καν ώστε να προσφέρει έστω ένα ευρώ για να βοηθήσει. 

Κι όμως, δεν έδωσα σημασία. Το θεώρησα μια στενοκεφαλιά και το προσπέρασα έτσι. Και για να είμαι ειλικρινής, ακόμη και τώρα, τόσο καιρό που έχουν χαλάσει οι σχέσεις μας, ακόμη δεν με νοιάζει.

Το μετέπειτα ήταν που με διέλυσε.

Δεκέμβριος 2009. Ετών 18. Επιτέλους.
Πού να 'ξερα ότι με το που θα γινόμουν πολίτης του κόσμου θα έσπαγε το αυγό του φιδιού και από εκεί θα ξεχύνονταν όλα τα οικογενειακά δεινά που με περίμεναν στη γωνία;

Ως ενήλικη φοιτήτρια και παιδί χωρισμένων γονιών, έπρεπε εγώ πλέον να κινήσω τις διαδικασίες και να κάνω αγωγή στον πατέρα μου για διατροφή. Μην φανταστείτε κάτι εχθρικό. Μια τυπική διαδικασία, που θα ανανέωνε την υποχρέωση που είχε ήδη απέναντι μου εδώ και αρκετά χρόνια.

Θυμηθείτε αυτή τη στιγμή. Εκείνη ήταν η μέρα που έχασα τον πατέρα μου για πάντα.

Η αντίδρασή του ξεκίνησε ως ψυχολογικός εκβιασμός απέναντί μου από το τηλέφωνο. Πίστευε ότι μπορούσε να με μεταπείσει, ότι θα τον λυπόμουν, όπως έκανα όταν ήμουν μικρή και θα το σταματούσα εκεί. Μολαταύτα, ο ψυχολογικός αυτό πόλεμος είχε αντίθετο αποτέλεσμα. Για πρώτη φορά θύμωσα πραγματικά μαζί του για τον τρόπο που μου φέρθηκε κι έθεσα τελεσίγραφο: ή θα λύναμε το θέμα "φιλικά" με μια τυπική διαδικασία ή θα προχωρούσα δικαστικά. Πίστεψα ότι θα συμμορφωνόταν και θα λύναμε το ζήτημα αυτό -ένα τυπικό ξαναλέω ζήτημα- σαν πολιτισμένοι άνθρωποι.
Δεύτερο λάθος.

Και τότε έπραξε το ανήκουστο. Όταν του τηλεφώνησε ο δικηγόρος μου, του μίλησε για μένα με τα χειρότερα λόγια. Με αποκάλεσε αχάριστη, εγωίστρια, ότι τον βλέπω μόνο σαν πορτοφόλι κ.ο.κ. Αυτό ήταν. Εκείνη την ημέρα σταμάτησαν και οι διεκδικήσεις μου για τη διατροφή που κανονικά δικαιούμουν. Από εκείνη τη μέρα ποτέ ξανά δεν δέχτηκα χρήματα από αυτόν τον άνθρωπο. Από εκεινη τη μέρα ποτέ ξανά δεν καταδέχτηκα να πάω να τον συναντήσω. Πού ακούστηκε πατέρας να μιλάει για το -μονάκριβο- παιδί του με τέτοια αισχρά λόγια σ' έναν ουσιαστικά ξένο άνθρωπο;

Θα έλεγε κανείς ότι αυτό ήταν το τέλος των διπλωματικών μας σχέσεων, αλλά όχι. 
Γιατί ήμουν τόσο θύμα, που παρά την προσβολή στο πρόσωπό μου -για την οποία παρεμπιπτόντως ποτέ δεν μου ζήτησε συγγνώμη- και παρά το -γνωστό σε μένα- ποιόν του, έκανα το λάθος να του δώσω ακόμα μία ευκαιρία, γιατί είναι ο πατέρας κου.
Τρίτο λάθος.

Λίγο καιρό μετά, κι ενώ έχω αφήσει το δυσάρεστο συμβάν πίσω μου, μαλώνουμε -όπως όλοι οι άνθρωποι. Όχι κάτι σπουδαίο, μια απλή διαφωνία. Για έναν ηλίθιο λόγο. Και χωρίς να ντρέπεται μου στέλνει μήνυμα στο κινητό μου αποκαλώντας με αχάριστη κι ότι μόνο να τον εκμεταλλεύομαι ξέρω.

Εκείνη ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ξαφνικά, σαν να βρήκα την όρασή μου ξανά, μετά από 18 χρόνια, όλα τα λάθη του παρελθόντος διαγράφηκαν ξεκάθαρα στα μάτια μου. Όλα του τα ψέμματα κι όλες του οι άσχημες πράξεις παρέλαυναν μπροστά μου, φωνάζοντάς μου για την ηλιθιότητα μου τόσα χρόνια, που δεν ήθελα να πιστέψω κάτι τόσο εξόφθαλμο. Που δεν ήθελα να κατηγορήσω τον "μπαμπά" μου, ενώ εκείνος στην πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ ο μπαμπάς μου. Ήταν μόνο κάποιος που έτυχε απλά να μοιραζόμαστε το ίδιο αίμα.
Δεν μου άνηκε ποτέ, ήταν ένα φθαρμένο ρούχο, δανεικό..

Ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Κι εγώ έκανα το λάθος να πιστεύω ότι με το να του δίνω ευκαιρίες θα άλλαζε και θα σταματούσε να με πληγώνει. 
Παρόλο που την πρώτη φορά που με πλήγωσε ήμουν αγέννητη κι εκείνος οδηγούσε επικίνδυνα για να κάνει τη μητέρα μου να αποβάλλει. Άκυρο. Δεν είμαι ακόμη έτοιμη να μιλήσω γι' αυτό. Μάλλον δεν θα'μαι ποτέ...

Το χειρότερο όλων ήταν ότι παρ' όλα όσα μεσολάβησαν και το κακό που μου έκανε, συνέχισε να διατείνεται στον κύκλο του πως κάνει για μένα ό,τι μπορεί κι ότι είναι δίπλα μου και πως νοιάζεται μονάχα για το καλό μου -λες και δεν είχε συμβεί τίποτα!
Χωρίς ντροπή, χωρίς συνείδηση, συνέχισε να διεκδικεί το βραβείο του πατέρα της χρονιάς κι εγώ ήμουν τέτοιο θύμα που τον άφηνα..

Θύμα... Αυτό ήμουν απέναντι του όλη μου τη ζωή. Μη στεναχωρηθεί, μην παρεξηγηθεί, προς Θεού μην του μιλήσω απότομα! 

Το χειρότερο είναι πως είμαι ακόμη θύμα. 

Παρά τα όσα μου έκανε, παρά τον πόνο που έχω βιώσει εξαιτίας του είμαι τέτοιο θύμα που συμπεριφέρομαι στον εαυτό μου λες και το αξίζω. Είμαι τέτοιο θύμα που έχω κάνει τον εαυτό μου να πιστεύει ότι δεν μου αξίζει να αγαπηθώ, ότι -να! δες!- δεν μου άξιζε καν η αγάπη του πατέρα μου. Ότι εγώ φταίω που στερήθηκα κάτι το αυτονόητο για άλλα κορίτσια. Τόσο θύμα που δεν θα το ξεπεράσω αυτό το πλήγμα ποτέ -ό,τι κι αν λέω, ό,τι κι αν κάνω, όσο κι αν κοροϊδεύω τους πάντες ότι δεν με επηρεάζει, ακόμη με επηρεάζει. Ακόμη με πονάει. 

Γιατί το κάνω αυτό στον εαυτό μου;

Είναι τόσο δύσκολο να με αγαπήσω ή μου το έκανε αυτός; 
Το χειρότερο είναι ότι δεν αφήνω και κανέναν άλλον να με αγαπήσει. 

Δυο λέξεις στοιχειώνουν το μυαλό μου τον τελευταίο καιρό: daddy issues. Κάποτε γελούσα με αυτόν τον όρο. Πίστευα ότι είναι ένα ανούσιο γλωσσικό δάνειο από την αγγλική, κλεμμένο από στήλες γυναικείων περιοδικών και ρομαντικές κομεντί. Άργησα να καταλάβω ότι είναι πραγματικότητα, ότι το ίδιο συμβαίνει και σε μένα. Κι είμαι καταδικασμένη να ζήσω υπό το βάρος του.

Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τα daddy issues είναι η τάση των γυναικών να ερωτεύονται άντρες που τους θυμίζουν τον πατέρα τους, αυτό που η ψυχολογία -με πρωτοπόρο τον Φρόιντ- ονομάζει "σύμπλεγμα της Ηλέκτρας". Ως επί το πλείστον έτσι είναι, οι περισσότερες καταστάσεις είναι τόσο ανώδυνες που συνίστανται απλά στο να έλκεσαι από συγκεκριμένο τύπο άντρα. Το πρόβλημα αρχίζει να παρουσιάζεται όταν η σχέση πατέρα και κόρης είναι προβληματική και συνεπώς το μοντέλο αυτό του συμπλέγματος της Ηλέκτρας παίρνει νέα τροπή.

Τι γίνεται, λοιπόν, όταν ο "άντρας της ζωής σου" σε πληγώνει ανεπανόρθωτα; Όπως είναι αναμενόμενο, μια εμπειρία σαν αυτή σε κάνει κομμάτια.. Σε διαλύει σε κάθε επίπεδο, σε κάθε τομέα της ζωή σου, κυρίως δε στον ερωτικό. Όταν δεν μπορείς να εμπιστευτείς τον πατέρα σου πώς θα εμπιστευτείς τον κάθε ξένο που μπαίνει στη ζωή σου; Πώς θα ανοιχτείς; Πώς θα δώσεις μια ευκαιρία; Πώς θα πιστέψεις ότι αξίζεις να αγαπηθείς; Πώς θα διεκδικήσεις μια θέση στη δική του ζωή;

Και τότε γίνεσαι αυτοκαταστροφική...

Ποιος ο λόγος να προσπαθήσω να τον κερδίσω; Αφού στο τέλος θα φύγει κι αυτός.
Ποιος ο λόγος να τον εμπιστευτώ; Αφού στο τέλος θα με προδώσει κι αυτός.
Ποιος ο λόγος να ανοίξω την καρδιά μου; Αφού στο τέλος θα με πληγώσει κι αυτός.
Ποιος ο λόγος να του δείξω τα συναισθήματά μου; Αφού θα τα εκμεταλλευτεί κι αυτός.
Ποιος ο λόγος να αγαπήσω; Αφού δεν θα αγαπηθώ ποτέ.

Κι είσαι τόσο θύμα που θα συνεχίσεις να πιστεύεις ότι σου αξίζει αυτή η ζωή...



Είμαι τόσο θύμα που παρόλο που τον αποφεύγω, ακόμη λυγίζω και εν τέλει σηκώνω το τηλέφωνο κάποιες φορές. Ακόμη τον αφήνω να μου εύχεται σε γενέθλια, γιορτές, Χριστούγεννα και Πάσχα. Ακόμη τον αφήνω να μου λέει με θέρμη πόσο στεναχωριέται όταν με παίρνει τηλέφωνο και δεν με βρίσκει επειδή δεν το σηκώνω. Ακόμη τον αφήνω να μου λέει ότι με αγαπάει και του λείπω, ενώ ταυτόχρονα νιώθω πως θέλω να ξεριζώσω τα μαλλιά μου και να ξεσκίσω τη σάρκα από το στήθος μου. Απ' τη μία μου χαλάει τη μέρα να ακούω τη φωνή του, κι απ' την άλλη δεν μου πάει η καρδιά να μην το σηκώσω τέτοια μέρα. Να μην του ανταπαντήσω στην ευχή που μου είπε. 


Ένα "Χρόνια Πολλά" το λες και στον εχθρό σου, σωστά; Λάθος. Ο εχθρός μου δεν με πλήγωσε ποτέ όσο αυτός.

Ώρες-ώρες σκέφτομαι την κατάσταση και απορώ με τον εαυτό μου. Είμαι τόσο μαλάκας που στ' αλήθεια δεν θέλω να τον κακοκαρδίσω ή είμαι τόσο θύμα που φοβάμαι μήπως παρεξηγηθεί πάλι και σύρει για μένα ξανά πίσω από την πλάτη μου τα εξ αμάξης; Κι αν είναι αυτό, γιατί με νοιάζει τόσο; Φοβάμαι ότι θα τον πιστέψουν; Όχι, δεν είναι αυτό. Μέχρι κι οι συγγενείς του τον πήρανε χαμπάρι(όχι ότι εκείνοι είναι καλύτεροι, μα τέλος πάντων). 

Είναι δυνατόν μετά από τόσα που μου έκανε να με νοιάζει τι θα πει και τι σκεφτεί για μένα; Είναι δυνατόν να τρέφω ακόμη αισθήματα για αυτόν τον άνθρωπο, που μου συμπεριφέρθηκε λες κι ήμουν ένα σκουπίδι, ένα απόβρασμα της κοινωνίας; Είναι δυνατόν να είμαι τόσο μαλάκας; 

Κι όμως είναι. Ακόμη τον αγαπώ κατά βάθος ή, έστω, αγαπώ την ανάμνηση του από τις όμορφες μέρες. Ταυτόχρονα, όμως, τον μισώ. Όχι επειδή μου συμπεριφέρθηκε άσχημα. Υπό άλλες συνθήκες, αν ήταν ένας ξένος, θα μπορούσα να ξεχάσω όσα έκανε και όσα είπε. Γιατί καμία λέξη και καμία πράξη δεν μπορεί να αγγίξει το κακό που μου έκανε στην πραγματικότητα. Αυτόν τον άνθρωπο τον μισώ γιατί μου έκλεψε τον μπαμπά μου. Τον πήρε άκαρδα από τη ζωή μου. Δεν μου λείπει η παρουσία του, μου λείπει η ανάμνηση, η ζεστασιά και η ασφάλεια που ένιωθα κοντά του. Ό,τι κι αν ήταν, όσο κι αν δεν το άξιζε, ήταν ο μπαμπάς μου. Και τον αγαπούσα. Διόρθωση. Ακόμη τον αγαπάω. Και μου λείπει. Και τον μισώ. Γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ο μπαμπάς μου. Είναι ένας άντρας που έτυχε να είναι ο πατέρας μου.


Από δικαιολογίες χόρτασα,
κι από εκείνα που χρειάζομαι με έχεις αφήσει κενή...

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Ανοίξαμε και δε σας περιμένουμε

Στήλη: Χωρίς Μάσκα 
της Αγγελική Μαρμαγκιώλη


Πήρε το μάτι μου προχτές στο facebook, ένα post που μου κίνησε την περιέργεια. 
«Ήρθες για να μείνεις ή θα φύγεις; Να κάνω καφέ ή όνειρα;» 

Και μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα του ξενοδοχοϋπαλλήλου που όταν φτάνεις στο ξενοδοχείο και ζητάς δωμάτιο, σε ρωτάει με εκείνο το πλατύ χαμόγελο «πόσες μέρες θα μείνετε;» 

Και στη ζωή, το ίδιο δε συμβαίνει; 
Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν όποτε τους κάνει κέφι, απρόσκλητοι, κουβαλάνε μαζί τους τις αποσκευές τους εισβάλλοντάς στην ηρεμία μας απροειδοποίητα, με μοναδικό σκοπό να βρουν ένα προσωρινό καταφύγιο και γρήγορα εξαφανίζονται εξίσου ξαφνικά

Και ποιος δεν το 'χει κάνει; 
Εσύ, εγώ, ο απέναντι. Όλοι μας. 
Το μυστικό όμως, βρίσκεται στην ευθύνη. 
Την ευθύνη της φυγής. 
Να την παραδεχτείς, να την φωνάξεις, να μην την καταλογίσεις στην ανεπάρκεια του άλλου. 
Να μην κάνεις την ανικανότητά σου, δική του

Ξενοδοχείο «Η καλή καρδιά», σου δίνω το κλειδί για το καλύτερο δωμάτιο. 
Penthouse, με θέα, εικοσιτετράωρο room service, και ό,τι ζητήσεις, είμαι πάντα εκεί έτοιμη να ικανοποιήσω τις ανάγκες σου και ας μη μου δώσεις φιλοδώρημα. 
Και έμεινες λίγο καιρό, απόλαυσες τις υπηρεσίες που σου προσφέραμε και ξαφνικά έφυγες χωρίς καν να πληρώσεις το λογαριασμό. 
Κάτσε ρε φίλε, που πας; 
Δε σου έμαθε κάνεις, πως οι ζημιές πληρώνονται
Φταίω και εγώ που δε ρώτησα πόσο καιρό σκοπεύεις να διαμείνεις, τσούρμο όμως οι αποσκευές σου, που να πάει το μυαλό μου; 
Μου πήρε λίγο καιρό να καταλάβω, ότι αυτές σου οι βαλίτσες ήταν βάρος που σε καθυστερούσαν, σε πήγαιναν πίσω και εσύ έψαχνες απλώς κάπου να τις φορτώσεις

Και κάπως έτσι κλείστηκα και εγώ. 
Το συγύρισα το δωμάτιο, το γυάλισα, το έβαψα και στο τέλος το κλείδωσα. 
Κλειδιά κανείς δεν πήρε. 
Από τότε, όποιος επισκέπτης έρχεται, ρωτάω πάντα τις μέρες διαμονής.
Ελεγχω τις βαλίτσες. Όποτε βλέπω πολλές, τους στέλνω πίσω. 
Κρεμάω μάλιστα και πλακάτ που τους ενημερώνει ότι είμαστε πλήρεις. 

Κακούς πελάτες στο ξενοδοχείο μου, δε θέλω πια. 
Λίγους και σταθερούς θέλω. 
Που κουβαλάνε σκέτο όνειρα και όχι απωθημένα. 
Που θα εκτιμήσουν τις παροχές και θα προσφέρουν και εκείνοι. 
Που ακόμη όμως και αν αποφασίσουν να φύγουν, δε θα το κάνουν σαν κλέφτες. 
Δε 'θα είναι κλέφτες

Αν όμως κατορθώσεις να με πείσεις πώς αξίζει να έχεις και εσύ ένα δωμάτιο, να ξέρεις θα σου δώσω το καλύτερο. 
Εκείνο που έχω ντύσει με χρώματα, που μυρίζει λεμονιά, που η μουσική του σε ταξιδεύει, που δε θα 'θες να αλλάξεις με κανένα.

Πηγή: PILLOW FIGHTS
Copyright © pillowfights.gr

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Στο πρώτο χτύπημα...

Δε σας το έχω πει ποτέ, αλλά μισώ τα τηλέφωνα.
Ναι, είναι ωραίο το τηλεφωνικό κουτσομπολιό, τα sms με το πρόσωπο, τις αναπάντητες που κάποτε σήμαιναν για εμάς "σε σκέφτομαι", το ίντερνετ, το twitter, τα check in στο facebook, τα τραγούδια, τις εικόνες, τις εφαρμογές στο i-phone, τα angry birds...
Αυτό που μισώ όμως πραγματικά είναι όταν χτυπάει ένα βράδυ στα ξαφνικά. Ο ήχος -θαρρείς επίτηδες- βγαίνει πιο βραχνός. Ποτέ δεν είναι για καλό. Μόνο που ακούω το τηλεφώνημα εν τω μέσω της νυκτός ένα κακό προαίσθημα με πλημμυρίζει. Ποτέ δεν πέφτω έξω. Και πάντα έχει τη ίδια κατάληξη. Άσχημα, νέα, κλάματα, φωνές, υστερίες, απειλές, παραλήρημα κι εσύ να προσπαθείς να μαζέψεις τ' ασυμμάζευτα. Ω ναι. Πάντα.
Γι' αυτό κι εγώ μισώ τα τηλέφωνα.



Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

"Ηρέμα χρήσθαι"

Να φροντίζεις, δηλαδή, να μην εκνευρίζεσαι είπε ο Χείλων ο Λακεδαιμόνιος περί το 500 π.Χ.

Εύκολο να το λες κυρ-Χείλε μου, δύσκολο να το κάνεις.. Δηλαδή, εσύ θες να το κάνεις, προσπαθείς πολύ και πάνω που ηρεμείς γαμιέται ο Δίας κι όλο το σύμπαν μαζί για να σπάσουν τα δικά σου τα νεύρα. Όλοι και όλες γύρω σου τραβάνε κάποιο ζόρι, κι όλες οι επίδοξες drama queens παραληρούν. Οκ, δεν είστε εγωίστριες να βάλετε μόνες σας ένα τέλος, αλλά συνέλθετε λίγο. Δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου. For crying out loud, υπάρχουν και χειρότερα! Για την ακρίβεια υπάρχουν και πολύ χειρότερα.. Αντί να λέτε πάλι καλά που έχουμε την υγειά μας, θέλετε να βάλετε και τέλος στη ζωή σας. Αντί να χαίρεστε που έχετε μια οικογένεια που σας αγαπάει, λέτε πως είστε μόνοι. Αντί να ευχαριστείτε την τύχη σας που υπάρχουν άτομα στη ζωή σας νοιάζονται για εσάς, φωνάζετε πως δεν έχετε τίποτα να στηριχθείτε. Αντί να σκεφτείτε όλους αυτούς που δε θα δουν το επόμενο πρωινό, φωνάζετε πως η ζωή σας τελείωσε εδώ. Ε συγγνώμη, αλλά είστε άξιες της μοίρας σας. Αυτό και τίποτα άλλο. Γιατί κλαίτε και χτυπιέστε και ουρλιάζετε χωρίς να είστε διατεθειμένες να κάνετε τίποτα γι' αυτό; Ναι, κι εγώ έχω περάσει κατάθλιψη -κι είχε κρατήσει 2 χρόνια περίπου- αλλά εν τέλει βρήκα δύναμη. Κι εγώ έπεσα πολλά βράδια για ύπνο ελπίζοντας να μην ξυπνήσω το επόμενο πρωί. Αλλά ούτε μια φορά αποφάσισα να κάνω εγώ η ίδια κάτι τέτοιο. Κι αν η σκέψη πέρασε απ' το μυαλό μου αρκετές φορές, κατευθείαν συλλογίστηκα τον πόνο. Όχι τον δικό μου, των άλλων. Τον πόνο που θα ένιωθαν οι δικοί μου αν βρίσκονταν σε αυτή τη θέση. Απ' την άλλη, τούτες τις σκοτεινές σκέψεις δεν τις έμαθε κανείς, παρά μόνο η νύχτα, στην οποία ψιθύρισα τον πόνο μου. Στο τέλος, όμως, τα κατάφερα. Κι όταν ξέφυγα δεν κοίταξα πίσω. Μα όταν με βάζουν σε αυτή τη διαδικασία, με γυρίζουν εκεί. Σαν deja vu, νιώθω ξανά εκείνο το συναίσθημα. Γιατί; Οκ, δεν είναι όλοι ίδιοι, μα γιατί η δική μου ηρεμία πρέπει να εξαρτάται απ' τη δική σας ευτυχία; Φυσικά δεν θα είμαι χαρούμενη με τον πόνο σας -το αντίθετο μάλιστα- αλλά γιατί πρέπει να είμαι στην τσίτα γιατί θα κάνετε καμιά τρέλα, θα θελήσετε να δώσετε τέλος στη ζωή σας ή θα πάθετε πάλι κανένα εγκεφαλικό; Γιατί; Ναι, είμαι εγωίστρια αυτή τη στιγμή. Γιατί με κάνει έξαλλη να σας ακούω έτσι -πιο πολύ ακόμη κι απ' το ίδιο το γεγονός που σας έφερε σε αυτή την κατάσταση. Γιατί δε μπορεί να είστε ΤΟΣΟ -συγγνώμη για τη λέξη- ηλίθιες. Γιατί χάρη στις δικές σας τρέλες πήγα να πέσω πάλι σε κατάθλιψη το καλοκαίρι. Κι όμως.. Πάλι το ξεπέρασα. Πάλι βρήκα δύναμη μέσα μου. Πάλι σηκώθηκα. Πάλι βρήκα κάτι που μ' έκανε αισιόδοξη ξανά. Πάλι ρε γαμώτο τα κατάφερα. Πάλι. Γιατί δε μπορείτε εσείς; Μη με παρεξηγείτε, δεν μ' εκνευρίζει ο πόνος ή η θλίψη σας -λογικό κι αναμενόμενο- οι βλακείες περί θανάτου, τα τραγικά ξεσπάσματα και τα παιδιάστικα κολλήματα είναι που με φτάνουν σ' αυτό το σημείο. Φτάνω στο σημείο να τα βάζω περισσότερο με τα θύματα μιας κατάστασης, παρά με τους θύτες. Έχω πει πολλές φορές: "Ναι, αυτός φταίει, έχεις κάθε δίκιο να θυμώνεις και να πονάς και να στεναχωριέσαι, αλλά κάνε κάτι γι' αυτό! Αυτός τη δουλειά του κάνει και, βασικά, μαγκιά του που σ' έχει να τρέχεις πίσω του. Κι εν πάσει περιπτώσει, σταμάτα να περιμένεις από άλλους να πάρουν τις πρωτοβουλίες στη δική σου ζωή. Εσύ είσαι το θέμα. Μόνο εσύ. Τι είσαι διατεθειμένη να κάνεις;"
Τίποτα. Σαν να μιλάω σε τοίχο. Μου λες "δε με νοιάζει ο εαυτός μου". Τότε γιατί κάνεις έτσι; Αν δε σε νοιάζει ο εαυτός σου, όπως λες, γιατί σε νοιάζει τι γίνεται στη ζωή σου; Εντάξει, είπαμε ότι αγάπη είναι δυο άνθρωποι που γίνονται ένα -κι έχει δίκιο αυτός που το είπε. Και φυσικά θα θυσιάσεις τον εγωισμό σου, φυσικά θα αφήσεις στην άκρη τον εαυτό σου και θα παλέψεις και θα επιμείνεις και θα πέσεις στα πατώματα για τον άλλο. Αλλά υπάρχει ένα όριο, ένα σημάδι που σου λέει ότι το παράκανες. Δες το και κάνε κάτι γι' αυτό. Και μην περιμένεις απ' τους άλλους. Η λύση στο πρόβλημά σου θα έρθει από σένα. Μέσα σου θα βρεις δύναμη. Εσύ, μόνη σου, θα σταθείς στα πόδια σου. Οι άλλοι φυσικά θα σε στηρίξουν στα βήματα σου, αλλά αν δεν κάνεις εσύ το πρώτο βήμα, το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι να σε τραβούν απ' το χέρι κι εσύ να σέρνεσαι στο έδαφος.
Πάρε το χρόνο σου, ψάξε να βρεις τη γαλήνη μέσα σου, αλλά μετά ΣΗΚΩ ΑΠ' ΤΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΠΑΤΩΜΑ ΚΑΙ ΠΡΟΧΩΡΑ! Και μην κοιτάς πίσω. Μόνο μπροστά.
Όσο για μένα, ν' ανησυχήσεις τη μέρα που δε θα βρω τίποτα να αντλήσω δύναμη απ' αυτό. Μέχρι τότε τα καταφέρνω. Πάντα θα σηκώνομαι.

Και να! Απ' το τίποτα γέμισα πάλι σελίδες στο ηλεκτρονικό μου ημερολόγιο.





"Αν το νερό παίνρνει διαύγεια από την ηρεμία, το μυαλό ακόμη πιο πολύ! Το πνεύμα του σοφού, γαληνεμένο, γίνεται ο καθρέφτης του σύμπαντος, είδωλο ολόκληρης της πλάσης" Ζουαγκτσι

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

How to lose a guy in 10 days..


How to lose a guy in 10 days..

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Νύχτα..
Είσαι ολομόναχη. Μόνη σου παρέα ένα ποτό κι ένα τσιγάρο. Κι ένα φεγγάρι βασανιστικό, σαν ένα σ' αγαπώ που έμεινε μισό.
Είναι νύχτες σαν κι αυτή που το φεγγάρι -σαν κι εσένα- ματώνει για εκείνο το κομμάτι του που έφυγε.
Τα μάτια σου λάμπουν στο σκοτάδι, κι ένα δάκρυ εκεί στην άκρη που δε θέλει να κυλήσει. Τα χείλη σου ματώνουν απ' όσα θα 'λεγες σ' αυτόν και η φωνή σου χάνεται. Ένας κόμπος στο λαιμό -σαν από πέτρα. Οι αισθήσεις σου θολές και στο μυαλό σου ξυπνάνε αναμνήσεις. Βλέμματα, λόγια, μυρωδιές.
Κι εσύ είσαι πάλι μόνη.
Τι να πονά άραγε πιο πολύ; Αυτός ή η απουσία του; Η απώλεια ή οι αναμνήσεις; Ερωτήματα αναπάντητα, άδειες λέξεις που πέφτουν στο κενό..
Ψεύτικες Στιγμές -μήπως δεν τις έζησες πραγματικά; Λάγνες ματιές στη σφαίρα της φαντασίας μοιάζουν τώρα.
Σου λέει τα μάτια του να μην τα αγαπάς, αλλά πώς να μην πάψεις να πιστεύεις στα δικά σου;
Κλείνεις τα βλέφαρα και ταξιδεύεις σε μέρες πλέον ξένες, εχθρικές. Κι εκείνη η αγκαλιά που έγραφε τ' όνομά σου κρατά μια άλλη πια...
Όταν ένας έρωτας πεθαίνει, κάπου ένας άγγελος κλαίει. Και μελαγχολικά ανοίγει τις φτερούγες του και φεύγει μακριά ψάχνοντας νέο καταφύγιο.
Κι εσύ τα σκέφτεσαι όλα αυτά και είσαι μόνη σου.
Σε τυλίγει ο καπνός ενώ ακούς μια μουσική σιγανή, μ' ένα παράπονο. Το φεγγάρι σε λούζει με το ψυχρό φως της μοναξιάς. Ένα πρόσωπο ζωγραφίζεται ευθύς επάνω του. Είναι το δικό του. Στα χείλη του ένα μειδίαμα -ειρωνικό. Σαν από πίνακα ζωγραφικής ετούτη η βραδιά. Ένα χαμόγελο που μοιάζει με γκριμάτσα πια..
Κι εσύ βυθίζεσαι στο πέλαγος των αναμνήσεων. Άραγε οι δικές του να είναι διαφορετικές;
Μέσα σου μάχονται δυο λέξεις -πείσμα και όνειρο. Το πείσμα του κατέστρεψε τα όνειρά σου. Αντικατοπτρισμός είναι πλέον σε σπασμένο καθρέφτη. Μόνο που εσύ φοβάσαι να ονειρευτείς. Το πείσμα σου απλώνεται σαν πάγος και καταλύει όλο σου το είναι. Το κορμί σου μουδιασμένο. Η καρδιά σου πάλλεται απελπισμένα. Πρωτόγνωρα και άσκοπα.
Κι εσύ απομένεις μόνη να πονάς...





Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

I need me..



I need me..

Θυμάσαι εκείνες τις μέρες που είχες γίνει ένα με τον καναπέ, αγκαλιά με ένα πεντόκιλο παγωτό, με κούτες χαρτομάντηλα πεταμένα γύρω σου, το Ημερολόγιο να παίζει για χιλιοστή φορά στο DVD κι εσύ να κλαις γιατί ο Θανάσης όχι μόνο δε σου έστειλε 365 γράμματα, αντίθετα σου έστειλε ένα ξερό μήνυμα ότι χωρίζετε;;;
Καιρός να τις ξεχάσεις!

Ήρθε ο καιρός να πάρεις τη ζωή σου στα χέρια σου, να φανείς δυνατή και να σταθείς στα πόδια σου. Να θυμηθείς τη γυναίκα που κρύβεις μέσα σου, που τόσο πολύ αγαπάς(και αγαπούν και οι γύρω σου). Να πολεμήσεις με νύχια και με δόντια γι' αυτό που αξίζεις. Να διεκδικήσεις επιτέλους αυτά που θες εσύ, κι όχι αυτά που σου επιβάλλει ο Θανάσης(και ο κάθε Θανάσης).

Θυμήσου: Εσύ είσαι ο ήρωας στη ζωή σου..

Εσύ και κανένας άλλος. Δεν έχεις ανάγκη κανένα άντρα να σου πει ποια είσαι και τι μπορείς να κάνεις. Όταν κάποιος σου πει ότι “δεν μπορείς να το κάνεις” γύρνα και απάντησε του “δες με”. Μην αφήνεις άλλους να βάζουν όρια στα θέλω σου. Τόλμησε να κάνεις πράξη τα όνειρα σου. Το μέλλον είναι μπροστά σου. Μην αφήσεις την απογοήτευση της στιγμής να χαλάσει τα όνειρα μιας ζωής. Η ζωή προχωρά, εσύ θα μείνεις στάσιμη; Άντρες ένα σωρό.. Εσύ να 'σαι καλά! Δεν έχει σημασία αν θα πέσεις, αλλά το να ξανασηκωθείς. Και μην ανησυχείς, όταν τα καταφέρεις θα εμφανιστεί καινούριος Θανάσης. Μέχρι να βρεις τον άντρα που αξίζεις. Αυτόν που θα έχεις ανάγκη επειδή τον αγαπάς, όχι επειδή δε μπορείς να φροντίσεις τον εαυτό σου. Κι ο Θανάσης θα σου λέει “σε χρειάζομαι γιατί σ' αγαπώ”, όχι “σ' αγαπώ γιατί σε χρειάζομαι”..

Γι' αυτό σήκω από τον καναπέ και κοίτα έξω απ' το παράθυρο.
Μια καινούρια μέρα ξεκινά. Εσύ θα μείνεις πίσω;










*Η επιλογή του ονόματος “Θανάσης” είναι κλεμμένη απ' το Cosmopolitan, το οποίο εδώ και χρόνια χρησιμοποιεί συμβατικά το όνομα στα άρθρα του(τα cosmo girls ξέρουν τι εννοώ...)

And suddenly, I felt nothing...



And suddenly, I felt nothing...


Έχετε ευχηθεί ποτέ να ήσασταν αναίσθητοι; Να μη μπορείτε να νιώσετε τίποτα; Να μη σας πληγώσουν ποτέ ξανά;

Σκεφτόμουν...Τι είναι η ζωή χωρίς αισθήματα; Μια άδεια τρύπα και τίποτα παραπάνω. Οι στιγμές δεν αξίζουν τίποτα, αν δεν τις συνοδεύουν συναισθήματα. Δεν μας λείπουν οι στιγμές με άτομα που δε μιλάμε πια, αλλά αυτό που νιώθαμε όταν κάναμε πράγματα μαζί. Και η έλλειψη αυτών είναι που μας πληγώνει για πολύ καιρό ακόμη..

Είναι λοιπόν λύση το να μη νιώθουμε τίποτα; Ίσως και να είναι.. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι το να μη νιώθουμε τίποτα δεν είναι μια επιλογή που μπορούμε να πάρουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας, πρέπει απλώς να γεννιόμαστε έτσι. Βλέπετε, όταν έχεις αγαπήσει, μισήσει, πληγωθεί, εξοργιστεί κ.ο.κ. δε μπορείς να πας ξαφνικά στο απόλυτο μηδέν. Κάποιος που έχει περάσει μια δύσκολη φάση στη ζωή του(μιλάμε για πολύ δύσκολη, αλλιώς όλοι θα ήμασταν αναίσθητοι) και μετά έμεινε “μουδιασμένος” μπορεί να καταλάβει τι εννοώ. Όταν έρχεται η στιγμή που απλώς δε νιώθεις τίποτα, καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Αυτό το “κλείσιμο του διακόπτη” -κάτι σαν firewall που εγκαθιστά το σύστημά σου για να σε προστατέψει από την επικείμενη καταστροφή- μπορεί τη στιγμή πριν την “υπερχείλιση” των συναισθημάτων να σε βοηθά, το κακό όμως είναι ότι άπαξ κι αρχίσει, δε σταματά..

Στην αρχή σου φτάνει που δε νιώθεις πόνο.. Μετά δε σου κάνει καμιά διαφορά, πιστεύεις ότι απλά θρηνείς.. Στο τέλος, ωστόσο, συνειδητοποιείς ότι τίποτα δε σε συγκινεί, όλα σου φαίνονται “άσκοπα”..

Κι όταν καταλάβεις τι σου συμβαίνει, είναι πλέον αργά...






Και το χειρότερο ξέρετε ποιο είναι; Ότι αν δεν το έχεις ζήσει, δεν μπορείς να το καταλάβεις...