Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου ~ Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

Lisa

This is thy hour O Soul, thy free flight into the wordless. Away from books, away from art, the day erased, the lesson done. Thee fully forth emerging, silent gazing, pondering the themes thou lovest best. Night, sleep, death, and the stars. - Walt Whitman
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φίλοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φίλοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Χόρχε Λουίς Μπόρχες: «Ποίημα στους φίλους»



Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις
για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,
ούτε έχω απαντήσεις
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου ˙
όμως μπορώ να σ’ ακούσω
και να τα μοιραστώ μαζί σου.

Δεν μπορώ ν’ αλλάξω
το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι
θα είμαι εκεί μαζί σου.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου
να κρατηθείς και να μη πέσεις.

Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικές μου.
Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο.

Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια
αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο
που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις.

Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου
όταν κάποιες θλίψεις
σου σκίζουν την καρδιά,
όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου
και να μαζέψω τα κομμάτια της
για να την φτιάξουμε ξανά πιο δυνατή.

Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ
να σ' αγαπώ όπως είσαι
και να είμαι φίλος σου.

Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν
τους φίλους μου και τις φίλες μου,
δεν ήσουν πάνω
ή κάτω ή στη μέση.

Δεν ήσουν πρώτος
ούτε τελευταίος στη λίστα.
Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.

Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.
Να εκπέμπεις αγάπη.
Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.

Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις με τους άλλους.

Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες.
Να ακούμε την καρδιά μας.
Να εκτιμούμε τη ζωή.

Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι
ο πρώτος, ο δεύτερος ή ο τρίτος
στη λίστα σου.

Μου αρκεί που με θέλεις για φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.

- Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα
μετάφρ. Δ. Καλομοίρης , Ελληνικά Γράμματα, 1995

Πηγή: dioti.gr

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Στον αστερισμό του Τοξότη

10 λόγοι για τους οποίους όλοι 
πρέπει να έχουμε μια φίλη Τοξότη.


Για μια φίλη Τοξότη, ισχύει ό,τι έχει ειπωθεί για το Θεό. Αν δεν υπάρχει, πρέπει να την επινοήσουμε! 

1. Πολύ πλάκα

Έχει χιούμορ, τελεία και παύλα. Όχι σαν την Αιγόκερω που είναι ο καταρράχτης ανεκδότων της παρέας. Η Τοξοτίνα έχει χιούμορ στην πράξη. Παράγει αστείο χωρίς να διακωμωδεί. La vita e bella, σε κάθε βήμα.

2. Ανοιχτόμυαλη

Όταν λέμε ανοιχτοί ορίζοντες, το εννοούμε. Και ακριβολόγα. Με το τόξο της στοχεύει μακριά και κατευθείαν στην καρδιά του θέματος. Αν θες κάποιον να σου ανοίξει τα μάτια χωρίς περιστροφές, call her. Θα σε καταλάβει.

3. Η χαρά της ζωής

Παιδί κουμπί. Παιχνιδιάρα και αλάνι, όπως εκείνη το εννοεί. Το παιχνίδι μπορεί να εννοηθεί με χιλιάδες τρόπους. Μπορεί να πρόκειται για συλλογή dirty blues, ανελέητο μπαρ-ο-σαφάρι ή μακιγιάζ μέχρι θανάτου, το σίγουρο είναι πως μια Τοξοτίνα είναι ανατρεπτική και γεμάτη joie de vivre.

4. Περιπετειώδης

Δύσκολα θα βαρεθείς με μια φίλη Τοξότη. Της αρέσει το έξω. Η αναζήτηση. Οι νέες εμπειρίες. Η ελευθερία κινήσεων. Η κίνηση η ίδια. Αν είσαι σπιτάκιας, κάνε τη παρέα. Θα ξεχάσεις τι σημαίνει νεροχύτης. Συχνά ο ανοιχτός και γεμάτος περιέργεια χαρακτήρας της την οδηγεί κατευθείαν στη φάκα. Αλλά χάριν αδρεναλίνης…

5 Αισιόδοξη.

Ω ναι. Ρητά ή όχι, μια γνήσια Τοξοτίνα είναι πάντα θετική. Μπαίνει στο παιχνίδι, χωρίς πολλά πολλά. Και την κουράζει το «κυριελέησον» όπως και η Παρθενίστικη αντίρρηση. Πάμε και βλέπουμε!

6. Πιστή

και αφοσιωμένη, χωρίς να γίνεται ποτέ κολιτσίδα. Προσόν!

7. Βολική και συναινετική

Συνήθως δεν θα το κάνει ζήτημα αν δεν της αρέσει κάτι – εκτός αν πέσετε πάνω σε κάποια βασική της πεποίθηση. Όσο είναι ευέλικτη, άλλο τόσο μπορεί να γίνει δογματική (βάρδα από Τοξότη που βρίσκεται στη δεξιά πλευρά του διανύσματος «ελεύθερο πνεύμα-δογματισμός»).

8. Απλή αλλά συναρπαστική.

Κατά κανόνα της αρέσει η λιτή, μποέμ και όχι εξεζητημένη εμφάνιση, αλλά με «μήνυμα». Δεν την νοιάζουν τα trends. Καθόλου συνηθισμένο να περιμένεις με τις ώρες μια Τοξοτίνα να ετοιμαστεί. Τζινάκι, T-shirtάκι, μάσκαρα, κραγιόν και φύγαμε!

9. Τίμια και εξηγημένη

Ντιρέκτ. Φιλότιμη. Η Τοξοτίνα εκφράζεται χωρίς περιστροφές. Δεν θέλει να σε πληγώσει, αλλά αυτό που έχει να σου πει, θα το πει. Η φιλοσοφημένη της φύση την βοηθάει να βρίσκει τον τρόπο να εκφράζεται με πάθος και ανθρωπιά, κατανόηση και εμβρίθεια. Πως να το κάνουμε: Είναι διαβασμένη!

10. Η ψυχή του πάρτυ

Φωτιά είναι και ζεσταίνει τα πάντα γύρω της. Είναι hot, όχι μόνο ερωτικά αλλά και στην παρέα. Πιάνει τις ευκαιρίες για να φτιάξει «κατάσταση» στο φτερό και αρκεί ένα ποτό μαζί της για να αισθανθείς πως είσαι στο Studio 54.


Βίκυ Νταλακώστα – womenonly.gr
Πηγή: clickmag

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Φτιάξε καφέ και κάτσε να στα πω



Άλλη μια μέρα ξημέρωσε στη μικρή "μούντζα" των Βαλκανίων που λέγεται Ελλάδα. Άλλο ένα βράδυ το οποίο δυσκολεύτηκα να καληνυχτίσω. Άλλος ένας ανατέλλων ήλιος με βρίσκει ξύπνια να περιμένω την έγερση του. 

Σήμερα είναι μια ξεχωριστή ημέρα. Μία πολύ αγαπημένη μου φίλη έχει γενέθλια. Ένα ποντίκι ετών εικοσιτεσσάρων. Γεννημένη 15 ημέρες πριν από εμένα. Μαλάκα μου, μεγάλωσα. Όπως μου είπε χαρακτηριστικά και εκείνη, του χρόνου θα κλείσουμε το πρώτο τέταρτο ενός αιώνα. Μ' έβαλε σε σκέψεις... 

Πώς θα με βρει εμένα το 24ο έτος της ηλικίας μου, σε δυο βδομάδες από τώρα;

Σκέφτομαι το σημερινό πρωινό. Πάλι υπέκυψα στις τρεις αγαπημένες μου κακές συνήθειες. Ξενύχτι, καφές και τσιγάρο. Τα δηλητήρια που με πάθος χορηγώ στον οργανισμό μου. Μεγάλωσα, αλλά δεν συμμορφώθηκα ακόμη στο συμβατικό τρόπο ζωής. Μιθριδάτης ετών 24ων. Αμετανόητα ξεροκέφαλη, βαδίζω πάντα στην οριογραμμή. Φλερτάρω πάντοτε με τα λάθη μου. Η ζωή είναι άχρωμη χωρίς μικρές δόσεις θανάτου.

Τίποτε δεν έχει αλλάξει και τίποτε δεν είναι όπως παλιά...

Κοίτα να δεις που με έπιασαν τα υπαρξιακά μου. Από το πουθενά βρέθηκα να αναρωτιέμαι πρωί-πρωί ποια είμαι, πού πάω και γιατί. Το ξενύχτι είχε πάντοτε αυτήν την επίδραση επάνω μου. Ξυπνούσε το συγγραφέα, το φιλόσοφο. Οι δαίμονες μου πάντα έγραφαν όμορφα. Ίσως και να μη μπορώ να αποχωριστώ τη σκοτεινή μου πλευρά. Ίσως να είμαι μισή χωρίς τις κακές μου συνήθειες. Ίσως να μη γνωρίζω άλλη ζωή από εκείνη του καταραμένου ποιητή...

I'm worse at what I do best and for this gift, I feel blessed

Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Καλη...νύχτωσε

Ξεκίνησα να δημοσιεύσω χθες μια νυχτερινή ανάρτηση για καλημέρα -πείτε το πρωτοτυπία, πείτε το "είναι τα ζώα μου αργά", πείτε το νοσταλγία, πείτε το ποζεριά, πείτε το βίτσιο, πείτε το αρχή γεροντικής άνοιας, πείτε το τέλος πάντων όπως προτιμάτε εσείς- μα πάνω που έγραψα τον τίτλο-για-όσκαρ-και-νόμπελ-μαζί-πρωτοτυπίας προέκυψε μια εκκρεμότητα -την οποία επιτέλεσα με εκείνο το είδος ταχύτητας γνωστής και ως "χασομέρης"- απ' όπου ξεμπέρδεψα -(κ)όλως τυχαίως- λίγο πριν πέσω για ύπνο -ας όψεται το πρωινό ξύπνημα.
Για να μην σας τα πολυλογώ, εν τέλει η ανάρτηση παρεπέμφθη στις ελληνικές καλένδες -τις γνωστές.


Καθώς προέβλεπε το καταστατικό της υπεύθυνης blogger, προηγήθηκαν μερικά "γκοντεμιτ" και μια δόση "ωνασουγαμήσω" μέχρι να αποφασίσω -μετά από ώριμη σκέψη και έκτακτα διοικητικά συμβούλια με το χέρι, το μυαλό και την τεμπελιά μου- να αναβάλλω την ανάρτηση για το σημερινό απόγευμα -πρωί δεν "έπαιζε" γιατί είχα να ξυπνήσω αχάραγα, λες και θα πήγαινα να αρμέξω τα γελάδια(οι αγροτικές μου, ωστόσο, περιπέτειες στο χωριό δεν είναι της παρούσης, γι' αυτό κλείνω την παρένθεση εδώ).
Κάθισα, λοιπόν, το απόγευμα μπροστά στην οθόνη του λάπτοπ μου, αγκαλιά με τον εσπρέσσο μου και άφησα τα δάχτυλα των χεριών μου να μεγαλουργήσουν. Υπολόγισα, βέβαια, χωρίς τον ξενοδόχο και κατέληξα να ασχολούμαι με άλλα άρθρα -και κάποιες ντιπ καταντίπ άσχετες με το ιστολόγιο online δραστηριότητες.
Και πάνω που λέω "τώρα θα γράψω" ξεκίνησε ο Υπέροχος Γκάτσμπυ στην τηλεόραση. Άσχετο που το έχω ξαναδεί(και το έχω ξαναδιαβάσει). Δε μπόρεσα να του γυρίσω την πλάτη, ήταν λες και ο Λεονάρντο -ο Ντι Κάπριο ντε- μου φώναζε "δες με, ενσαρκώνω έναν απ' τους αγαπημένους σου λογοτεχνικούς ήρωες". Τι να κάνω; Λύγισα.
Κάποια στιγμή λίγο πριν το ρολόι χτυπήσει 12 -στη φαντασία μου εν πάση περιπτώσει, γιατί δεν υπάρχει τέτοιο ρολόι σε ακτίνα χιλιομέτρων από το σπίτι μου- συνειδητοποίησα ότι είχα αφήσει κάτι στη μέση -μέσα μου ήλπιζα ότι ήταν φαΐ, ήταν απλά το παρόν άρθρο. Και ότι αυτή η μέση έπρεπε να φτάσει επιτέλους στην άκρη. Ως γνωστόν, το procrastinating πολλοί αγάπησαν, τον procrastinator κανείς.
Αφού κατέβασα μερικά καντήλια για την καριόλα την Ντέιζι -τι καντήλια, μανουάλια ολόκληρα ήταν- που ο Γκάτσμπυ την αγαπούσε κι εκείνη τον αγαπούτσες μπλε, πήρα δύναμη να αντικρύσω το λευκό βουνό, την κενή σελίδα του ιστολογίου που περίμενε καρτερικά εδώ και δυο μέρες να γεμίσει με γράμματα, λέξεις και εικόνες. Απελπιστικά διαθέσιμο να με κοιτάει και να με ικετεύει να βεβηλώσω τη λευκότητα του.
Καθώς λέει το ρητό "μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του (μου) μοίρα", γι' αυτό κι εγώ αποφάσισα να μην το ρισκάρω με μία ακόμη αναβολή -δεν είναι καιρός να πέσει πάνω μας η κατάρα των Φαραώ ξερωγώ- και να γράψω την ανάρτηση "ατάκα κι επί τόπου", με επιφύλαξη για την πνευματική μου κατάσταση -τα είπαμε, ξύπνησα πουρνό πουρνό με τη δροσούλα- και τη δική σας σωματική ακεραιότητα. Ζητώ ταπεινά συγγνώμη για τα αυξημένα επίπεδα καφρίλας που ανιχνεύονται σε αυτήν την ανάρτηση(ελάτε, παραδεχτείτε το, σας είχαν λείψει οι χιουμοριστικές μου αναρτήσεις).


Έτσι σας καλημερίζω τώρα, περασμένα μεσάνυκτα της 11ης Μαΐου, αργοπορημένα για σήμερα ή προκαταβολικά για αύριο -δεν έχω κατασταλάξει ακόμη.
Έτσι κι αλλιώς, σε κάποιο μέρος του πλανήτη είναι πρωί αυτή τη στιγμή.


Είναι, ωστόσο, τόσο ασυνήθιστη η "νυχτερινή καλημέρα";

Ο όρος Brunch έχει τρυπώσει πλέον  -μουλωχτά σχεδόν- στις ζωές μας, καθώς όλο και περισσότεροι στη χώρα μας μπαίνουν στον πειρασμό να αφιερώσουν μια "χουζούρικη" Κυριακή για να απολαύσουν ένα καθυστερημένο πρωινό, ούτως ειπείν ένα "πρωινομεσημεριανό", δίνοντας έμφαση όχι μόνο στο χουζούρι αλλά και στο "ιδιαίτερο" μενού αυτού του new age γεύματος(μείνετε συντονισμένοι, στην αμέσως επόμενη ανάρτηση ακολουθεί μια συνταγή ό,τι πρέπει για ένα brunch*).
Πόσοι, όμως έχετε ακουστά το Brinner;

Η λέξη Brinner είναι ένας γλωσσικός νεωτερισμός που σημαίνει την πρόσμιξη πρωινού και δείπνου, συνήθεια που εμφανίζεται κυρίως υπό τη μορφή κάποιου που επιλέγει για το δείπνο του (το οποίο στο εξωτερικό θεωρείται το κυρίως γεύμα της ημέρας, σε αντίθεση με την ελληνική μεσημεριανή παράδοση) ένα γεύμα που "παραδοσιακά" τρώγεται πρωί π.χ. pancakes με bacon. 
Βέβαια, στη χώρα μας θεωρούμε το συγκεκριμένο είδος πρωινού ένα γεύμα που καταναλώνεται άνετα πρωί-μεσημέρι-βράδυ (βλέπε ομελέτα). Άρα, για εμάς τους Έλληνες δε θεωρείται ιδιαίτερη πρωτοπορία. Τι είναι αυτό, λοιπόν, που κάνει το σημερινό μου brinner τόσο πρωτότυπο;

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνω μια εισαγωγική παρατήρηση για όσους δεν διαβάζουν τις αναρτήσεις για καλημέρα που ανεβάζω (ντροπή σας που χάνετε επεισόδια!).
Με λένε Λίζα και είμαι coffeeholic.
Μην ανησυχείτε, δεν είναι κολλητικό. Με απλά λόγια, είμαι απολύτως και αμετάκλητα εθισμένη στον καφέ -τόσο που απολαμβάνω το αγαπημένο μου ρόφημα ολημερίς κι οληνυκτίς σαν κάθε άλλο αφέψημα. Και αυτό που καθιστά το δείπνο μου "brinner" είναι αυτή ακριβώς η λεπτομέρεια. Ότι μου φαίνεται απολύτως φυσιολογικό να πιω έναν εσπρέσσο και να πέσω μετά από λίγο για ύπνο.
Ω ναι! Ανήκω κι εγώ σ' εκείνη τη μερίδα ανθρώπων -την αποκρυφιστική σέκτα των coffeeholics- που δεν τους "πιάνει" η καφεΐνη και αφήνονται στην απόλαυση του αγαπημένου τους ροφήματος χωρίς "παρενέργειες".


Ο καφές είναι ολόκληρη ιεροτελεστία και μόνο ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. Η απόλαυση ξεκινά από τον ήχο των σταγόνων -στην κανάτα ή το φλιτζάνι- και το μεθυστικό του άρωμα, που σε τυλίγει σαν μια ζεστή αγκαλιά. Αν θες να απολαύσεις τον καφέ σου όπως του πρέπει, ένα είναι το τρίπτυχο της επιτυχίας (Η καλή ποιότητα είναι αυτονόητη ως προϋπόθεση!) : να είναι ζεστός - να είναι σκέτος - να τον σερβίρεις σε πορσελάνινο φλιτζάνι. Αν ακολουθήσεις τη συμβουλή μου, ο καφές αυτός θα διεγείρει και τις πέντε σου αισθήσεις στον υπέρτατο βαθμό.

Άκου τον ήχο των σταγόνων, καθώς αυτές χτυπούν πάνω στην πορσελάνη. Θαύμασε την παχιά κρέμα του καφέ και το όμορφο φλιτζάνι που κλείνει μέσα του αυτή τη γευστική μαγεία. Πλησίασε το φλιτζάνι στα χείλη σου και πάρε μια βαθιά ανάσα. Άφησε το άρωμα του καφέ να πλημμυρίσει κάθε κύτταρο του κορμιού σου. Νιώσε τη θέρμη του, να χαϊδεύει το πρόσωπό σου. Πιες μια συγκρατημένη γουλιά, σαν να δοκιμάζεις ένα καλό γαλλικό κρασί. Νιώσε το χάδι της κρέμας του στον ουρανίσκο σου κι απόλαυσε την αίσθηση της πλούσιας γεύσης του, που μοιάζει σαν να εξερράγη στο στόμα σου.

Αν είσαι καπνιστής, μην ανάψεις τσιγάρο πριν απολαύσεις τις πρώτες "ατόφιες" γουλιές -ή το πρώτο φλιτζάνι, αν είσαι από εκείνους που πίνουν τιτάνιες ποσότητες καφέ. Αφιέρωσε για λίγο τον ουρανίσκο σου στο μαγικό ρόφημα που έχεις στο φλιτζάνι σου.

Ύστερα άναψε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και βρες καταφύγιο στις σκέψεις σου. Για λίγα λεπτά θα νιώσεις λες και κάνεις ένα υπερβατικό ταξίδι. Σαν να υψώθηκαν γύρω σου τείχη, που κρατούν μακριά την πεζή πραγματικότητα. Απέραντη ησυχία θα μοιάζει να έχει απλωθεί κι εσύ θα είσαι πιο μόνος από ποτέ -το είδος μοναξιάς που αγαπούν οι στοχαστές.

Εκτός...

Μία μόνο εξαίρεση υπάρχει σε αυτή τη μοναχική μυσταγωγία. Λέγεται καλή παρέα -συζητήσεις εκ βαθέων και καρδιές που ανοίγουν πάνω από κούπες που αχνίζουν. Χρόνια που πέρασαν και χάθηκαν. Στιγμές που θα έρθουν στο μέλλον. Ένα φλιτζάνι αναμνήσεις. Τσιγάρα που ανάβουν, τσιγάρα που σβήνουν, τσιγάρα που καίγονται... Πακέτα που αδειάζουν κι ένας αναπτήρας που κάνει βόλτες από χέρι σε χέρι. Ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα. Όλα καπνός.

Είτε μοιραστείτε τον καφέ σας με γέλια είτε με κλάματα, η γεύση που θα σας αφήσει είναι μία: τα όμορφα συναισθήματα που σας ενώνουν με το συνομιλητή σας.

Αυτή είναι η πραγματική μαγεία του καφέ. Προσαρμόζεται σε όλες τις ώρες, σε όλες τις καταστάσεις και φέρνει πιο κοντά τους ανθρώπους -ή θωρακίζει τη δημιουργική μοναξιά τους. 

Είμαστε, άλλωστε, πράγματι η γενιά του καφέ και των τσιγάρων, αν το καλοσκεφτείς...



Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Γέλα.

ΑΝ Σ' ΑΓΑΠΑΣ ΝΑ ΣΕ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΓΕΛΑΣ


Πόσες φορές δεν έχεις σκάσει στα γέλια από μια ατάκα σε ταινία, από το αστείο που σου λέει ο κολλητός σου, ή απλά όταν ο διευθυντής σου κλείνει το χέρι του στην πόρτα; Πόσο πολύ γέλασες με την αδερφή σου, που έφαγε μια υπέρλαμπρη σαβούρα φορώντας το σέξυ φόρεμά της μέσα στο μπαρ. Και τι γέλιο σ' έπιασε απλά και μόνο ακούγοντας τη διπλανή παρέα να γελάει βροντερά χτες βράδυ στο σινεμά;

Γέλιο. Τόσο φυσιολογικό, άμεσο και ευχάριστο, που σίγουρα δεν έχουμε αναρωτηθεί ποτέ από πού προέρχεται. Απλά γυρνάς το κεφάλι πίσω και γελάς με όλη σου την καρδιά όποτε το αισθάνεσαι και σου βγαίνει.

Το γέλιο είναι δείγμα υγείας, καθώς μειώνει την πίεση, τα επίπεδα άγχους και καταπραΰνει το νευρικό μας σύστημα. Άσε που 15 λεπτά γέλιου σε βοηθάνε να χάσεις μέχρι και 40 θερμίδες… Και το θέμα δεν είναι μόνο σωματικό. Το γέλιο έχει τόση έντονη επίδραση στην ψυχική μας διάθεση, που μπορεί να μας οδηγήσει από τα τάρταρα στα ουράνια μέσα σε δευτερόλεπτα. Θυμήσου το πώς άλλαξε η διάθεσή σου με το γελοίο φόρεμα της ηλικιωμένης κυρίας που συνάντησες στο δρόμο καθώς πήγαινες «φορτωμένη» να δώσεις για πολλοστή φορά το τελευταίο μάθημά σου στη σχολή, και θα με καταλάβεις. Επιδρά λοιπόν καταλυτικά στην ψυχική μας υγεία, και μάλιστα μπορεί να μας κάνει και εξυπνότερους, καθώς έρευνες έδειξαν ότι 15 λεπτά γέλιου αυξάνουν την ικανότητα του εγκεφάλου να λύνει μαθηματικά προβλήματα…

Πώς, όμως, ξεκινήσαμε να γελάμε; Οφείλεται στον πρόγονό μας, το πιθηκάκι, λένε οι επιστήμονες, που πιστεύουν ότι το γέλιο είναι έμφυτο χαρακτηριστικό του ανθρώπινου γένους, μαζί με το λόγο και την ομιλία. Άρα, ακόμα και ο άνθρωπος του Νεάντερνταλ γελούσε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως κι εμείς, και μάλιστα από τα γεννοφάσκια του.

Ξεκινάμε να γελάμε από τους 2 πρώτους μήνες της ζωής μας. Βέβαια, δεν γελάμε για κάτι συγκεκριμένο, απλά βλέπουμε τους πάντες γύρω μας να γελάνε και το πόση χαρά παίρνουν όταν τους σκάμε ένα χαμόγελο από το πορτ μπεμπέ, και αμέσως το θεωρούμε ως κάτι καλό. Πρέπει να φτάσουμε στα έξι μας για να αρχίσουμε να γελάμε λόγω κάποιου συγκεκριμένου σκοπού. Αν και τότε συνήθως γελάμε για να αποφύγουμε κάποια τιμωρία. Πόσο πιο εύκολα δεν ανακοινώνεις γελώντας στη μαμά ότι της έσπασες το αγαπημένο της βάζο παίζοντας μπάλα στο σαλόνι;

Αν τώρα είσαι της θεωρίας, σου έχω και τέτοια εξήγηση. Σύμφωνα με τον Freud (ναι, τον γνωστό), το γέλιο βοηθάει τον άνθρωπο στην εκτόνωση εντάσεων και καταπίεσης ή σε δυσάρεστες καταστάσεις που μπορεί να αντιμετωπίζει. Ναι, η περίπτωση που σε έπιασε νευρικό γέλιο στην κηδεία της θείας Ερασμίας στο χωριό για ασήμαντο λόγο, κολλάει εδώ πέρα γάντι.

Από την άλλη, ο Holt πιστεύει ότι το γέλιο έρχεται μέσω της σύγκρισης. Όταν δηλαδή συγκρίνεις κάποιον άλλο με τον εαυτό σου και βρεις τον εαυτό σου ανώτερό του. Τέλος, υπάρχει και η θεωρία της δυσαρμονίας. Αυτή δηλαδή όπου μία συγκεκριμένη κοινωνική πεποίθηση (ότι δηλαδή οι καλόγριες είναι αγνές και ηθικές), ανατρέπεται με αναπάντεχο τρόπο (βλέπεις καλόγρια με ζαρτιέρες στο δρόμο!). Ναι, το ξέρω, υπερβολικό το παράδειγμα, αλλά καταλάβατε τι εννοώ…

Αλλά, το σημαντικότερο στοιχείο του γέλιου πιστεύω ότι είναι το ότι δημιουργεί φιλίες και σχέσεις και μας φέρνει πιο κοντά. Σίγουρα ανήκεις σε αυτούς που έκαναν κολλητό τους κάποιον που απλά τους έκανε να ξεκαρδιστούν στα γέλια την πρώτη φορά που βρέθηκαν ή σε αυτές που παντρεύτηκαν τον άντρα που απλά τις έκανε να θέλουν να γελάνε μέχρι δακρύων. Ακόμα και ο άγνωστος που προστέθηκε στην παρέα σου πριν καμιά μόλις ώρα, σου φαίνεται ότι τον ξέρεις χρόνια, και αυτό γιατί από τότε που ήρθε δεν σταμάτησε να σε κάνει να γελάς.

Με λίγα λόγια, γελάτε, γελάτε, γελάτε! Μη σταματάτε να γελάτε κάθε μέρα, όσο πιο πολύ μπορείτε! Και οι υπόλοιποι θα ακολουθήσουν. Και θα σας ευγνωμονούν για αυτό!

Πηγή: Μarymary.gr

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Όφις politics

Όφις politics
Μου βρήκε δουλειά και έπειτα με απέλυσε χωρίς αιτία. 
Όχι κάποιος σκληρός εργοδότης, αλλά η κολλητή μου. 


Από τη Δέσποινα, όπως τα διηγήθηκε στη Μαρία Πετρίδη


Με τη Φλώρα ήμασταν φίλες από το δημοτικό και παρόλο που ήμασταν διαφορετικές προσωπικότητες –εκείνη ήταν κοινωνική, δυναμική, οργανωτική, ενώ εγώ πιο εσωστρεφής και λιγομίλητη– ήμασταν αχώριστες για χρόνια, χειμώνα και καλοκαίρι, στα καλά και στα δύσκολα. Στην παρέα οι φίλοι μας τη φώναζαν «λοχία» λόγω του αυταρχικού της χαρακτήρα, αλλά εμένα αυτή η αυταρχικότητα δεν με ενοχλούσε. Την έβλεπα ως μια μορφή προστατευτικότητας απέναντί μου. Μέχρι που ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μαζί και η αίσθηση αυτή άρχισε να αλλάζει.



Σε δουλειά να βρισκόμαστε

Όταν ήμασταν στο τέταρτο έτος των σπουδών μας, η Φλώρα ξεκίνησε να δουλεύει σε μια μεγάλη εταιρεία και ήταν ενθουσιασμένη. Λίγους μήνες αργότερα μου είπε ότι στην εταιρεία της έψαχναν για web designer μερικής απασχόλησης και μου πρότεινε να στείλω βιογραφικό. «Θα τους μιλήσω κι εγώ. Θα είναι τέλειο να δουλεύουμε μαζί!» μου είπε με ενθουσιασμό κι εγώ αμέσως ακολούθησα τη συμβουλή της.

Δύο εβδομάδες μετά με ξεναγούσε όλο καμάρι στα γραφεία. Δεν ήμασταν στο ίδιο τμήμα, αλλά είχαμε άμεση συνεργασία και τον πρώτο καιρό ήταν ο φύλακας άγγελός μου. Ήξερε ότι όταν βρίσκομαι σε καινούριο περιβάλλον αγχώνομαι, οπότε μου εξηγούσε τα πάντα και φρόντιζε να μη μου ξεφύγει κανένα λάθος. Κάποις άλλος μπορεί να το θεωρούσε παρεμβατικό, αλλά εγώ το έβλεπα ως ένδειξη αγάπης και φροντίδας.



Εργασία και χαρά

Σύντομα οι ικανότητές μου εκτιμήθηκαν, απέκτησα καλή σχέση με τους συναδέλφους μου και ένιωθα αρκετά πιο κοινωνική και δυναμική. Πριν κλείσω χρόνο στην εταιρεία, τα τμήματά μας ενοποιήθηκαν. Εγώ ξεκίνησα να δουλεύω full time και η Φλώρα έγινε project manager. Λίγες εβδομάδες αργότερα όμως τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν δυσάρεστη τροπή.

Με μεγάλη στενοχώρια διαπίστωσα ότι η Φλώρα ως προϊσταμένη δεν ήταν απλώς ο λοχίας της παρέας, αλλά ένας δικτάτορας. Φώναζε σε όποιον έκανε λάθος, όταν κάτι δεν της άρεσε μιλούσε απότομα και ειρωνικά και αρνιόταν να ακούσει οποιαδήποτε άποψη ήταν αντίθετη με τη δική της. Από τις εκρήξεις αυτές δεν γλίτωνα ούτε εγώ. Για την ακρίβεια, ήμουν εκείνη που άκουγε τα περισσότερα, χωρίς συνήθως να υπάρχει ουσιαστικός λόγος, όπως με διαβεβαίωναν και όσοι παρακολουθούσαν τις απίστευτες σκηνές μεταξύ μας.

Το πρώτο διάστημα σκεφτόμουν ότι ήταν το άγχος της ευθύνης, αλλά όταν προσπάθησα να της μιλήσω για τη στάση της, εκείνη έκοψε τη συζήτηση με ένα «Εδώ δεν είμαστε στο σχολείο».



Friends connection lost

Όσο εκείνη συνέχιζε να διοικεί με τον αυταρχικό της τρόπο το τμήμα κι εγώ να αντιτίθεμαι στην τακτική της, άρχισε να επηρεάζεται αρνητικά και η σχέση μας εκτός δουλειάς. Στις εξόδους μας άρχισε ξαφνικά να σχολιάζει αρνητικά το ντύσιμο, τα μαλλιά μου, ακόμα και τι ποτό έπινα, ενώ όταν η κουβέντα πήγαινε στη δουλειά αντιμετώπιζε με σαρκασμό οτιδήποτε σχολίαζα, φροντίζοντας να επισημαίνει με υπόγειους τρόπους ότι χάρη σ’ εκείνη δεν τα είχα θαλασσώσει από την πρώτη μέρα.

Το συζήτησα με μια κοινή μας φίλη, η οποία υπέθεσε ότι ίσως στη Φλώρα δεν άρεσε το γεγονός ότι δεν την είχα ανάγκη πια για να τα καταφέρω, όπως συνέβαινε όταν ήμασταν μικρά παιδιά. «Νομίζω ότι σε βλέπει ανταγωνιστικά, κι αυτό δεν είναι καλό» κατέληξε. Η Φλώρα ήταν πράγματι πάντα ανταγωνιστική, όμως μου φάνηκε απίθανο να νιώθει έτσι για εμένα. Όταν λίγες μέρες αργότερα την παρακολούθησα άναυδη να παρουσιάζει μια δική μου ιδέα για δική της, θυμήθηκα τα λόγια της φίλης μας και αποφάσισα να αντιδράσω.

Όταν της ζήτησα εξηγήσεις, υποκρίθηκε πως δεν θυμόταν καν ότι της είχα προτείνει λίγες μέρες πριν μια «παρόμοια ιδέα». Όταν επέμεινα μην μπορώντας να πιστέψω ότι η παιδική μου φίλη μού έλεγε ψέματα κοιτάζοντάς με στα μάτια, μου είπε ότι, αν ήθελα να μιλήσουμε λίγο σοβαρά, έπρεπε να καταλάβω ότι σε εκείνη όφειλα το γεγονός ότι είχα δουλειά και καλά θα έκανα να τη σέβομαι περισσότερο.



Ψυχρός πόλεμος

Οι επόμενες τρεις εβδομάδες ήταν εφιαλτικές. Η κολλητή μου φίλη μού φόρτωνε λάθη άλλων, μου ανέθετε όλες τις ασήμαντες δουλειές και μου άλλαζε συνεχώς τα deadlines. Εν ολίγοις, ο λοχίας μού έκανε καψόνια. Είχα φτάσει στο όριά μου, κι έτσι αποφάσισα να της μιλήσω σε μια προσπάθεια να σώσω τόσο τη φιλία μας όσο και την ψυχολογική μου ισορροπία.

Πήγα στο γραφείο της και της είπα ανοιχτά όλα όσα σκεφτόμουν για τη συμπεριφορά της απέναντί μου και πόσο επικίνδυνη θεωρούσα την τροχιά που είχαν πάρει τα πράγματα. Με άκουσε χωρίς να με διακόψει, γεγονός που το θεώρησα καλό σημάδι. Όταν όμως ολοκλήρωσα, με κοίταξε στα μάτια και εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου κατάλαβα ότι η σιωπή της πριν κάθε άλλο παρά καλό σημάδι ήταν. 

Η Φλώρα χαμογέλασε και μου είπε ότι είχα τρελαθεί τελείως, αφού ήμουν ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο τον οποίο θα έβλεπε ανταγωνιστικά. Και ότι, προφανώς, το πρόβλημα με τον ανταγωνισμό και τη ζήλια το είχα εγώ και καλά θα έκανα να το κοιτάξω. Το αποκορύφωμα ήταν η φράση της «Μη με προκαλείς», που μου πέταξε πριν πάρει την τσάντα της και φύγει χτυπώντας πίσω της την πόρτα.



Φίλη-φίδι

Την επόμενη μέρα δεν μού μίλησε μέχρι το απόγευμα. Λίγο πριν σχολάσω με φώναξε στο γραφείο της και μου είπε, χωρίς να με κοιτάζει, ότι από τη διεύθυνση της είχαν ζητήσει να κάνει περικοπές και ότι δεν μπορούσε πια να «δικαιολογεί το μισθό ανθρώπων που δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους». Επομένως, έπρεπε να μαζέψω τα πράγματά μου και να φύγω άμεσα.

Έμεινα να την κοιτάζω άναυδη. Ήξερα ότι η επιχείρηση πήγαινε καλά, ότι σύντομα θα αναλαμβάναμε και νέα πρότζεκτ και ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να γίνουν νέες προσλήψεις. Όσο για την απόδοσή μου στη δουλειά, απ’ όσο ήξερα δεν υπήρχαν παράπονα.

Σε μια τελευταία προσπάθεια επικοινωνίας την παρακάλεσα να μου απαντήσει ειλικρινά αν με έδιωχνε επειδή είχα διαφωνήσει μαζί της ή για κάποιον άλλο λόγο, που δεν είχα φανταστεί. Με κοίταξε δήθεν σοκαρισμένη και μου είπε ότι δεν θα έμπαινε καν στον κόπο να απαντήσει σε μια τέτοια ερώτηση. 

Πήγα στις τουαλέτες και άρχισα να κλαίω. Πώς ήταν δυνατόν η παιδική μου φίλη να έχει γίνει εχθρός μου; Πώς είχε μεταμορφωθεί ξαφνικά σε ένα πρόσωπο που δεν αναγνώριζα; Σκέφτηκα να ξαναπάω στο γραφείο της και να αρχίσω να της φωνάζω μπροστά σε όλους, να τη βρίσω, να πάω να μιλήσω στο διευθυντή. Δεν έκανα τίποτα. Έφυγα χωρίς να χαιρετήσω κανέναν.



This is it

Ένιωθα για εβδομάδες απίστευτη οργή και το γεγονός ότι οι κοινοί μας φίλοι πήραν το μέρος μου δεν με βοηθούσε να ηρεμήσω. Το ότι θα μπορούσα να μην είχα καταλάβει ποτέ σε ποιο σημείο ήταν ικανή να φτάσει η παιδική μου φίλη αν η ζωή δεν το έφερνε να δουλεύουμε μαζί με εξόργιζε. Σκεφτόμουν τα πιο παρανοϊκά σχέδια εκδίκησης, αλλά φυσικά δεν υλοποίησα κανένα από όλ’ αυτά. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως ό,τι κι αν έκανα για να την εκδικηθώ, η πικρία μέσα μου δεν θα έσβηνε, θα μεγάλωνε. Και οπωσδήποτε δεν μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου να αλλάξει γνώμη για την έννοια της φιλίας, όπως την είχα πάντα στο μυαλό μου. 

Σήμερα έχω αφήσει πίσω μου αυτή την ιστορία. Το χρωστάω στους υπόλοιπους φίλους μου. Ό,τι κι αν έγινε, όσο μεγάλη κι αν ήταν αυτή η απώλεια, επιλέγω συνειδητά να συνεχίσω να αγαπάω και να εμπιστεύομαι ανεπιφύλακτα τους αγαπημένους μου. Είτε τους γνωρίζω μία πενταετία είτε είκοσι ολόκληρα χρόνια.

Πηγή: Cosmopolitan

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Τhe next best thing


Ένωσα τη ζωή μου με κάποιον πριν από πέντε χρόνια. O σύζυγός μου είναι όμορφος, ευγενικός, δυναμικός, πνευματώδης. Και γκέι. Όντως, κανείς δεν είναι τέλειος.

Από τη Μικαέλα* όπως τα διηγήθηκε στη Μαρία Πετρίδη

Με τον Χάρη γνωριστήκαμε στο πανεπιστήμιο. Κάναμε κλικ από την πρώτη στιγμή. Κεραυνοβόλος φιλία. Ταιριάζαμε σε όλα. Μέσα σε ένα εξάμηνο γίναμε αυτοκόλλητοι. Μιλούσαμε με τις ώρες στο τηλέφωνο, διαβάζαμε μαζί στις εξεταστικές και περνούσαμε σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο στο σπίτι του, που είχε έναν τεράστιο, υπέροχο κήπο. Το περίεργο είναι πως ενώ άνετα θα μπορούσα να τον ερωτευτώ, κάτι μέσα μου δε με άφηνε να μπω σ’ αυτή τη διαδικασία. Η παρέα μας θεωρούσε πως το να τα φτιάξουμε ήταν θέμα χρόνου. Κι εγώ κάποιες φορές, όταν ξυπνούσα μες στη νύχτα και τον έβλεπα να κοιμάται ήσυχα δίπλα μου, αναρωτιόμουν αν θα μπορούσε να υπάρξει έρωτας μεταξύ μας. Δεν υπήρξε ποτέ. Oύτε για μια στιγμή. Η έλξη ήταν εντελώς πνευματική και συναισθηματική. Όταν τον άγγιζα, όταν αγκαλιαζόμασταν, ένιωθα απίστευτη τρυφερότητα και ζεστασιά. Ήταν ένα συγκλονιστικό αίσθημα παράδοσης και εμπιστοσύνης, που μόνο ο Χάρης και οι γονείς μου μου το έχουν προσφέρει.
Στα τρία χρόνια της φιλίας μας εγώ έκανα αρκετούς δεσμούς, ενώ εκείνος σχεδόν τίποτα. Oι φίλες μου με προειδοποιούσαν πως μάλλον ο Χάρης ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Όμως αυτό μου φαινόταν αδιανόητο, γιατί ποτέ δεν είχε δείξει την παραμικρή ερωτική διάθεση. Δε ζήλευε τα αγόρια μου, μου έδινε τις καλύτερες σεξουαλικές συμβουλές και με άφηνε να μπαίνω στο μπάνιο όταν έκανε ντους. Το ενδεχόμενο να είναι γκέι δεν το σκέφτηκα ποτέ. Άλλωστε, έστω και σπάνια, είχε σχέσεις με κορίτσια. Κορίτσια που είχαν μόνο καλά λόγια να πουν γι’ αυτόν, ακόμη και μετά το χωρισμό. Την ιδέα ότι ίσως και να μην ήταν απολύτως στρέιτ μού την έβαλε ο μικρός μου αδελφός. Μού είπε τη θεωρία του: O Χάρης ήταν γκέι, κάτι που ίσως δεν το είχε ακόμα συνειδητοποιήσει ούτε ο ίδιος ή προσπαθούσε να το παλέψει. Σοκαρίστηκα. Σκέφτηκα πως, να, μέσα του υπήρχε μια τέτοιου είδους μάχη και δε μου είχε πει κουβέντα. Θα υπέφερε πολύ. Αποφάσισα να του μιλήσω .

Αδελφή ψυχή
Μια μέρα, σπίτι του, του είπα όλα όσα σκεφτόμουν. Εκείνος απλώς με κοίταζε χαμογελώντας. Όταν τελείωσα, πρότεινε να μαγειρέψει κινέζικο. Η απάθειά του με φόβισε. «Θα νιώθω καλύτερα αν σου μιλάω μαγειρεύοντας» είπε και άρχισε να μου μιλάει για τη σεξουαλική του ταυτότητα, που χρόνια τώρα ήταν και για τον ίδιο ένα μυστήριο. Ένιωθε απόλυτη έλξη για τους άντρες, αλλά ενίοτε έκανε φανταστικό σεξ και με γυναίκες. Τον τελευταίο χρόνο είχε ξεδιαλύνει μέσα του την προτίμησή του στο αντρικό σώμα, αλλά δίσταζε να μου πει οτιδήποτε γιατί φοβόταν πως η «επαρχιακή» μου ανατροφή δε θα ανεχόταν αυτή τη διαφορετικότητα. Η αλήθεια είναι πως ένιωσα περίεργα: ανακούφιση, απογοήτευση, απόρριψη, αμηχανία... Για κάποιους μήνες απομακρυνθήκαμε, δε συναντιόμασταν το ίδιο συχνά και σταμάτησα να διανυκτερεύω στο σπίτι του. Ήμασταν στο πτυχίο και το διάβασμα ήταν μια βολική δικαιολογία και για τους δυο μας. Μέχρι που ένα βράδυ με έπιασαν φοβεροί πόνοι στο στομάχι και ο πρώτος στον οποίο σκέφτηκα να τηλεφωνήσω ήταν ο Χάρης. Ήρθε μέσα σε ένα τέταρτο. Σε όλη τη διαδρομή προς το νοσοκομείο ήταν έντρομος, αλλά ψύχραιμος. Μου έλεγε πόσο πολύ με αγαπάει, πόσο πολύ του είχα λείψει και πως ποτέ δε θα αφήσει να μου συμβεί κάτι κακό. Η δηλητηρίασή μου εκείνο το βράδυ έγινε το γιατρικό της σχέσης μας. O Χάρης ήταν πραγματικά δικός μου. O φίλος που με αγαπούσε ειλικρινά και ανιδιοτελώς. Αυτό το κατάλαβα το επόμενο πρωί, όταν τον είδα να στέκεται από πάνω μου και να τσεκάρει τον ορό. Ήταν η αδελφή ψυχή μου. Και δεν υπήρχε περίπτωση να τη χάσω.

Ήμαρτον
Με το που τέλειωσα το πανεπιστήμιο, αποφάσισα να μείνω στην Αθήνα. Oι γονείς μου δεν είχαν αντίρρηση, γιατί ήξεραν πως στην επαρχία θα ήταν δύσκολο να βρω δουλειά σχετική με το αντικείμενο των σπουδών μου. O Χάρης δούλευε ήδη από την περασμένη άνοιξη σε μεγάλη διαφημιστική εταιρεία και ήταν θέμα χρόνου να φροντίσει και για τη δική μου επαγγελματική αποκατάσταση. Στο μεταξύ, επειδή τα εισοδήματά μου ήταν ελάχιστα, μου πρότεινε να συγκατοικήσουμε. Επίσημα, αφού έτσι κι αλλιώς τις μισές μέρες της εβδομάδας διανυκτέρευα σπίτι του. Στο τέλος εκείνης της χρονιάς έχασα τον πατέρα μου, οπότε η ιδέα να μένω μαζί του έμοιαζε ακόμη πιο ελκυστική. Και το έκανα. Oι φίλοι μας, που ήξεραν πλέον ότι ο Χάρης είναι γκέι, υποστήριζαν πως η συγκατοίκησή μας θα ήταν πρόβλημα στις σχέσεις μας. Αδιαφόρησα για τις απόψεις τους και πήρα τη μεγάλη απόφαση. Εκείνος δε χρειαζόταν να ρωτήσει κανέναν. Oι γονείς του ήταν χωρισμένοι και έμεναν κι οι δυο στο εξωτερικό. Δεν είχαν παρά μόνο τυπικές και κυρίως οικονομικές σχέσεις. Το μόνο πρόβλημα λοιπόν ήταν η μητέρα μου. Αποφάσισα να της πω την αλήθεια. Επικράτησε ένας μικρός πανικός, κυρίως γιατί η μητέρα μου φοβήθηκε πως ο Χάρης θα αποδεικνυόταν ένας «ακόλαστος ανώμαλος» που θα με παράσερνε σε όργια, ναρκωτικά και σκάνδαλα. Απείλησε πως δε θα μου ξαναμιλούσε. Ευτυχώς, ο αδελφός μου σκέφτηκε κάτι πολύ διπλωματικό. Της έβαλε να δει το βίντεο που είχαμε τραβήξει κάποιο Πάσχα στο χωριό μας, όπου είχαμε φιλοξενήσει δύο συμφοιτήτριές μου και τον Χάρη. Η μητέρα μου θυμήθηκε το γλυκό, ευγενικό αγόρι που έπαιζε με το σκύλο μας σαν παιδί και είχε κάνει την καλύτερη παρέα με τον πατέρα μας. Θυμήθηκε πόσο τον είχαν λατρέψει τότε και συνειδητοποίησε πως πέντε χρόνια μετά ήταν αδύνατον το χρυσό αυτό παιδί να είχε μεταμορφωθεί σε σαδομαζοχιστή βιτσιόζο. Υποχώρησε, ζητώντας μου ως αντάλλαγμα για τη συγκατάθεσή της να πάω να εξομολογηθώ!

Man of my life
Με τον Χάρη περνούσαμε τέλεια. Δεν υπήρχε μέρα που να μη διασκεδάσουμε. Δε χρειαζόταν να βγούμε για να το πετύχουμε αυτό. Μέναμε σπίτι και διαβάζαμε, βλέπαμε βίντεο, μαγειρεύαμε, κουτσομπολεύαμε. Φροντίζαμε να είμαστε διακριτικοί μεταξύ μας όταν φέρναμε κάποιον στο σπίτι, και σ’ αυτό βοηθούσε το γεγονός ότι τα υπνοδωμάτιά μας ήταν σε διαφορετικούς ορόφους του σπιτιού. Εκείνος είχε κρατήσει την αγαπημένη του σοφίτα κι εγώ έμενα στο πρώην υπνοδωμάτιό του. Η ζωή μας κυλούσε αρμονικά και ήρεμα. Είχα ξεκινήσει να δουλεύω σε μια εταιρεία παραγωγής και όλα μου φαίνονταν άψογα και καλορυθμισμένα. Μέχρι που γνώρισα τον Άγγελο. Τον ερωτεύτηκα σφόδρα κι εκείνος το ίδιο. Αν και στην αρχή δεν καταλάβαινε τη σχέση μου με τον Χάρη, τη δέχτηκε. Έμενε δύο με τρεις φορές την εβδομάδα μαζί μου, δηλαδή μαζί μας· και έτσι, παρά την απόσταση ασφαλείας που κρατούσε από τον Χάρη, τελικά τον συμπάθησε. O Χάρης στο μεταξύ είχε διάφορους περιστασιακούς δεσμούς, χωρίς ποτέ να προκύπτει κάτι πιο σοβαρό. Πέρασε έτσι ενάμισης χρόνος. Με τον Άγγελο το πάθος ξεθώριασε και δυστυχώς δε μεταμορφώθηκε σε συντροφικότητα, όπως περίμενα. Με έκανε χαρούμενη όπως ένα χαριτωμένο τραγούδι ή μια καλοψημένη μπριζόλα. Για εκείνον δεν ένιωθα την αγάπη που ένιωθα για τον Χάρη. Δεν ήξερα τι να κάνω, είχα μπερδευτεί. Ένα ήταν σίγουρο, ότι η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει. O Άγγελος το είχε καταλάβει και προσπαθούσε να με κρατήσει με νύχια και με δόντια. Ένα μεσημέρι, μπροστά στον Χάρη, μου έκανε πρόταση γάμου. Έπεσα από τα σύννεφα. Του ζήτησα χρόνο, κι ας ήξερα πως η μόνη λέξη που μου ερχόταν στα χείλη ήταν «όχι». O Χάρης με πίεζε να το σκεφτώ λίγο περισσότερο πριν αρνηθώ. Κι επειδή, όπως μου έλεγε, ήταν «καμένος» από τις σχέσεις –είχε αλλάξει τέσσερις συντρόφους το τελευταίο εξάμηνο–, θεωρούσε επιπόλαιο να αφήσω κάποιον που με αγαπούσε και με καταλάβαινε επειδή δε με ολοκλήρωνε. Ένα βράδυ, μετά από έναν ομηρικό καβγά με τον Άγγελο, σύρθηκα σχεδόν νεκρή στο κρεβάτι του Χάρη. Χώθηκα στην αγκαλιά του και έκλαιγα επί ώρες. Κάποια στιγμή άρχισα να του λέω για το κενό που κανένας άντρας δεν είχε γεμίσει και πόσο καταπληκτικός φίλος ήταν εκείνος όλα αυτά τα χρόνια. Μου χαμογέλασε και σηκώθηκε για να μου ετοιμάσει ένα χαλαρωτικό αφρόλουτρο. Με χάιδεψε στο μάγουλο και είπε: «Θα βρεις τον άντρα της ζωής σου. Αν δεν είναι ο Άγγελος, θα είναι σίγουρα κάποιος άλλος, που θα βρεθεί στο δρόμο σου». Τον κοίταξα κι αμέσως κατάλαβα τι ήταν ο Χάρης για μένα. Τον ακολούθησα στο μπάνιο, κάθισα στην άκρη της μπανιέρας και του ψιθύρισα: «Εσύ είσαι ο άντρας της ζωής μου. O άνθρωπος της ζωής μου».

Η ώρα η καλή
O αδελφός μου παραλίγο να πνιγεί όταν του ανακοίνωσα την απόφασή μας. Oι φίλοι μας γούρλωσαν τα μάτια με απορία. Μόνο η μητέρα μου έδειξε ψυχραιμία. Σταυροκοπήθηκε λέγοντας: «Θα πέσει φωτιά να σας κάψει». Μέχρι εκείνη τη στιγμή της «ανακοίνωσης-βόμβα» όλοι ήταν σίγουροι πως τη μέρα που θα παντρευόμουν ο Χάρης θα ήταν στο πλευρό μου ως κουμπάρος. Και όντως, θα ήταν στο πλευρό μου, αλλά ως γαμπρός. Μερικούς μήνες μετά το χωρισμό μου από τον Άγγελο, εγώ κι ο Χάρης αποφανθήκαμε πως η σχέση μας ήταν σχεδόν συζυγική. Δεν κάναμε σεξ, αλλά ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι μαζί, που αυτή η... μικρή λεπτομέρεια δε μετρούσε. Το να παντρευτούμε ήταν κάτι που το θέλαμε πολύ. Ήμασταν σύντροφοι χρόνια τώρα και ήταν καιρός να βάλουμε την επίσημη σφραγίδα. O γάμος είναι μια μορφή συμβολαίου κοινής ζωής. Μια ένωση σώματος, αλλά κυρίως ψυχής. Άλλωστε, κατά κάποιον τρόπο και τα σώματά μας ήταν το ένα για το άλλο. Κοιμόμασταν αγκαλιά τόσο σφιχτά, που ήταν σαν να γινόμασταν «σάρκα μία». Με το γάμο δε θα κλείναμε απλώς μια συναισθηματική εκκρεμότητα, αλλά θα τακτοποιούσαμε και πιο πρακτικά ζητήματα, όπως π.χ. το να πάρουμε ένα στεγαστικό δάνειο που κυνηγούσαμε και το να ξέρουμε πως θα μπορούμε να είμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου στο νοσοκομείο σε περίπτωση που επιτρέπονται μόνο συγγενείς πρώτου βαθμού. Μακάβρια σκέψη, αλλά το ενδεχόμενο να βρεθεί κάποιος από τους δυο μας, για παράδειγμα, στην εντατική κι ο άλλος να μην μπορεί να είναι κοντά του μας είχε τρομοκρατήσει. Αυτά είναι ένα δύο από τα πολλά θέματα που λύνει το χαρτί ενός γάμου. Θέλαμε να ζήσουμε μαζί και να είμαστε οικογένεια. Oικογένεια βέβαια σημαίνει και παιδιά. Πιστεύαμε όμως πως κι αυτό θα το τακτοποιούσαμε.

Και ζήσανε αυτοί καλά
Εκτός από τους πολύ καλούς μας φίλους, τους στενούς συνεργάτες, τη μητέρα και τον αδελφό μου, κανένας άλλος δεν ξέρει πως ο Χάρης είναι γκέι. Δε χρειάζεται άλλωστε να ανακοινώνουμε την ιδιορρυθμία αυτή της σχέσης μας. Πάνε πέντε χρόνια από την πρώτη νύχτα του γάμου μας, που την περάσαμε πίνοντας και γελώντας για την τρέλα που μόλις είχαμε διαπράξει. Φωτιά ακόμα δεν έπεσε να μας κάψει, όπως φοβόταν η μητέρα μου, η οποία μάλιστα έχει αποκτήσει απίστευτη αδυναμία στον Χάρη. Έχει μετακομίσει κοντά μας κι είναι συνέχεια στην κουζίνα μαγειρεύοντας για τον αγαπημένο της γαμπρούλη. Η απορία που βασανίζει όλους όσοι ξέρουν είναι το θέμα του σεξ. Έχουμε κατά καιρούς κάποιες εκτός έδρας περιπέτειες, συνήθως με αγνώστους, που όμως τον τελευταίο καιρό έχουν μειωθεί αρκετά. Δε ζήτησα ποτέ από τον Χάρη να δοκιμάσουμε να κάνουμε έρωτα. Κάποιες φορές, όταν κάνουμε μπάνιο μαζί, χαϊδευόμαστε και «παίζουμε», αλλά ως εκεί. Είναι κάτι περισσότερο τρυφερό παρά ερεθιστικό. Τον έχω ρωτήσει αν έστω και μία φορά ένιωσε να με θέλει. Η αρνητική του απάντηση ομολογώ πως έθιξε τη γυναικεία ματαιοδοξία μου, αλλά από την άλλη με ηρέμησε. Κι εγώ, αν και τον βρίσκω πολύ όμορφο άντρα, δεν μπορώ να πω ότι θέλω να κάνω έρωτα μαζί του.
Βρήκα έναν άνθρωπο που με κάνει ευτυχισμένη, κι αυτό μου αρκεί. Άλλωστε, νομίζω πως με τον καιρό σε ένα γάμο δεν είναι το σεξ που μετράει. Αν κάποια ζευγάρια είναι τυχερά και έχουν βρει το ιδανικό ταίρι –και ψυχικά και σωματικά–, χαίρομαι γι’ αυτά. Εμείς κάναμε την επιλογή μας, όπως όλος ο κόσμος. Τώρα προσπαθούμε να κάνουμε παιδάκι. Με εξωσωματική. Όταν το είπαμε διστακτικά στη μητέρα μου, εκείνη χαμογέλασε και, αντί να μας πετάξει το κλασικό «Θα πέσει φωτιά να μας κάψει», μας αγκάλιασε και μας τραγούδησε το αγαπημένο μου νανούρισμα. Αυτό δε θα πει οικογένεια;

Πηγή: Cosmopolitan

Έτσι ξαφνικά


Όταν ο καλύτερός σου φίλος αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του, παίρνει μαζί κι ένα μεγάλο κομμάτι της δικής σου.

Από την Ειρήνη, όπως τα διηγήθηκε στην Αλίνα Χατζιδάκι

Την πρώτη φορά που συνάντησα τον Ηλία, ένιωθα πανικό. Όχι τρακ ή ανησυχία, αλλά κανονικό πανικό. Ήταν ο μεγάλος αδελφός του φίλου μου και ήθελα να με συμπαθήσει, να με εγκρίνει, καθώς η γνώμη του βάραινε πολύ για τον Νίκο, που ήταν ο μικρότερος της οικογένειας και του είχε τεράστια αδυναμία. Τελικά αποδείχτηκε ότι δεν χρειαζόταν να μείνω ξάγρυπνη την προηγούμενη νύχτα και να περάσω τρεις ώρες μέχρι να βρω τι να βάλω για να του κάνω καλή εντύπωση. Άδικα φοβόμουν ότι θα πω το λάθος πράγμα, άδικα επίσης έβαλα τον Νίκο να μου κάνει «φροντιστήριο» για το τι αρέσει και τι όχι στον αδελφό του. Με τον Ηλία ένιωσα αμέσως άνετα, στα πρώτα δέκα λεπτά είχα την αίσθηση ότι γνωριζόμασταν από πάντα. Κι έτσι απλά, χωρίς προσπάθεια από κανέναν από τους δυο μας, γίναμε κολλητοί.

Bro science
Ο Ηλίας ζούσε μόνος του, κάποια χιλιόμετρα μακριά από το πατρικό του, και ήταν ένας τυπικός 29χρονος εργένης: Ασχολούνταν με τη μηχανή του, τα αυτοκίνητα, τις (πολλές, είναι η αλήθεια) κοπέλες του. Μαζί μου όμως ήταν αλλιώς: τρυφερός, απίστευτα αστείος, προστατευτικός, ένας μοναδικός συνδυασμός κολλητού και αδελφού, που λίγοι άνθρωποι έχουν την τύχη να συναντήσουν στη ζωή τους.
Σαν κολλητοί που ήμασταν, είχαμε τους δικούς μας κώδικες, τα δικά μας εσωτερικά αστεία και τα τηλεφωνήματα που διαρκούσαν ώρες ατέλειωτες. Ο Νίκος δεν ζήλευε, μόνο γκρίνιαζε καμιά φορά, όταν πίστευε ότι με τον Ηλία κάναμε κόμμα εναντίον του όταν προσπαθούσαμε να τον πείσουμε να βγούμε το βράδυ εκεί που θέλαμε εμείς ή να τον ξεσηκώσουμε για κανένα τριήμερο μακριά από την επαρχιακή πόλη όπου ζούμε. Όταν ανησυχούσα για το αν κάνω τον αδελφό του ευτυχισμένο, εκείνος ήξερε να με καθησυχάσει, διαβεβαιώνοντάς με ότι αν δεν ήμασταν ευτυχισμένοι μαζί, εκείνος θα ήταν ο πρώτος που θα μας έλεγε να χωρίσουμε. Όταν τσακωνόμουν με τον Νίκο, είχε τη φυσική ευγένεια να κρατάει τις ισορροπίες, ώστε να με στηρίζει σαν φίλος, χωρίς να ξεχνάει ότι ήμουν το κορίτσι του αδελφού του.

Ένας άντρας μόνος
Ο Ηλίας όμως δεν ήταν μόνο ο φύλακας άγγελος της σχέσης μου με τον Νίκο. Ήταν η κόλλα που κράταγε την παρέα μας ενωμένη, γεμάτος θετική ενέργεια, που τη μοίραζε σε όλους με απίστευτη γενναιοδωρία. Στο πρόσωπό του έβρισκαν όλοι έναν πρόθυμο ακροατή για κάθε πρόβλημα και όλοι ήμασταν σίγουροι ότι από αυτόν θα παίρναμε μια καλή συμβουλή. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, αντιλαμβάνομαι ότι εκείνος δεν μας μίλησε ποτέ για κάτι που τον προβλημάτιζε. Όσο καλός ακροατής ήταν, άλλο τόσο κρατούσε για τον εαυτό του μια απόσταση, χωρίς να μοιράζεται τίποτα αρνητικό δικό του.
Το ότι δεν κατάλαβα τότε πως δεν είναι φυσιολογικό να μην εκφράζεις ποτέ τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού σου στους δικούς σου ανθρώπους, είναι κάτι για το οποίο ίσως να μη συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Ειδικά όταν σκέφτομαι ότι μπορεί κατά βάθος να με βόλευε να έχω ένα φίλο για να συζητάω μόνο τα δικά μου, κι έτσι δεν αναρωτήθηκα ποτέ τι συνέβαινε μέσα του.
Ο Ηλίας όμως δεν σου άφηνε περιθώρια να αμφισβητήσεις το μόνιμο φωτεινό του χαμόγελο. Ήταν πάντα σε κίνηση, πάντα με το γκάζι στο τέρμα. Όταν δεν έτρεχε κάπου με κάποιο κορίτσι, έκανε ταξίδια-αστραπή μόνος του. Τώρα το βλέπω σαν μια ακατανίκητη τάση φυγής – δυστυχώς, τότε το θεωρούσα απόλυτα φυσιολογικό να διασχίζει τη μισή Ελλάδα σε μία μέρα χωρίς κανένα λόγο ή τελικό προορισμό, απλώς για να καθαρίσει το μυαλό του, όπως έλεγε.

Bad news
Κοιμόμουν στο σπίτι του φίλου μου όταν μας βρήκαν τα νέα. Ξύπνησα από τις φωνές του Νίκου, που ούρλιαζε στο τηλέφωνο ακατάληπτες λέξεις, που δεν έβγαζαν νόημα εκείνη την ώρα. Ο Ηλίας, η ψυχή της παρέας, ο πιο αγαπημένος μου άνθρωπος στον κόσμο, είχε κρεμαστεί το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι του. Πώς να βγάλεις νόημα όταν ακούς αυτές τις λέξεις στη σειρά;
Το να περιγράψω τι συνέβη μετά δεν είναι εύκολο, γιατί ο θρήνος για ένα νέο άνθρωπο δεν περιγράφεται με λόγια. Στην αρχή αρνηθήκαμε όλοι να πιστέψουμε ότι είχε βάλει τέρμα στη ζωή του και ψάχναμε για κάποιον ένοχο, λες κι αυτό θα άλλαζε το αποτέλεσμα και ο Ηλίας θα γυρνούσε στη ζωή. Όμως, είχε αφήσει σημείωμα, που έλεγε λακωνικά ότι δεν αντέχει, αρνούμενος ακόμη και στο τέλος να μοιραστεί ό,τι τον βασάνιζε.
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν κατάμαυρες και είναι ακόμα για τη μητέρα και τον πατέρα του, τα αδέλφια του, τους φίλους του, εμένα. Πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση και πώς θα μάθουμε να ζούμε μ’ αυτό που έγινε είναι κάτι που ακόμα δεν το ξέρω –έχει περάσει μόνο ένας μήνας και κάτι και είναι πολύ νωρίς για να συμφιλιωθούμε με την ιδέα, αν ποτέ το καταφέρουμε, ότι δεν πρόκειται να ξαναδούμε τον Ηλία.

Comfort zone
Κάθε μέρα που ξυπνάω, μου παίρνει κάποιες στιγμές για να αντιληφθώ το γεγονός και μετά έρχεται το δυσάρεστο ξάφνιασμα που σου κόβει την ανάσα, σαν γροθιά στο στομάχι. Όταν σκέφτομαι τον Ηλία, βουλιάζει η καρδιά μου και νιώθω το κενό που άφησε μέσα μου. Κυριολεκτικά, σωματικά, έχω την αίσθηση της απώλειας. Ξέρω πως είναι φυσιολογικό να κλάψω και να πενθήσω για τον καλύτερό μου φίλο, αλλά υπάρχουν στιγμές που με πιάνει αληθινή απελπισία και τότε ο Νίκος μού δίνει κουράγιο, παρηγορώντας με ουσιαστικά για το χαμό του αγαπημένου του αδελφού.
Κοιτώντας πίσω, προσπαθήσαμε όλοι να δούμε σημάδια που ίσως να μας είχε δώσει ο Ηλίας γι’ αυτό που περνούσε, αλλά δεν καταλήγουμε πουθενά. Το χαμόγελό του τα σκέπαζε όλα, κι αυτό ίσως να ήταν τελικά το δικό μας λάθος: που δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ γι’ αυτό που κρυβόταν πίσω από ένα δικό μας άνθρωπο, που χαμογελούσε σε όλους, αλλά δεν ανοιγόταν σε κανέναν. Φορτωνόταν τα δικά μας προβλήματα. Μήπως τον επιβαρύναμε τόσο που δεν μπορούσε να αντέξει; Μήπως οι δικές μας γκρίνιες και τα ασήμαντα καθημερινά συμβάντα τον έκαναν να σιχαθεί τη ζωή;

Φταίμε όλοι;
Ξέρω ότι είναι άδικο να ψάχνεις για το φταίχτη πίσω από μια τέτοια, τραγική ιστορία, αλλά έρχονται στιγμές που νιώθω το θυμό μου να τρέχει προς διάφορες κατευθύνσεις. Στην κοπέλα του, που έμαθα ότι ήδη ξεκίνησε μια νέα σχέση, οπότε προφανώς δεν πρέπει να τον αγαπούσε και πολύ. Στους πολλούς φίλους του, που δεν έκαναν τον κόπο να εμφανιστούν στο μνημόσυνο. Στους συναδέλφους του, που μπορεί να μην τον εκτίμησαν όσο έπρεπε, στον ηλίθιο που τον τράκαρε πέρσι και του έκανε το αυτοκίνητο σμπαράλια ρίχνοντάς του το ηθικό. Ψάχνω να βρω ποιος έκανε το φίλο μου λυπημένο, κι ας ξέρω ότι κανείς δεν φταίει πραγματικά που ο Ηλίας δεν ήθελε να ζήσει. Αλλά μπορεί να φταίμε εμείς, που δεν το είχαμε προσέξει.
Έχασα τον πιο αγαπημένο μου φίλο και δεν ξέρω τι απ’ όλα είναι πιο δύσκολο. Το ότι έχω τον αριθμό του στο τηλέφωνό μου και ώρες ώρες κάνω την κίνηση να τον πάρω, για να συνειδητοποιήσω το επόμενο δευτερόλεπτο ότι δεν υπάρχει, πάλι απ’ την αρχή; Το ότι κρατάω δίπλα στο κρεβάτι μου το κουτί με τα παπούτσια που του πήρα για δώρο, αλλά δεν πρόλαβα να του τα δώσω; Το ότι δεν θα τον ξαναδώ ποτέ; Ή να ξέρω ότι ο φίλος μου έζησε τόσο δυστυχισμένος;

Face off
Μπροστά σε κάτι τόσο τελεσίδικο, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αφήσεις το χρόνο να περάσει, ελπίζοντας ότι το πέρασμά του θα μαλακώσει κάπως τις γωνίες. Αυτή την ιστορία δεν τη μοιράστηκα για να ξεσπάσω, ούτε για να εκφράσω τα αισθήματά μου για τον Ηλία – θέλω να πιστεύω ότι ο κολλητός μου ήξερε πόσο τον αγαπούσα και θα τον αγαπώ πάντα. Το έκανα γιατί ο φίλος μου τελικά φορούσε μια μάσκα και δεν μας έδειξε το αληθινό του πρόσωπο, τουλάχιστον όχι ολόκληρο.
Δεν το έκανε για να μας κοροϊδέψει ή να μας παραπλανήσει, αλλά επειδή ένιωθε την ανάγκη να κρυφτεί, να μη μας δείξει κάτι που φοβόταν πως θα μας απογοήτευε. Και θα ήθελα πολύ κάποιος, νωρίτερα, να μου είχε μιλήσει για τα προσωπεία που μπορεί ένας λυπημένος άνθρωπος να φορέσει, να μου είχε ανοίξει τα μάτια για όσα κρύβει ένα μόνιμο χαμόγελο. Ίσως τότε να είχα αντιληφθεί τη μάσκα του Ηλία. Ακόμη κι αν δεν κατάφερνα να του τη βγάλω, θα του είχα δείξει ότι ήξερα τι υπήρχε από κάτω και ότι τον αγαπούσα ούτως ή άλλως. Κι αυτό μπορεί να έκανε όλη τη διαφορά στον κόσμο.

Δεν είσαι μόνη
Η εθνική τηλεφωνική γραμμή για την πρόληψη της αυτοκτονίας είναι το 1018. Σε αυτό τον αριθμό μπορεί να απευθυνθούν άτομα που σκέφτονται να αυτοκτονήσουν ή που έχουν αποπειραθεί να αυτοκτονήσουν στο παρελθόν, άτομα με αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και άτομα που βιώνουν την απώλεια ή ανησυχούν για κάποιο δικό τους άνθρωπο.

Χωρίς τέλος
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, κάθε χρόνο αυτοκτονούν στην Ελλάδα περισσότεροι από 300 άνθρωποι – ο αριθμός αντιστοιχεί σε περίπου μία αυτοκτονία την ημέρα. Οι άνθρωποι που αποπειρώνται να βάλουν τέλος στη ζωή του είναι πολύ περισσότεροι.

The sign
Αν και οι αυτοκτονίες είναι αδύνατο να εξαλειφθούν, υπάρχουν σημάδια που μπορούν να σε προειδοποιήσουν ότι ένας δικός σου άνθρωπος σκέφτεται να κάνει απόπειρα. Ένα 75% των ατόμων που αποπειρώνται να αυτοκτονήσουν παρουσιάζουν κάποια από τα συμπτώματα αυτά:

● Συχνές συζητήσεις για θάνατο ή ευχές να πεθάνει.

● Αίσθημα ματαιότητας και παραίτησης.

● Παρορμητικές επικίδυνες συμπεριφορές.

● Παραχώρηση αγαπημένων αντικειμένων.

● Συμπτώματα κατάθλιψης, π.χ. αλλαγή στις συνήθειες ύπνου ή φαγητού, απώλεια ενδιαφέροντος για πράγματα που τον ευχαριστούσαν.

Πηγή: Cosmopolitan

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Η ζωή της άλλης


Όταν συνειδητοποίησα ότι η συγκάτοικός μου με αντέγραφε, το θεώρησα κολακευτικό. Όταν κατάλαβα ότι προσπαθούσε να ζήσει τη ζωή μου, η φιλοφρόνηση άρχισε να μοιάζει με απειλή.

Από τη Φαίη, όπως τα διηγήθηκε στην Αλίνα Χατζιδάκι

Ήμουν στο δεύτερο έτος της σχολής όταν οι δικοί μου μου μίλησαν για τη Χριστίνα. Ήταν κόρη ενός γνωστού τους και, όπως εγώ, έψαχνε για συγκάτοικο στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν ήθελε να μείνει με κάποια τελείως άγνωστη. Η γνωριμία βόλεψε και τις δυο μας, κι έτσι νοικιάσαμε μαζί ένα αρκετά συμπαθητικό διαμέρισμα, όπου η καθεμιά είχε το δωμάτιο και τη ζωή της.
Οι οικογενειακοί φίλοι ήταν το μοναδικό κοινό που είχαμε μεταξύ μας. Δεν ήμασταν φίλες, δεν βγαίναμε μαζί, δεν συζητούσαμε τα προσωπικά μας, δεν είχαμε τις ίδιες παρέες. Για την ακρίβεια, η Χριστίνα δεν είχε καθόλου παρέες. Εγώ έβγαινα, διασκέδαζα, ζούσα τη φοιτητική ζωή σε όλο της το μεγαλείο. Εκείνη, αν και δεν υστερούσε σε τίποτα στο θέμα της εμφάνισης –ήταν ψηλή, με μακριά ξανθά μαλλιά και ωραίο σώμα– ή της εξυπνάδας, ήταν κλειστή και κάπως παιδί, ενώ οι φορές που κανόνιζε να βγει ήταν ελάχιστες.

Fun club
Λίγο μετά τα Χριστούγεννα η Μαρία, η κολλητή μου που σπούδαζε στο εξωτερικό, ήρθε στην Ελλάδα για ένα μήνα. Αποφασίσαμε να τον περάσουμε μαζί, στη Θεσσαλονίκη, για να ζήσουμε την απόλυτη ελευθερία που πρώτη φορά απολαμβάναμε παρέα. Βγαίναμε συνέχεια, πίναμε ατέλειωτους καφέδες, ψωνίζαμε και, φυσικά, ξενυχτούσαμε κάθε βράδυ.
Την πρώτη κιόλας εβδομάδα γνωρίσαμε σε ένα κλαμπ δύο φίλους, τον Άρη και τον Μιχάλη. Ήταν κι εκείνοι φοιτητές και συγκάτοικοι – κι επιπλέον απίστευτα ωραίοι. Σύντομα καταλήξαμε ζευγάρια, εγώ με τον Άρη και η Μαρία με τον Μιχάλη. Ως τετράδα πλέον, περνούσαμε σχεδόν όλο το χρόνο μας μαζί, με γέλια, τρέλες και απανωτές εξόδους. Τα παιδιά έρχονταν στο σπίτι συχνά, τους γνώρισε και η Χριστίνα, κι έτσι το κοινό μας σαλόνι έγινε λόγος να περάσουμε και λίγο χρόνο όλοι μαζί, με την ευκολία που σχηματίζονται οι παρέες όταν δεν έχεις κλείσει ακόμα τα 20.

Θέατρο των αλλαγών
Σταδιακά, η Χριστίνα άρχισε να δείχνει ότι ένωθε πιο άνετα και ότι η παρέα με τα παιδιά τής άρεσε πολύ. Όλοι μας, βλέποντας πόσο μαζεμένη ήταν, προσπαθούσαμε να την κάνουμε να χαλαρώσει, να αποκτήσει λίγη αυτοπεποίθηση. Της προτείναμε λοιπόν να έρχεται μαζί μας τα βράδια. Στην αρχή έλεγε ότι είχε ενδοιασμούς για το τι θα έκανε σε μια παρέα ζευγαριών, αλλά τελικά δέχτηκε.
Τις επόμενες εβδομάδες ερχόταν μαζί μας, διασκέδαζε κι εμείς τη βλέπαμε να αλλάζει. Πλέον βαφόταν και προσπαθούσε να ντύνεται πιο θηλυκά, γι’ αυτό και όταν αντιλήφθηκα ότι αντέγραφε την εμφάνισή μου, δεν είπα τίποτα. Γρήγορα όμως προσέξαμε με τη Μαρία ότι άρχισε κάπως να ξεφεύγει. Γινόταν διαχυτική με τα αγόρια, χαχάνιζε, χόρευε προκλητικά όταν ήταν κοντά της ο Άρης και ο Μιχάλης.

Επ‘ αυτοφώρω
Οι μέρες πέρασαν και η Μαρία θα έφευγε στο τέλος της εβδομάδας. Είχαμε πάει οι δυο μας για ψώνια και ήμασταν ακόμα στα μαγαζιά όταν μου τηλεφώνησε ο Άρης και με ρώτησε αν θέλαμε να φάμε όλοι μαζί στο σπίτι. Είχαν ήδη ξεκινήσει, μου είπε, για το διαμέρισμά μας, οπότε του είπα να πάνε, αφού ήταν η Χριστίνα εκεί, και θα γυρνούσαμε κι εμείς σε καμιά ώρα. Τελικά, τελειώσαμε νωρίτερα τα ψώνια και όταν φτάσαμε σπίτι, δεν μας περίμεναν.
Ανοίξαμε την πόρτα, αλλά δεν βρήκαμε κανέναν στο σαλόνι και την κουζίνα. Ακολουθήσαμε ένα θόρυβο που ερχόταν από το βάθος και φτάσαμε έξω από το δωμάτιο της Χριστίνας. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και όταν τη σπρώξαμε, βρεθήκαμε μπροστά σε μια σκηνή που, αν μας την περιέγραφαν, δεν θα την πιστεύαμε. Η Χριστίνα, ημίγυμνη, με σέξι μπέιμπι ντολ, ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και μαζί της ήταν ο Άρης και ο Μιχάλης, με τα χέρια τους επάνω της.

Sorry of my life
Μόλις μας είδαν, η Χριστίνα πάγωσε, ενώ οι άλλοι δυο πήγαν να το ρίξουν στην πλάκα του στιλ «Δεν είναι αυτό που νομίζετε», αλλά κανείς δεν γέλασε. Εμβρόντητες, η Μαρία κι εγώ πήγαμε στην κουζίνα και περιμέναμε να έρθουν κι οι υπόλοιποι για εξηγήσεις, πάνω από δύο μισοάδεια μπουκάλια ποτά που μαρτυρούσαν τι είχε προηγηθεί.
Ο Άρης και ο Μιχάλης ήρθαν και άρχισαν να δικαιολογούνται πως το ξεκίνησε η Χριστίνα, που ήταν μεθυσμένη, ότι επέμενε και πως δεν την αναγνώριζαν πια. Τους στείλαμε σπίτι τους χωρίς ιδιαίτερα δράματα, αφού δεν είχαμε τίποτα σοβαρό μαζί τους και η κατάσταση θα έληγε ούτως ή άλλως.
Περιμέναμε να εμφανιστεί και η Χριστίνα, αλλά τίποτα. Λίγη ώρα μετά πήγαμε στο δωμάτιό της και της ζητήσαμε το λόγο. Εκείνη δεν απάντησε, ψέλλισε μόνο «Δεν ξέρω, δεν κατάλαβα πώς έγινε», έπειτα μας είπε ότι είναι μεθυσμένη και να την αφήσουμε ήσυχη. Εκείνη τη στιγμή μού φάνηκε πραγματικά αξιολύπητη και δεν έδωσα συνέχεια. Ούτως ή άλλως είχαμε δει με τα μάτια μας τι είχε συμβεί.

Κατά γράμμα
Όπως ήταν φυσικό, με τον Άρη και τον Μιχάλη κόψαμε επαφή και με τη Χριστίνα ψυχραθήκαμε τελείως και δεν ανταλλάζαμε κουβέντα. Συνειδητοποίησα όμως ότι η συμπεριφορά της ήταν περισσότερο προβληματική, ανησυχητική μάλλον, όταν σκέφτηκα ότι δεν είχε ποτέ της σχέση, δεν είχε κάνει ποτέ σεξ και παραλίγο, με δική της πρωτοβουλία, να έχει την πρώτη της εμπειρία όχι με έναν, αλλά με δύο άντρες που δεν είχαν σχέση μαζί της.
Δύο μέρες πριν φύγει η Μαρία, αποφασίσαμε να ψάξουμε το δωμάτιο της Χριστίνας. Κακό, το ξέρω, αλλά ήθελα να μάθω περισσότερα για τον άνθρωπο που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο και φερόταν τόσο αλλοπρόσαλλα.
Μπήκαμε την ώρα που εκείνη έλειπε στη σχολή και ψάχνοντας στα συρτάρια της βρήκαμε γράμματα που είχε γράψει πρόχειρα, πριν τα καθαρογράψει και τα στείλει, πράγμα που δεν είχα ξανακούσει ποτέ να γίνεται, αλλά εκείνη το έκανε – μάλιστα κρατούσε τα πάντα.

Fake id
Διάβασα λοιπόν ένα γράμμα που είχε στείλει σε μια εξαδέλφη της και όπου περιέγραφε τη ζωή της στη Θεσσαλονίκη. Μόνο που έγραφε ότι τώρα φιλοξενούσε μια φίλη της και ότι μαζί είχαν γνωρίσει σε ένα κλαμπ δύο φίλους, τον Άρη και τον Μιχάλη. Έγραφε ακόμα ότι εκείνη τα είχε φτιάξει με τον Άρη και έβγαιναν κάθε βράδυ. Με λίγα λόγια, η Χριστίνα έγραφε ακριβώς σαν να ζούσε τη δική μου ζωή. Τη στιγμή που το κατάλαβα, ένιωσα το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου.
Άνοιξα το κομοδίνο της, προσπαθώντας να καταλάβω κάτι παραπάνω, χωρίς να έχω ιδέα τι να περιμένω. Εκεί βρήκα ένα σωρό δικά μου μικροπράγματα, που νόμιζα εδώ και καιρό ότι τα είχα χάσει, καθώς και αρκετές φωτογραφίες μου. Συνειδητοποίησα πόσες φορές την είχα δει να βρίσκει «τυχαία» την τσάντα ή το κινητό μου όταν τα έψαχνα μέσα στο σπίτι, πόσες φορές την είχα πετύχει να με κοιτάζει όταν νόμιζε ότι η προσοχή μου ήταν στραμμένη αλλού. Είχα καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά αυτό ήταν πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορούσα να διαχειριστώ.

Who are you?
Την περίμενα με τα γράμματα στο χέρι. Με το που μπήκε σπίτι, της ζήτησα το λόγο. Εκείνη προσπάθησε να γυρίσει τη συζήτηση στο ότι εγώ ήμουν λάθος, που έψαξα τα πράγματά της. Έχασα την ψυχραιμία μου και ξέσπασα λέγοντάς της σκληρές κουβέντες, ελπίζοντας να πάρω μια απάντηση για τη συμπεριφορά της.
Αν το πρόβλημά της ήταν η αυτοεκτίμηση, σήμερα καταλαβαίνω ότι μάλλον το επιδείνωσα, αλλά τότε ήμουν 20 χρόνων και μόλις είχα μάθει ότι η συγκάτοικός μου προσπαθούσε να κλέψει τη ζωή μου.
Η Χριστίνα έπαθε υστερία, αλλά δεν απολογήθηκε. Δεν είπε τίποτα λογικό, μόνο να σταματήσω να την πιέζω γιατί θα φώναζε τον πατέρα της, που ήταν στην αστυνομία. Τηλεφώνησα στους γονείς μου και τους είπα τι είχε συμβεί. Δεν ένιωθα πια καθόλου ασφαλής να περάσω έστω και μία νύχτα στο σπίτι μαζί της. Οι δικοί μου ήρθαν αμέσως και μέσα σε δύο μέρες είχα μετακομίσει σε καινούρια γειτονιά.

Oversharing
Δεν την ξαναείδα για καιρό, αν και μέσω κοινών γνωστών μάθαινα νέα της. Άκουσα ότι τσακώθηκε άσχημα με μια φίλη της επειδή της έκλεβε προσωπικά αντικείμενα, ότι έκανε την πρώτη της σχέση στα 30 και ότι προσπαθεί να κάνει καριέρα στη διαφήμιση.
Την ξανασυνάντησα πρόσφατα σε μια εκδήλωση. Με πλησίασε και μου έλεγε πόσο καλά είναι, όμως η ένταση στα μάτια της μου έλεγε μια διαφορετική ιστορία. Μου είπε ότι θα με ψάξει στο Facebook για να γίνουμε φίλες και κούνησα απλώς το κεφάλι. Έστω και με ηλεκτρονικούς όρους, δεν θέλω καν να φανταστώ μέχρι πού μπορεί να φτάσει για τη Χριστίνα η ιδέα του share.

Home, sweet home
Το να διαλέξεις συγκάτοικο δεν είναι η πιο εύκολη υπόθεση όταν ανάμεσα στους υποψήφιους δεν βρίσκεται κανένας φίλος που ξέρεις καλά. Πριν μοιραστείς τα κλειδιά σου με κάποιον άλλο, συγκέντρωσε όσο περισσότερες πληροφορίες μπορείς γι’ αυτόν κι αν παρατηρήσεις οποιαδήποτε ανησυχητική συμπεριφορά ή συνήθεια που σε φέρνει σε δύσκολη θέση, απομακρύνσου, εκτός αν το να κοιμάσαι κλειδώνοντας την πόρτα της κρεβατοκάμαρας σου φαίνεται καλή ιδέα.

Πηγή: Cosmopolitan

Το Μυστικό


Η φίλη μου μολύνθηκε από τον ιό HIV πριν από πέντε χρόνια. Κι εγώ το έμαθα τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες της ζωής της.

Από την Έλενα*, όπως τα διηγήθηκε στη Χριστίνα Μπίθα

Ευαγγελισμός. Μόλις είχα βγει από το δωμάτιο όπου βρισκόταν η Μάνια και στεκόμουν ιδρωμένη στο μεγαλύτερο διάδρομο που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Άνθρωποι έρχονταν, άνθρωποι έφευγαν, ένας με ρώτησε αν θέλω λίγο νερό. «Όχι, δεν θέλω νερό, τη φίλη μου θέλω» απάντησα μηχανικά και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Για τη χαμένη αθωότητα, για εκείνη που θα έφευγε, για μένα που θα έμενα πίσω. Για το μεγάλο, τρομερό μυστικό της, που θεώρησε πως έπρεπε να μου το αποκαλύψει τώρα, λίγο πριν το τέλος, που τίποτα πια δεν μπορούσε να το αλλάξει, ούτε καν η ασυγκράτητη ορμή της φίλης μου που θαύμαζα από το σχολείο.

Come together
Η σκέψη μου πήγε σ’ εκείνα τα ανέμελα χρόνια. Η Μάνια ήταν η απουσιολόγος της τάξης και η κούκλα της παρέας. Ήμασταν μαζί από το δημοτικό, αχώριστες. Δεν έκρυβε τίποτα η μία από την άλλη, ανταλλάσσαμε αφίσες, απόψεις, CD, σκέψεις, ρούχα, κοσμήματα, τα πάντα. Όταν αργούσα να πάω σπίτι και η μαμά μου άρχιζε την ανάκριση, της έλεγα πως ήμουν στη Μάνια και αμέσως ηρεμούσε.
Την αγαπούσε πολύ. «Θα πάει πολύ μπροστά» μου τόνιζε συνέχεια. Όταν μπήκαμε και οι δύο στο πανεπιστήμιο, χωρίσαμε. Εκείνη Ιατρική, εγώ Φιλοσοφική. Άλλες παρέες, άλλες ασχολίες. Αλλά μιλούσαμε συχνά στο τηλέφωνο. Τέσσερα χρόνια μετά εγώ γνώρισα το σημερινό μου σύντροφο και η Μάνια έγινε ενεργό μέλος σε μια μεγάλη ανθρωπιστική οργάνωση.

Τα τύμπανα της Αφρικής
Της άρεσε πάντα να ταξιδεύει, να προσφέρει, να ρισκάρει. Οι γονείς της ήταν έξαλλοι. «Δεν κοιτάζει να βρει ένα καλό παιδί από τη σχολή να παντρευτεί κάποια στιγμή, θέλει περιπέτειες» φώναζαν. Η Μάνια, όμως, ανένδοτη. Κατέβαινε για έξι, οκτώ μήνες σε ορφανοτροφεία διεθνών ανεξάρτητων οργανισμών και βοηθούσε. Κάθε φορά που επέστρεφε, μας καλούσε όλους σπίτι της και μας έδειχνε με τις ώρες φωτογραφίες. Απ’ όλες τις χώρες της Μαύρης Ηπείρου ξεχώριζε την Γκάνα. Μας έλεγε πως έχει απίστευτη τροπική ομορφιά, πολύ αξιόλογους ανθρώπους, αλλά και έλλειψη βασικών υποδομών, ανεργία, εγκληματικότητα και απόλυτη φτώχεια. Μας διηγιόταν πώς στην Άκρα, την πρωτεύουσα, μέσα σε ένα σπίτι από τσιμεντόλιθους φρόντιζε διακόσια παιδιά τη μέρα που έπασχαν από ελονοσία, ηπατίτιδα και έιτζ.
Εμείς, φυσικά, αναστατωνόμασταν με όλα αυτά, αλλά κάθε φορά που προσπαθούσαμε να την πείσουμε να γυρίσει μια και καλή πίσω, εκείνη αγρίευε: «Πέντε εκατομμύρια άνθρωποι στην Γκάνα είναι μολυσμένοι και δεν έχουν καν πόσιμο νερό. Κι εσείς μου ζητάτε να μείνω στην Αθήνα; Να κάνω τι εδώ, τι με κρατάει; Ή να μείνω και να παριστάνω την αδιάφορη;». Εκεί κοβόταν και η συζήτηση.
Στο μεταξύ είχαν περάσει επτά χρόνια από την πρώτη φορά που η Μάνια αποδέχτηκε την πρόταση του ανθρωπιστικού δικτύου με το οποίο συνεργαζόταν. Χρόνια κουραστικά, στενάχωρα, αλλά και αποδοτικά, γεμάτα. Και για τις δυο μας, με διαφορετικό τρόπο. Αλλά η φίλη μου κάθε φορά που επέστρεφε, μου φαινόταν όλο και πιο ταλαιπωρημένη, όλο και πιο αδυνατισμένη. «Μα δεν τρως τίποτα; Δεν κοιμάσαι;» τη ρωτούσαμε εκείνες τις βραδιές στο σπίτι της. Εκείνη δεν απαντούσε ποτέ και κοιτούσε αλλού. Φαινόταν και αλλού. Δεν υποψιαστήκαμε το παραμικρό, καθώς αποδίδαμε τη συμπεριφορά της σε όλα αυτά που έβλεπε και βίωνε.

Breaking the news
Την τελευταία φορά που η Μάνια επέστρεψε στην Ελλάδα, δεν μας πήρε τηλέφωνο. Δεν ήξερε κανείς μας πως ήταν εδώ, και μάλιστα κατάκοιτη στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου. Έμαθα για την επιστροφή της από τη μαμά της, που με πήρε μια μέρα τηλέφωνο και μου είπε μόνο «Έλενα, η Μάνια δεν είναι καλά, έχει ηπατίτιδα Β, έλα να τη δεις στον Ευαγγελισμό, δωμάτιο νούμερο τάδε». Εκείνη την ώρα περνούσα το δρόμο, τα έχασα, κόντεψε να με πατήσει αυτοκίνητο.
Στο νοσοκομείο βρήκα τη μαμά της κάτωχρη δίπλα σε ένα γιατρό που με προειδοποίησε πως «Η πρώτη φορά που αντικρίζεις έναν τέτοιο ασθενή είναι και η χειρότερη». Δεν είχα ιδέα για τι πράγμα μού μιλούσε. Τι εννοούσε «τέτοιον ασθενή»; Ύστερα κατάλαβα. Η Μάνια που αντίκρισα δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τη Μάνια που γνώριζα όλα αυτά τα χρόνια, ακόμα και στα πιο αδύνατά της. Ήταν ξαπλωμένη, πετσί και κόκαλο, πάλλευκη σαν το γάλα, με σωληνάκια, με στεγνά μάτια, σε ένα άδειο δωμάτιο. Πάγωσα.
«Χαιρετώ την αδελφή Τερέζα» της είπα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να κάνω χιούμορ. «Μου έλειψες. Εύχομαι να μη σε ξαναδώ σε νοσοκομείο. Γίνε καλά και μείνε πια εδώ». Μου έγνεψε αδύναμα και προσπάθησε να χαμογελάσει. «Εγώ είμαι ταξιδιάρα ψυχή. Αυτή τη φορά πάντως θα λείψω καιρό. Σχεδόν κοντεύω να φύγω» ψιθύρισε. Μια απίστευτη σιωπή έπεσε στο δωμάτιο. Βούρκωσα. Συνέχισα την προσπάθεια: «Ηπατίτιδα Β, μου είπαν οι γονείς σου. Πώς έγινε αυτό;». «Πριν από λίγα χρόνια, από μετάγγιση αίματος εξαιτίας τραύματος σε ένα νοσοκομείο στην Γκάνα» απάντησε αρχικά βουρκώνοντας κι αυτή, αλλά στη συνέχεια μου είπε: «Δεν έχω ηπατίτιδα, αλλά έιτζ. Ήμουν οροθετική, αλλά τελικά νόσησα. Ακολουθώ αγωγή τα τελευταία δύο χρόνια. Είμαι στο τελικό στάδιο».

Το μυστικό
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από αυτή την πρώτη επίσκεψη, αλλά θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια το φοβερό συναίσθημα που ένιωσα εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν κάποιος να με είχε μόλις ρίξει στο κενό. Άρχισα να ουρλιάζω πως μου έλεγε ψέματα, πως θα γινόταν καλά, πως έπρεπε να γίνει καλά. Η Μάνια με άφησε να ξεσπάσω και μετά μου είπε πως οι γονείς της έτσι έλεγαν σε όλους, ότι είχε ηπατίτιδα Β, το έιτζ ήταν το απόλυτα κακό οικογενειακό μυστικό που έπρεπε να φυλαχτεί, αλλά «φυσικά, εσύ τώρα γνωρίζεις την αλήθεια».
Αλλά δεν μπορούσα να χωνέψω με τίποτα αυτή την αλήθεια. «Και γιατί δεν μου είπες τίποτα τόσον καιρό; Γιατί δεν γύρισες πίσω;» άρχισα πάλι να φωνάζω. «Εσύ ήσουν ερωτευμένη και ευτυχισμένη, ζούσες το δικό σου παραμύθι» μου απάντησε. «Και πέρα από αυτό, ήθελα να το κρύψω απ’ όλους. Πώς θα με έβλεπαν μετά; Α, ήρθε πίσω η τελειωμένη γιατρός; Στην Ευρώπη σε αντιμετωπίζουν με άλλο μάτι. Στην Αφρική είναι όλοι ίσοι σ’ αυτό. Ένας ακόμα οροθετικός. Ε, και;».

Roller coaster
Ξαφνικά τη μίσησα. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να μου το κάνει αυτό. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να νομίζει πως εγώ θα την αντιμετώπιζα διαφορετικά. Ήμασταν φίλες. Κι αν δεν τα λες αυτά στους φίλους σου, σε ποιους τα λες; Και πώς μπορείς να είσαι τόσο σκληρή μαζί τους, να τους αναγκάσεις να σε δουν ξαφνικά έτσι, χωρίς καμιά προειδοποίηση;
Σηκώθηκα απότομα από την καρέκλα. Η Μάνια με κοιτούσε σαν να το περίμενε, σαν να πρόβαρε χρόνια ολόκληρα τι θα μου έλεγε όταν θα έφτανε αυτή η ώρα και να τώρα που επιτέλους είχε φτάσει. «Αν θέλεις, πες το σε όλους. Τώρα πια λίγη σημασία έχει. Πρέπει όμως να καταλάβεις γιατί δεν σου είπα τίποτα. Όχι γιατί δεν σε υπολογίζω και δεν σε αγαπώ, αλλά γιατί όλο αυτό είναι κάτι παραπάνω από μένα. Θα ξανάρθεις να με δεις, ε;».
Ένιωσα φοβερή ντροπή που της είχα φωνάξει έτσι. Δεν μπορούσα να αποδεχτώ ότι έκρυβε τόσον καιρό κάτι τέτοιο από μένα, αλλά στο τέλος της ημέρας ήταν δικαίωμά της. Δεν μου χρωστούσε τίποτα. Δεν χρωστούσε τίποτα σε κανέναν. Και ίσως έτσι θεωρούσε πως προφύλαξε καλύτερα τον εαυτό της. Πως τον προφύλαξε από όλα αυτά τα ατέλειωτα παρηγορητικά λόγια χωρίς νόημα που θα επαναλαμβάναμε, απ’ όλες τις ξαφνικές κρίσεις που θα μας έπιαναν, απ’ όλες τις επώδυνες ερωτήσεις, απ’ όλα τα κλάματα που θα ρίχναμε τόσα χρόνια. Τον προφύλαξε από τη συνεχή, αμείλικτη υπενθύμιση ότι εκείνη ήταν πια σε μια απέναντι όχθη. Στην Αφρική όλες οι όχθες ενώνονταν.

Till the end
Όπως και να ’ναι, είπα την αλήθεια σε όλους τους φίλους μας. Το απόλυτο σοκ. Και μετά η απέραντη θλίψη. Για δύο εβδομάδες στο νοσοκομείο βρισκόταν πάντα κάποιος από μας εκεί, νύχτα μέρα, δεν την αφήναμε ποτέ μόνη της. Νομίζω πως αυτό ήταν που την κράτησε λίγο παραπάνω, αλλά μπορεί να λέω και βλακείες.
Ήμουν η τελευταία που την είδε ζωντανή. Όταν η νοσοκόμα μού είπε πως έπρεπε να την αφήσω να ξεκουραστεί, τη φίλησα στο μέτωπο, της είπα ότι θα πήγαινα και θα ξαναπήγαινα. Εκείνη δεν μιλούσε πια σχεδόν καθόλου. Λίγο πριν βγω, γύρισα και την κοίταξα. Και ξαφνικά μου φάνηκε πως δεν ήταν πια κατάκοιτη, είχαμε μεταφερθεί και οι δύο πάλι πίσω στο σχολείο. Διάλειμμα, κι εμείς στη γωνία με τυρόπιτες στα χέρια να συζητάμε για το πώς θα κατακτήσουμε μια μέρα τον κόσμο.

Acquired Immune Deficiency Syndrome
Το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας είναι μια λοιμώδης νόσος που οφείλεται στον ιό HIV (Human Immunodefiency Virus), ο οποίος προσβάλλει το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Μπορεί κάποιος να είναι για χρόνια οροθετικός, δηλαδή να είναι φορέας του ιού, χωρίς καν να το γνωρίζει. Αν νοσήσει, τότε πάσχει από AIDS, όχι πριν. Ο ιός μεταδίδεται μέσω του αίματος και των αναπαραγωγικών υγρών και ποτέ με τον ιδρώτα ή το σάλιο.

Future perfect
H ιατρική έχει προχωρήσει σήμερα τόσο που, αν διαγνωστείς ως οροθετικός, με την έγκαιρη κατάλληλη αγωγή μπορείς να ζήσεις μια ευτυχισμένη, πλήρη ζωή, ίσως και μέχρι τα βαθιά σου γεράματα. Και φυσικά, για να μπορέσουν να τη ζήσουν και οι άλλοι, πρέπει να ειδοποιήσεις αμέσως και τους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους πρώην και τους νυν σεξουαλικούς σου συντρόφους. Πρώτα πολύ χρήσιμα τηλέφωνα: 210 8842011, 210 8256476 (Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων), 210 7222222 (αποκλειστική γραμμή AIDS).

*Tα ονόματα έχουν αλλαχθεί για ευνόητους λόγους.


Πηγή: Cosmopolitan