Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου ~ Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

Lisa

This is thy hour O Soul, thy free flight into the wordless. Away from books, away from art, the day erased, the lesson done. Thee fully forth emerging, silent gazing, pondering the themes thou lovest best. Night, sleep, death, and the stars. - Walt Whitman
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα me myself and I. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα me myself and I. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Μεγαλώνω μαμά. Και φοβάμαι.

Ανήμερα των γενεθλίων μου πάντοτε με πιάνει μια γλυκιά νοσταλγία, αυτή η όμορφη ακαθόριστη μελαγχολία. Έτσι έκατσα και σήμερα να μετρήσω μέχρι πού έχω φτάσει. Αλήθεια, όσα κι αν σκεφτώ, το συμπέρασμα είναι ένα: πως μεγαλώνω, μαμά.

Μεγαλώνω, μαμά, και δεν ξενυχτάω πλέον κάθε βράδυ ως το ξημέρωμα τα καλοκαίρια. Αντιθέτως, δεν έχω την επιλογή να ξυπνήσω δίχως όρεξη. Πρέπει να βάλω τα καλά μου, να χαμογελάω σε όλους και να καταφέρω να συνυπάρχω και να δουλέψω με χίλιους δυο ανθρώπους.

Μεγαλώνω, μαμά, κι έμαθα πια για τα καλά τι θα πει ρουτίνα. Εγώ που μπορούσα να βγω στο δρόμο με πλακάτ να φωνάξω εναντίον της. Μεγαλώνω, αλλά ακόμη με φοβίζουν οι κουστουμαρισμένοι που κρύβονται πίσω απ’ την δύναμή τους. Οι υποχρεώσεις κάποτε με πνίγουν, μαμά, δε θέλω να κλείνομαι σε καλούπια, δεν το αντέχει το πετσί μου να περιτριγυρίζομαι από υποχρέωση γύρω από «άσχημους» ανθρώπους. Κάποτε το μόνο που θέλω είναι να τρέξω σε σένα, μαμά, να χωθώ στην αγκαλιά σου, να μη με νοιάζει ο έξω κόσμος, αυτός που με τρομάζει.

Μεγαλώνω, μαμά, κι οι φίλοι λιγοστεύουν. Άρχισαν να μετριούνται σε όσους χαίρονται με τη χαρά μου και σπαράζουν περισσότερο κι από μένα με τη λύπη μου. Θυμάσαι, μαμά, κάποτε που δεν προλάβαινες να υπολογίσεις ονόματα φίλων; Τώρα λιγοστεύουν, μαμά, οι άνθρωποι αλλάζουν. Κοιτάζουν το συμφέρον τους όσο μεγαλώνουν, δεν αφήνουν κανένα μέρος της καρδιάς τους αγνό. Και με πονάει αυτό, μαμά.

Νόμιζα πως οι φίλοι έχουν τη δύναμη να σε κρατάνε για πάντα παιδί – εκτός κι αν χαθούν. Και φοβάμαι, μαμά, εσύ το ξέρεις καλύτερα, ήταν πάντοτε ο εφιάλτης μου να μη με αγαπάνε όσοι αγαπώ. Αλλά είχες δίκιο, λιγοστεύουν και χάνονται κι η απώλειες πάντα θα με πονάνε, μαμά.

Μεγαλώνω μαμά, κι οι έρωτες δεν είναι πια όπως τους φανταζόμουν στα δεκάξι. Δεν είναι πια ατέλειωτες βόλτες, τσιγάρα και ξενύχτια. Οι έρωτες έχουν αγκάθια και πονάνε. Σε θέλουν δυνατό κι εξηγημένο. Κι η αγάπη, με φοβίζει η αγάπη, μαμά. Θυμάσαι κάποτε που νόμιζα πως αγαπούσα πραγματικά, αλλά έφευγα με την πρώτη δυσκολία; Μεγαλώνω μαμά και καταλαβαίνω πως η αγάπη και το νοιάξιμο είναι μεγάλες ευθύνες. Πως οι σχέσεις δεν έρχονται αβίαστα, θέλουν φροντίδα, δουλειά και προσπάθεια. Κι εγώ μεγάλωσα, μαμά, και τόσο αυθόρμητη και παρορμητική, πώς να μπω σε καλούπια τώρα;

Μεγαλώνω μαμά κι άρχισα να βιώνω τις απώλειες. Είναι αναπόφευκτο να χάνεις αγαπημένους σου μεγαλώνοντας κι αυτό είναι απ’ τα μεγαλύτερα πλήγματα της ενηλικίωσης. Φοβάμαι μαμά. Ας μεγαλώσω κι άλλο, ας βγάλω ρυτίδες πιο βαθιές απ’ το πιο μεγάλο μου χαμόγελο μα κάνε το χρόνο να σταματήσει για όλους εσάς που αγαπώ, μαμά.

Μεγαλώνω, μαμά. Και για όλα εκείνα τα χρόνια που βιαζόμουν να μεγαλώσω, να βάλω τακούνια και γυαλιά, δε με προετοίμασε κανείς για το πόσο δύσκολος είναι ο έξω κόσμος, για το ότι οι άνθρωποι πληγώνουν και φεύγουν. Για το πόσο πρέπει να πονέσεις για να γίνεις δυνατός.

Μεγαλώνω μαμά. Και φοβάμαι.


Πηγή: pillowfights.gr

I relate to this on a spiritual level

EDITORIAL


Ξεκάθαρα η φάτσα μου τη μέρα που γεννήθηκα.
Happy Birthday to me!

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Time after time

Σας καλησπερίζω με νέο τίτλο ιστολογίου και νέα διάθεση. Γιορτάζουμε την πρώτη δεκαετία στη μπλογκόσφαιρα με μερικές εκπλήξεις που ετοίμασα για εσάς. Ας μη προτρέχω, όμως.


Η σημερινή ανάρτηση έχει άλλο ύφος, πιο προσωπικό. Λίγο η νύχτα, λίγο το μοχίτο, λίγο η καλοκαιρινή αύρα, ξύπνησε μέσα μου ένας αχόρταγος πόθος να ανοίξω ξανά τα νυχτερινά μου ημερολόγια. Είναι καιρός να γράψω ξανά, μετά από καιρό, γράμμα σε ένα αόρατο "εσύ". Παραλήπτης ένα "εσύ" απρόσωπο, γιατί ίσως εν τέλει δε θέλω να μιλήσω σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά στο ίδιο το μυαλό μου.

Ανασυγκρότηση.

Ποια είμαι "εγώ" και ποιος "εσύ"; Τι είμαστε "εμείς" και τι υπήρξαμε; 

Η θύμηση σου είναι στιγμιότυπα, και τούτα τα καρέ δεν αρκούν ούτε καν να φτιάξουν έναν ολόκληρο άνθρωπο. Κι όμως, αυτή η ημιτελής παρουσία έγινε η απουσία που απασχολεί το βράδυ μου.

Τι είσαι; Λέξεις, τρυφερές. Αγγίγματα, ηδονικά. Μα κι εκείνη η ασφάλεια. Η γαμημένη ασφάλεια. Μεγάλωσα κι ακόμη δεν έμαθα. Το παιδί ψάχνει ακόμα καταφύγιο.Το παιδί θα είναι για πάντα παιδί.

Είμαι τόσο ίδια και τόσο διαφορετική... Βιώνω διαφορετικά τις απουσίες. Ίσως γιατί λείπουν όσοι έπρεπε να ήταν εδώ, όσοι είχαν σημασία. Όταν σου κλέβουν την ανάσα, τι να σου πει μία σταγόνα αίματος; Τα γόνατα μου ήταν γρατζουνισμένα πριν από σένα, μάτια μου. 

Το τέρας είχε ξυπνήσει χρόνια πριν έρθεις εσύ. Το έβαλες για ύπνο, λίγο μονάχα, όσο χρειαζόταν να μείνει αδρανές εκείνη την κακή περίοδο, την περίοδο που ήμουν ευάλωτη στις επιθέσεις του.

Από μία άποψη πιστεύω ότι γι' αυτό ήρθες στη ζωή μου. Για να με προστατέψεις. Να με προστατέψεις από τον ίδιο μου τον εαυτό. Κι ύστερα έφυγες, γιατί η αποστολή σου είχε ολοκληρωθεί. Ίσως γι' αυτό να μη σου δόθηκα ποτέ ολοκληρωτικά. Πάντοτε ένα πόδι στην έξοδο. Έτοιμη να τρέξω. 

Μπορούν να πέσουν τίτλοι τέλους σε ένα έργο που δεν άρχισε ποτέ;

Τι να σημαίνει τέλος στη δική μας ιστορία; Μία συνήθεια που παύει να είναι συνήθεια;
Ίσως φοβάμαι να ανοιχτώ στο άγνωστο. Γιατί αν λείπεις εσύ, τη θέση σου θα πρέπει να πάρει μία νέα συνήθεια. Θα πρέπει να βρεθούν ξανά δύο χείλη να μου λεν τις ίδιες λέξεις, και δύο χέρια να τυλίγονται γύρω μου και να διαλύουν το σκοτάδι. Θα πρέπει να βρω δυο μάτια από τα οποία δε θα προσπαθήσω να κρυφτώ. Θα πρέπει να πω αλλού αυτά που δεν τόλμησα να πω σε σένα...

Λείπεις, ναι, άραγε "μου" λείπεις; 
Σε σκέφτομαι και τούτο το βράδυ, ίσως επειδή το επέλεξα εγώ. Δίχως να ξέρω το γιατί. Άσκοπα, ίσως επειδή ψάχνω ένα σκοπό. Τι κερδίζω; Να καίγομαι; Να καίγομαι.

Η Λίζα στη χώρα των θαυμάτων

EDITORIAL


Σε 15 περίπου ημέρες ο μικρός μου παράδεισος κλείνει 10 χρόνια στη μπλογκόσφαιρα. 10 χρόνια δημιουργίας και έκφρασης, 10 χρόνια θλίψης και χαράς, 10 χρόνια μεταμόρφωσης. Αποφάσισα να τιμήσω αυτήν την επέτειο, κάνοντας του ένα ασυνήθιστο, ίσως, δώρο. Ένα νέο όνομα. Είμαι πλέον τόσο διαφορετική, που τι πιο ταιριαστό από το να αλλάξουμε ταυτότητα μαζί με το ιστολόγιο μου;

Η αλήθεια είναι ότι φλέρταρα με τη σκέψη εδώ και μερικά χρόνια, αλλά πάντοτε κατέληγα ότι το Η Λίζα και (όλοι) οι άλλοι.. έχει γράψει τη δική του ιστορία, μια ιστορία τόσο σημαντική που δε μπορούσα να τη σβήσω. Θεωρούσα ότι κανένα όνομα δεν μπορούσε να το αντικαταστήσει. Γιατί ήταν πάντοτε τόσο περιεκτικό μέσα στην απλότητά του.

Σήμερα γυρίζουμε σελίδα. Κρατάμε το παρελθόν στην καρδιά μας και προχωράμε μπροστά. Είμαι ακόμα η Λίζα και αυτός είναι ο μικρόκοσμος μου. Θα είμαι πάντοτε μια Λίζα στη χώρα των θαυμάτων. Και επέλεξα αυτό να είναι το νέο όνομα του διαδικτυακού μου Παραδείσου.

Ποιος ξέρει; Ίσως κάποια μέρα να επιστρέψω ξανά στο γενέθλιο όνομα του ιστολογίου. Μέχρι τότε...

Νέα σελίδα, νέο όνομα, νέα δεκαετία.
Σας περιμένω στη Χώρα των Θαυμάτων.

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Το χαμόγελο της (Μόνα) Λίζα

Όπως ανέφερα στο πρωινό μου editorial, η δημιουργική μου απραξία γέννησε χθες, μετά από καιρό, ένα νέο διήγημα, πολύ διαφορετικό απ' ότι έχω δημοσιεύσει σε αυτό το ιστολόγιο. 


Το διήγημα ονομάζεται δέκα τοις εκατό, και ο παρακάτω σύνδεσμος θα σας οδηγήσει στο δεύτερο ιστολόγιο μου, Το Χαμόγελο της (Μόνα) Λίζα, όπου ανεβάζω αποκλειστικά δικά μου δημιουργήματα. Αν θέλετε να δείτε τον κόσμο μέσα από τα μάτια και το...πληκτρολόγιό μου, μη χάνετε στιγμή, πατήστε στον παρακάτω σύνδεσμο και διαβάστε τα "χαμόγελα" μου.


Δέκα τοις εκατό

«Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μόνον το δέκα τοις εκατό  
των δυνατοτήτων του εγκεφάλου του.  
Συγκρατήστε αυτήν την πληροφορία,  
θα σας χρειαστεί αργότερα».


Στην παρούσα, όμως, ανάρτηση δε θα περιοριστώ μόνο στην κοινοποίηση του συνδέσμου. Αποφάσισα να σας μιλήσω λίγο και για το ίδιο το διήγημα, τη σύλληψη της ιδέας, τις λεπτομέρειες που δεν κατάφεραν να περάσουν την τελική περικοπή και να σας φανερώσω κάποια μικρά easter eggs που έκρυψα για να κάνω τη διήγηση λίγο πιο διασκεδαστική...για μένα. 

Θα φτάσουμε, όμως, κι εκεί.

Κάτι που θεωρώ σημαντικό να υπογραμμίσω είναι ότι πρώτη φορά γράφω ένα διήγημα αυτού του είδους. Μολονότι πάντοτε με προσέλκυε η λογοτεχνία του φανταστικού, και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου σκαρφίζομαι ιστορίες με μάγους και μυθικά πλάσματα, εντούτοις ποτέ δεν είχα αγγίξει τα σύνορα της επιστημονικής φαντασίας. Αν και απολάμβανα βιβλία και κινηματογραφικές παραγωγές αυτού του είδους, πάντοτε έβρισκα το sci-fi "ξένο". Όχι επειδή δεν μου άρεσε, αλλά επειδή η φαντασία μου δεν έβρισκε το λόγο να παρεκκλίνει από το fantasy. Αυτή είναι η πρώτη μου προσέγγιση σε τούτο το λογοτεχνικό είδος.

Όλα ξεκίνησαν πριν από δύο βράδια, παρακολουθώντας μία ξένη σειρά που τοποθετείται σε μία τεχνολογικά προηγμένη δυστοπία. Καθώς έβλεπα ένα επεισόδιο με θέμα τη μεταφορά συνείδησης από ένα σώμα σε ένα άλλο, μία γνώριμη πρόταση κέντρισε την προσοχή μου. "Χρησιμοποιούμε μόνο το δέκα τοις εκατό των δυνατοτήτων του εγκεφάλου μας". Μία δήλωση που χρησιμοποιείται συχνά σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας, για να υπογραμμίσει ότι εάν χρησιμοποιήσουμε έστω και 1% παραπάνω, μπορούμε να γίνουμε υπεράνθρωποι. Από τη στιγμή εκείνη, το μυαλό μου ξεκίνησε να συστρέφεται γύρω από εκείνη τη φράση.

What if...

Κι αν το αδρανές 90% στην πραγματικότητα χρησιμοποιείται; Κι αν κάτι μπλοκάρει τη συνείδηση μας από το να αντιληφθεί τη λειτουργία του; Κι αν είναι κάτι που υπερβαίνει την ανθρώπινη συνείδηση, γι' αυτό είναι κλειδωμένο για να μη χάσουμε τα λογικά μας;

Καθώς τα ερωτήματα αυτά τριβέλιζαν το μυαλό μου, και μία ιστορία γεννιόταν μέσα μου, η playlist μου κατέληξε σε ένα νέο επεισόδιο της sci-fi σειράς. Το θέμα του επεισοδίου ήταν το mind uploading, η μεταφορά συνείδησης σε έναν υπολογιστή, όπου είχε δημιουργηθεί μια προσομοίωση όπου μεταφέρονταν οι νεκροί, και την οποία δοκίμαζαν οι ετοιμοθάνατοι. Ένας τεχνητός παράδεισος. Οι χρήστες της εν λόγω εφαρμογής είχαν την επιλογή να μεταφερθούν σε μία παρελθοντική στιγμή (το μεγαλύτερο μέρος του επεισοδίου διαδραματίζεται τη δεκαετία του 1980), "φορώντας" το σώμα της νιότης τους και να αλληλεπιδρούν με τους υπόλοιπους νεκρούς εκεί. 

Αναπόφευκτα, σκέφτηκα ότι το κόνσεπτ του παρελθοντικού εαυτού τους μου θύμιζε, κατά κάποιο τρόπο, τη φιλοσοφία της μετενσάρκωσης. Τα άβαταρς των νέων εαυτών τους, και η επιλογή να ταξιδεύσουν στα 80s, τα 90s ή τα 00s, μου θύμισαν την ύπνωση και την αναδρομή σε προηγούμενες ζωές. Το μυαλό μου ξεκίνησε ξανά να παίρνει στροφές.

What if...

Κι αν το 10% που χρησιμοποιούμε  είναι η παρούσα μετενσάρκωση; Αν στο υπόλοιπο 90% είναι αποθηκευμένες όλες οι μετανσαρκώσεις που έχουμε πραγματοποιήσει ή πρόκειται να πραγματοποιήσουμε; Κι αν βρεθεί στο μέλλον επιστημονική εξήγηση για τη μετενσάρκωση; Αν μπορούσα να δώσω ένα δικό μου επιστημονικό ορισμό για τη μετενσάρκωση, ποιος θα ήταν αυτός;

Ενώ ξεκίνησα να φλερτάρω με τη σκέψη ενός διηγήματος επιστημονικής φαντασίας, ήρθε η ιδέα που έδεσε μαζί όλες τις υπόλοιπες, σαν δομικό υλικό. Το ταξίδι στο χρόνο. Μία έννοια η οποία έχει απασχολήσει κατά κόρον τους συγγραφείς τόσο της επιστημονικής φαντασίας, όσο και του φανταστικού. Από το Harry Potter μέχρι το Supernatural και από τους Avengers μέχρι το 11.22.63, το ταξίδι στο χρόνο ήταν πάντοτε ελκυστικό.

Το αγαπημένο μου κόνσεπτ ήταν ανέκαθεν ότι ο χρόνος συμβαίνει ταυτόχρονα: κάθε πράξη που πρόκειται να κάνει ο χρονοταξιδευτής έχει ήδη συμβεί και δώσει αποτελέσματα. 

Με βάση αυτό το σκεπτικό, και "κλέβοντας" ιδέες από υπάρχουσες επιστημονικές θεωρίες, ξεκίνησα να συνθέτω τους κανόνες του δικού μου κόσμου. Η θεωρία που συνέθεσα, μπορεί να φαντάζει αληθοφανής, κάτι που ακόμη κι αν δεν ισχύει μπορεί να σταθεί ως μία θεωρία που θα πίστευε κάποιος, στην πραγματικότητα, όμως, είναι 100% επίπλαστη. Φτιαγμένη ώστε να εξυπηρετεί την πλοκή και να μοιάζει ως κάτι που θα μπορούσε να ειπωθεί από έναν ιδιαιτέρως μορφωμένο άνθρωπο.

Μία πληροφορία που τελικά κόπηκε στο "μοντάζ", ήταν ότι οι σχιζοφρενείς και οι άνθρωποι με διασχιστική διαταραχή προσωπικότητας, είναι στην πραγματικότητα άνθρωποι που έχουν πρόσβαση στο σκοτεινό 90%. Οι φωνές που ακούν, και οι πολλαπλές προσωπικότητες που υιοθετούν δεν είναι παρά οι υπόλοιπες ενσαρκώσεις της συνείδησής τους. Είναι προσωπικότητες που ανήκουν σε ανθρώπους τόσο αληθινούς, όσο και οι ίδιοι. Αν και ήταν μία από τις αγαπημένες μου λεπτομέρειες, που έδενε τη θεωρία και παρείχε απτά παραδείγματα από τη ζωή εκτός του διηγήματος, εν τέλει δε βρήκα κάποιο λόγο ώστε να αναφερθεί σε αυτό η δόκτορ Περνέλ (που αναλαμβάνει το ρόλο του herald, του αγγελιοφόρου, του προσώπου που μας συστήνει το νέο κόσμο και δίνει στον πρωταγωνιστή το μήνυμα του "ταξιδιού"). Παρόλο που είναι μία πληροφορία που η επιστήμονας γνωρίζει, δεν συντρέχει τελικά λόγος να τη μοιραστεί μαζί μας.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθώ στα "easter eggs", τις μικρές λεπτομέρειες που βρίσκονται στρατηγικά κρυμμένες στο διήγημα, ώστε να τις εντοπίσει το υποψιασμένο μάτι.

Κάτι που ίσως δεν ξέρετε, καθώς τα περισσότερα αποσπάσματα που έχω δημοσιεύσει στα ιστολόγια μου είναι πιο "απρόσωπα" και σύντομα, είναι ότι έχω την τάση να εισάγω στις ιστορίες μου μικρά υπονοούμενα και λογοπαίγνια. Ίσως να το έχετε εντοπίσει στα ποιήματα μου, όπου συχνά προσθέτω φαινομενικά τυχαίες λέξεις, με βαθύ συμβολισμό, όπως οι Περσείδες, η αυγουστιάτικη βροχή αστεριών.

Μου αρέσει να επιλέγω για τους χαρακτήρες, τις πόλεις, τα ιδρύματα κ.ο.κ. ονόματα που παραπέμπουν σε κάτι άλλο. Ορισμένες φορές φλερτάρουν με ονόματα μυθολογικών ηρώων, άλλες φορές παραπέμπουν σε λογοτεχνικά ή κινηματογραφικά έργα, άλλες, τέλος, κλείνουν το μάτι σε γνωστούς θρύλους αλλά και θεωρίες συνωμοσίας. Ίσως ακόμα να κάνω μία μικρή αναφορά σε ένα παλαιότερο γραπτό μου. Άλλοτε επιλέγω μια εξόφθαλμη αναφορά, άλλοτε μια αναφορά τόσο διακριτική που ίσως, εν τέλει, μπορώ να την εντοπίσω μόνο εγώ. Συχνά μου αρέσει να παίζω με ξενόγλωσσες λέξεις, όπως το nero (μαύρο στα ιταλικά,)ή με σημασίες ονομάτων, όπως τις εντοπίζω σε ονοματολόγια, όπως η natara (=θυσία). Είναι ένα παιχνίδι που απολαμβάνω ιδιαίτερα, να γράφω κάτι γνωρίζοντας ότι υπάρχει κάτι βαθύτερο πίσω. Μου αρέσει η έρευνα γύρω από μυθολογίες και θρύλους για να βρω τη λέξη εκείνη που θα δέσει μαζί την ιστορία μου, διαδικασία που μοιάζει με κυνήγι χαμένου θησαυρού. 

Σαφώς θα το απολάμβανα, αν οι ιστορίες μου κάποτε γίνονταν βιβλία και οι αναγνώστες κυνηγούσαν αυτά τα μικρά "πασχαλινά αυγά", όπως συχνά παρατηρούμε σε μεγάλα εκδοτικά φαινόμενα. Στην πραγματικότητα, όμως, ο άμεσος δέκτης αυτών των παραπομπών είμαι και θα είμαι πάντα εγώ. Εγώ που γράφω κρυφογελώντας, γιατί ξέρω ότι μόλις δημιούργησα ένα νέο μικρόκοσμο, με δική του "προ-ιστορία" και συμβολισμούς.

Σήμερα, όμως, αποφάσισα να σας φανερώσω κάποια από αυτά τα μικρά υπονοούμενα, ξεκινώντας από τα ονόματα των πρωταγωνιστών. Το μικρό αυτό διήγημα έχει δύο δρώντα πρόσωπα: τη Νικόλ Περνέλ και την Κασσάνδρα Έβανς.

Ξεκινώντας από την κυρία Έβανς, η βασική ιδέα ήταν ότι ήθελα να υπογραμμίσω την αντίθεση του καθημερινού ανθρώπου, εν αντιθέσει με το "μυημένο" επιστήμονα. Επέλεξα, λοιπόν, το επίθετο της κυρίας Έβανς με έναν τρόπο ασύλληπτα απλό: ρίχνοντας μία ματιά στο ράφι της βιβλιοθήκης δίπλα μου. Το όνομα ενός συγγραφέα, ένα όνομα ταυτόχρονα ασήμαντο (ένα συνηθισμένο όνομα) και βαρυσήμαντο (ένας άνθρωπος που δημιούργησε έναν ολόκληρο κόσμο και τον εναπόθεσε στο χαρτί). Το πρώτο βιβλίο πάνω στο οποίο έπεσε το μάτι μου ήταν ο Γητευτής των Αλόγων, του Νίκολας Έβανς. Έβανς, σκέφτηκα, ένα όνομα συνηθισμένο και ταυτόχρονα το όνομα της Λίλυ Έβανς και του Κρις Έβανς. Με το όνομα της πρώτης να παραπέμπει σε μια γυναίκα που πέθανε άδικα και του δεύτερου να παραπέμπει στη κινηματογραφική ενσάρκωση του Κάπτεν Αμέρικα, του παν-αμερικάνικου χαρακτήρα. Η κυρία Έβανς έπρεπε πράγματι να είναι ένας απρόσωπος χαρακτήρας που να αντιπροσωπεύει κάθε πολίτη της δυστοπικής της κοινωνίας.

Το όνομα Κασσάνδρα δεν προέκυψε παρά λίγα λεπτά πριν ολοκληρώσω το διήγημα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή το όνομα της ήταν Καλλιόπη, όμορφη όψη, υποδηλώνοντας ότι κάποτε ήταν κι εκείνη νέα και όμορφη, πριν γίνει η ηλικιωμένη που καταρρακώθηκε από μια ανίατη ασθένεια. Μόλις, όμως, έγραψα το φινάλε, όπου σαν άλλη Κασσάνδρα η επιστήμονας εκφωνεί την τραγική προφητεία για τη μοίρα της ψυχής της κυρίας Έβανς, το όνομα Κασσάνδρα φάνταζε ως η ιδανική επιλογή. Το ίδιο της το όνομα είναι η ζοφερή προφητεία της.

Έχοντας επιλέξει το όνομα της ασθενούς (που μέχρι εκείνη τη στιγμή αμφιταλαντευόμουν για το κατά πόσο θα ήταν προτιμότερο να αφήσω τις δύο ηρωίδες ανώνυμες), ήρθε η ώρα να "βαφτίσω" τη νεαρή επιστήμονα. Όπως προείπα, ήθελα να φέρει το όνομα ενός "μυημένου" και η λέξη "μύηση" αναπόδραστα με έφερε στην απόκρυφη τέχνη της Αλχημείας. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ο Νικολά Φλαμέλ, συμβολίζοντας το κυνήγι της αθανασίας και τη νέα φιλοσοφική λίθο που θα λάμβανε τη μορφή μίας βάσης δεδομένων όπου αποθηκεύονται συνειδήσεις και επιζούν από βέβαιο θάνατο. Δεν ήθελα, όμως, να χρησιμοποιήσω κάτι τόσο εξόφθαλμο, όσο το όνομα Φλαμέλ. Καθώς έριχνα μία ματιά στα ονόματα γνωστών αλχημιστών, την προσοχή μου "έκλεψε" η Περνέλη (ή Περνέλ), σύζυγος και συνεργάτρια του Φλαμέλ. Το όνομα φάνταζε ιδανικό. Μπορούσα ακόμη να κρύψω μια αναφορά στη φιλοσοφική λίθο, που θα περνούσε απαρατήρητη από τον μη υποψιασμένο αναγνώστη.

Εν συνεχεία, έπρεπε να ονοματίσω το ινστιτούτο που διεξήγαγε και χρηματοδοτούσε αυτή τη ριζοσπαστική έρευνα. Για το ινστιτούτο και τον ιδρυτή του επέλεξα να στραφώ στις θεωρίες συνωμοσίας, υπονοώντας ότι πιθανόν να κρύβεται κάτι βαθύτερο (και πιο κακόβουλο) πίσω από την κλινική έρευνα που υπόσχεται ανακούφιση και θεραπεία από ανίατες ασθένειες.

Μία τυχαία αναζήτηση με οδήγησε στην υπόθεση του mind uploading (της φόρτωσης και αποθήκευσης, δηλαδή, της ανθρώπινης συνείδησης σε έναν υπολογιστή) και τον Randal A. Koene, το νευροεπιστήμονα που ίδρυσε μία Μ.Κ.Ο. με σκοπό την προώθηση της έρευνας στο συγκεκριμένο πεδίο. Θεώρησα, δηλαδή, ότι η εταιρεία θα μπορούσε να είναι απότοκο του έργου του εν λόγω μη κερδοσκοπικού οργανισμού, και ότι θα μπορούσε να έχει ονομαστεί προς τιμήν του επιστήμονα που κατέστησε δυνατό να πειραματίζονται με την ανθρώπινη συνείδηση και τη μετάβαση αυτής σε μία βάση δεδομένων.

Για το όνομα του ιδρυτή, επέλεξα να ψάξω πιο βαθιά, σε μία από τις πιο γνωστές θεωρίες συνωμοσίας. Συγκεκριμένα, το project MKUltra της CIA, που λέγεται ότι διεξήγαγε πειράματα mind control (ελέγχου μυαλού) μεταξύ 1953-1973. Επέλεξα να φτιάξω μία καταχθόνια φιγούρα στο πρόσωπο του ιδρυτή του Ρ.Α.Κ., συρράπτοντας τα ονόματα του επιστημονικού υπεύθυνου του προγράμματος MKUltra, Sidney Gottlieb, και του τότε διευθυντή της CIA, Allen Welsh Dulles. Έτσι "γεννήθηκε" ο Σίντνεϊ Άλεν, η μυστηριώδης φιγούρα που εμφανίζεται μία μέρα στο σπίτι ενός φτωχού παιδιού, γνωρίζοντας ήδη το ταλέντο της στα μαθηματικά και τις επιστήμες. 

Ο σκοπός μου ήταν να υπονοήσω ότι ινστιτούτο και ιδρυτής δεν είναι και τόσο αθώοι, όσο φαίνονται. Και ίσως κρύβονται άλλου είδους κίνητρα πίσω από τις ριζοσπαστικές έρευνες που προσπαθούν να θεραπεύσουν ασθενείς μέσα από την αποθήκευση της συνείδησής τους σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ίσως πάντοτε κρύβονται σατανικά κίνητρα πίσω από ανάλογες ευγενείς προθέσεις...

Με τα παντελόνια κάτω

EDITORIAL


Μετά από εβδομάδες σιωπής, αραχτή σε ένα μπαλκόνι με το βρακί κι ένα φρέντο καπουτσίνο αγκαλιά, σας καλημερίζω ξανά από το *διαδικτυακό* μου μπαλκόνι. Έχω να γράψω από τον Απρίλιο, αλλά είχα φροντίσει ώστε να σας κρατήσουν συντροφιά οι προγραμματισμένες αναρτήσεις μου, ώστε να μην λείψω ποτέ *πραγματικά* από τη μπλογκόσφαιρα.

Έχουν αλλάξει πολλά πράγματα τους τελευταίους μήνες, και πρώτο και καλύτερος ο μπλόγκερ. Όσοι με διαβάζετε καιρό (είμαι εδώ μέσα σχεδόν δέκα χρόνια, κατάντησα ο γερόλυκος του μπλογκ), ξέρετε ήδη ότι με εκνευρίζουν οι αλλαγές που κάνει κατά καιρό ο ιστότοπος. Μου τη δίνει που αλλάζει ο πίνακας ελέγχου, εκνευρίζομαι να ψάχνω λειτουργίες που ήξερα ενστικτωδώς ότι βρίσκονται σε μία *συγκεκριμένη* θέση, μου ξυπνάει το OCD πως-το-λένε. Αφήκετε με να είμαι ο boomer της μπλογκόσφαιρας.

Εκτός μπλογκόσφαιρας, η καθημερινότητα είναι επίσης διαφορετική. Πρώτη φορά μετά από χρόνια, δε δουλεύω καλοκαίρι. Πρώτη φορά κάνω καλοκαιρινές διακοπές. Πρώτη φορά κοιμάμαι χωρίς ξυπνητήρι, ξυπνάω δίχως την υποχρέωση να ντυθώ. Πίστευα ότι θα μου ήταν δύσκολο να μείνω χωρίς δουλειά, ότι θα βυθιζόμουν στο τέλμα και στην κατάθλιψη που γνώρισα μετά την ορκωμοσία μου και μέχρι να πιάσω δουλειά. Ότι δε θα βρω διέξοδο για την ενέργεια που συσσωρευόταν μέσα μου.  Όταν ξέσπασε η πανδημία ένιωθα οργισμένη - οργισμένη για τη σεζόν που θα πήγαινε χαμένη, για τα χρήματα που στερούμαι, για το μεράκι μου, που κατέληξε στον κάλαθο των αχρήστων. Ένιωθα ότι εγώ η ίδια κατέληξα στον κάλαθο των αχρήστων.

Τώρα, όμως; Τώρα που πέρασε ο καιρός, τώρα που έσφιξαν οι ζέστες, τώρα που βρήκα το ιδανικό αφρόγαλα για φρέντο, τώρα που ξεκουράστηκα και απέβαλα το φαρμάκι, που λέγεται άγχος, από μέσα μου, τώρα κατάλαβα ότι την είχα εν τέλει ανάγκη αυτή την ανάπαυλα. Ότι είχα ανάγκη όχι τόσο να ξεκουράσω το σώμα, αλλά το πνεύμα μου. Τώρα που το μεγαλύτερο πρόβλημά μου είναι ότι ακόμα δεν κατάφερα να πάω στη θάλασσα (πονεμένη ιστορία), τώρα που δε μετράω τις μέρες ως "ημέρες ξύλου" και "αντίστροφη μέτρηση μέχρι να ξεκινήσει το ξύλο", τώρα συνειδητοποίησα ότι αυτό που μου έλειπε ήταν η ξεγνοιασιά. Τώρα κατάλαβα ότι το άγχος μου δηλητηρίαζε το μυαλό και την ψυχή. Ότι μου σκότωνε τη δημιουργικότητα. Και τώρα δε θέλω να τελειώσουν οι διακοπές μου.

Παράλληλα, βρήκα τρόπους να ξεσπάσω την ενέργεια μου όσο διαρκούν οι διακοπές μου. Γράφτηκα ξανά στο γυμναστήριο, περιέθαλψα ένα ορφανό γατάκι (όσοι δεν έχετε κάνει γατο-σίττινγκ, να ξέρετε ότι είναι σαν να έχετε ένα βρέφος στο σπίτι, μείον το θηλασμό), έβαλα και άπλωσα αμέτρητα πλυντήρια. Σκούπισα, σφουγγάρισα και απολύμανα επιφάνειες. Οργάνωσα εκ νέου τη ντουλάπα μου. Και τη διέλυσα μέσα σε τρεις μέρες. Γιατί το χάος είναι το στοιχείο μου.

Και ανακάλυψα τελικά ότι δεν είχα τόση ενέργεια όση νόμιζα. Γιατί τα τελευταία χρόνια εξάντλησα το σώμα μου δίχως έλεος, με δικαιολογία τα νιάτα μου γιατί "αν δεν το κάνω τώρα που μπορώ, πότε;".

Μέχρι που μία ημέρα, μόλις χθες, κάθισα στον καναπέ και άνοιξα το Word. Για ένα δεκάωρο η τηλεόραση παρέμεινε κλειστή, δεν κοίταξα την οθόνη του κινητού μου, αγνόησα τις ειδοποιήσεις του Netflix. Η έμπνευση μου είχε χτυπήσει την πόρτα. Και αυτή τη φορά είχε όλο της το σθένος, απέκτησε υπόσταση και ζωντανή μου υπαγόρευσε αρχή, μέση και τέλος. Ένα διήγημα γεννήθηκε μέσα σε μία ημέρα. Μετά από μήνες σιωπής, το υποσυνείδητο μου γέννησε ένα ολόκληρο διήγημα. (Θα ακολουθήσει ξεχωριστή ανάρτηση, μην τη χάσετε!)

Στο τέλος αυτής της δημιουργικής έκρηξης, κοίταξα την καταμέτρηση σελίδων και λέξεων. Αυτό που ξεκίνησε ως μία αόριστη ιδέα, μετρούσε 9 σελίδες και ξεπερνούσε τις δύο χιλιάδες λέξεις. Άνοιξα το "χαμόγελο". Αντιγραφή - επικόλληση - δημοσίευση. Χασμουρήθηκα και έκλεισα το λάπτοπ. Νιώθοντας πληρότητα ξανά, μετά από καιρό, πήγα για ύπνο. Κοιμήθηκα σαν πουλάκι.


Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

σονέτο της νυκτός



Σαν γλύπτη αρχαίου καλλιτέχνημα 
Διαγράφεται η πλάτη σου 
Καθώς ξαπλώνεις δίπλα μου γυμνός 
Η σκέψη σου ανέφελη 
Και τα πολύχρωμα σου όνειρα 
Ζωγραφίζουν στο πρόσωπό σου 
Χαμόγελο μικρού παιδιού 
Το αγόρι που έκανε σκανταλιά 
Ξυπνάει 
Όταν εσύ βυθίζεσαι 
Σε ύπνο γαλήνιο 
-Πόσο όμορφος γίνεται όταν παύεις να αντιστέκεσαι στον εαυτό σου!- 
Για να φωτίσει η παρουσία σου τα σκοτάδια μου 
Και η σιγανή ανάσα σου να γίνει σονέτο της νυκτός 
Σε ξενύχτι επουράνιο 
Λύτρωση να χαρίσει 
Στην ψυχή 
Του καταραμένου ποιητή.
Στίχων Οφειλές, 2017

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Πένητες του έρωτα



Μόνοι στο μαζί.
Ζητώντας το λίγο
γιατί το πολύ δεν αρκεί. 
Πένητες του έρωτα
σε μιας νυχτιάς κραιπάλη
ξοδεύοντας αλόγιστα
ηδονική σαμπάνια
και έναστρα φιλιά. 
Καρτερικά και μυστικά
προσμέναμε
του έρωτα και της σκιάς
του πόθου μονοπάτι. 
Η ανάσα σου στην κλείδα μου
δίνει πνοή
στο άδειο κέλυφος.
Στο στήθος που βρυχάται. 
Ακολουθώ δαγκωματιές
- χάρτης ευλαβικός
των λάφυρων της σάρκας σου. 
Εγώ ο ταπεινός προσκυνητής
το θείο θαύμα
από τα χείλη σου
ζητώ να μεταλάβω. 
Το σώμα μου στο σώμα σου.
Διψά. Αναριγεί. Και φλέγεται.
Γυμνή,
πριν καν τα ρούχα μου πετάξω. 
Τα χέρια σου σμιλεύουν στο κορμί μου
νέα ιδιότητα.
Στις γλώσσες όλων των εθνών
και των ανθρώπων
γράφουν επάνω στο Συντελεσμένο Μέλλοντά μου.

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Confessions of a -sleepy- quarantine queen

EDITORIAL



Ημέρα καραντίνας: ένα δισεκατομμύριο


Μετά από καιρό, η διαδικτυακή μου καλημέρα ταξιδεύει στη μπλογκόσφαιρα. Έχω να γράψω εντιτόριαλ μία εβδομάδα, τουλάχιστον, εντούτοις έχω φροντίσει να ανεβαίνουν καθημερινά προγραμματισμένες αναρτήσεις και να σας κρατούν συντροφιά στο σπίτι (ότι δηλαδή μπορεί να ήσασταν και πουθενά αλλού και να διαβάζατε το μανιφέστο της παράνοιας μου). 
Δεν καταλάβατε, έχω ντραφτς μέχρι το 2021. Θα πεθάνω κι ακόμη θα σας έρχονται ειδοποιήσεις. Οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος θα γράφουν διατριβές "μαλακομαγνήτης στα χρόνια των μιλλένιαλς", θέτοντας ως αρχέτυπα τους πρώην μου. Θα εξαφανιστεί το ανθρώπινο είδος και η νέα μορφή ύψιστης νοημοσύνης θα διαβάζει το παραλήρημα μου. Στην εξωγήινη επέλαση του μέλλοντος, θα προσπαθούν τα άλιενς να αποκρυπτογραφήσουν τις ασυναρτησίες που συνεχίζουν να δημοσιεύονται σε αυτή την απαρχαιωμένη πλατφόρμα. Ο Ε.Τ. τρομοκρατημένος θα θέλει να πάρει τηλέφωνο τη μαμά του.
Στα χρόνια αυτά της χόλερας ... εεε του κορωνοϊού ήθελα να πω, αποφάσισα να εκμεταλλευτώ την καραντίνα για να βρω τον παλιό -καλό;- εαυτό μου. Ξεκίνησα να γράφω ξανά στο μπλογκ μου (σουτ, και η αναδημοσίευση μετράει). Είπα θα πέσω με τα μούτρα στα βιβλία(εντάξει, σέρνω ένα βιβλίο εδώ και 3 χιλιετίες, αλλά δε φταίω εγώ που μου στέλνουν μηνύματα στο φεισμπουκ τα "κομενάκια" -εδώ γελάμε). Είπα θα δω καινούριες ταινίες και σειρές στο νετφλιξ (βλέπω τα φιλαράκια για εξακοσιοστή φορά). Είπα θα φτιάξω λίγο μαλλί και θα ντυθώ για να ανέβει η ψυχολογία μου (κατέληξα να φορέσω φόρμες και να πιάσω το μαλλί κοκοράκι). Ξεκίνησα δίαιτα(αυτή την κράτησα, ρίξτε ροχάλα μη με ματιάσετε), γιατί αν συνέχιζα τη διατροφή με έξτρα τυρογαριδάκια και σφολιατοειδή θα έβγαινα από την καραντίνα σαν την πρωτοξαδέρφη του μόμπι ντικ. Ξεκίνησα γυμναστική (4 μέρες τη βδομάδα, γιατί τις υπόλοιπες τρεις είμαι απασχολημένη να αποσυντίθεμαι στον καναπέ). Πάω για πεζοπορία (και 2 μιλισεκοντ τρέξιμο), ακούγοντας φατ μποττομ'ντ γκερλς γιου μέικ δε ροκιν' γουορλντ γκοου ράουντ.

Ειρωνεία ότι αυτό που κάνω τόσα χρόνια οικειοθελώς (να κλείνομαι στο σπίτι και να μη μιλάω σε ψυχή), τώρα με δυσκολεύει. Ήμουν αντικοινωνική πριν τον κορωνοϊό, πριν γίνει της μόδας. Αλλά ήμουν ΜΟΝΗ ΜΟΥ αντικοινωνική, όχι με παρέα. Εγώ δε θέλω να βγω έξω. Θέλω να φύγουν οι υπόλοιποι από το σπίτι.  

Αγαπώ τη μοναξιά. Τη γουστάρω τρελά. Αυτή η κλισέ φιγούρα που χορεύει στο σαλόνι με το βρακί και χρησιμοποιεί μια βούρτσα για μικρόφωνο; Δατς μι, μπιτσιζ.

Αν μπορούσα, θα παντρευόμουν τη μοναξιά μου. Θα αλυσοδενόμουν στο κρεβάτι μου (με μια προέκταση που να φτάνει μέχρι την κουζίνα -γιατί έχομεν και ανάγκες). Θα ίδρυα νέο κράτος, με εθνικό ύμνο το "μπουλεβαρντ οφ μπρόουκεν ντριμς". Θα ξεκινούσα γκρουπάκια αντικοινωνικών, αυστηρώς ενός ατόμου. Θα φορούσα μπλουζάκι  με στάμπα "χέλλοου ντάρκνες μάι ολντ φρεντ" και θα απήγγειλα στο μπαλκόνι μου το "ιντζόι δε σάιλενς" των Ντιπές Μόουντ. 

Ινσάιντ γκουντ, άουτσάιντ μπαντ.
Γκε γκε;

Μέχρι και η γάτα λάλησε, βγαίνει στο μπαλκόνι και διαλαλεί ότι ανταλλάσσει μέλη της οικογένειας με κονσερβάκια. Πλήρης εχεμύθεια. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.

Το κορυφαίο είναι ότι κι εδώ στη σπηλιά μου, στην απομόνωσή μου, λειτουργεί σε πλήρη εμβέλεια ο μαλακομαγνήτης. Πρώην εμφανίζονται από το πουθενά, πεθαμένοι ανασταίνονται, πολίτες υπεράνω υποψίας μεταμορφώνονται σε γύπες. Η νύχτα των ζωντανών νεκρών παραθέτει ρέιβ πάρτι στη ζώνη του λυκόφωτος. 

Τι θέτε πχια απ' τη ζωή μου; Κνώδαλα.

Κι εκεί που ζω το δράμα μου και το εξ φάιλς το ίδιο, αρχίζει το σώμα μου να κάνει αλλεργική αντίδραση στα γκουλς του παρελθόντος μου και παίζει μαντολίνο σε ρυθμό Αννούλας "τρελαίνομαι, μια κρυώνω μια ζεσταίνομαι". 

Το τελευταίο εγκεφαλικό κύτταρο που μου απέμεινε βάλθηκε να με απολωλάνει σιγοτραγουδώντας μου τα βράδια "ρα-ρα-ρασπουτιν λοβερ οφ δε ρασσιαν κουιν" και κάτμαν.

Τάδε έφη Λίζα και ξεψύχησε.

Καλά, όχι τελείως ντεντ, δεν είναι μη αναστρέψιμη η κατάσταση. Αλλά ποθώ να πεθάνω στον ύπνο. Θέλω να πάω στο κρεβάτι μου και να του πω "Μάι λόρντ, θα ήταν τιμή μου να σας ρίξω έναν...ύπνο". Να ερωτοτροπήσω με το μαξιλάρι μου. Να κουτουπώσω το πάπλωμά μου. Να θωπεύσω το κατωσέντονο μου.

Θέλω να κοιμηθώ μέχρι το Μεγάλο Σάββατο.

Να με ξυπνήσουν με μπριζολάκι υπογλώσσιο.

Γιατί η Λίζα, εκτός από ημίτρελη, είναι και άυπνη. 

Βλέπετε, ένας μαλακοβιόλης γάτος κυνηγούσε φαντάσματα στις 3 τα ξημερώματα. Και ποιος έκανε το βοηθό της Μπάφι δε βαμπάιρ σλέιερ; Η(γατο)μανούλα.

Αν, όμως, δεν κοιμηθεί η μανούλα, θα σκίσει μποφάνες. Ναι;


TikTok video by @antigonineophytou

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Life before quarantine

EDITORIAL


Ημέρα εγκλεισμού : δε θυμάμαι πια

Έχουμε χάσει τις ημέρες, τους μήνες, τις εποχές. Έχουμε ξεχάσει γιορτές και αργίες. Έχουμε ξεχάσει τη ζωή έξω από την εξώπορτα.

Στο πλαίσιο αυτό, αποφάσισα να αφιερώσω μία ανάρτηση σε όλες εκείνες τις στιγμές, ευχάριστες ή δυσάρεστες, προ καραντίνας, που μας θυμίζουν ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί. Τις νέες εμπειρίες που μας περιμένουν όταν τελειώσει αυτή η περιπέτεια.

Τη συγκεκριμένη ανάρτηση την είχα δει σε ένα από τα αγαπημένα μου ιστολόγια, το Fallen Angels. Η ιδέα είναι να αποχαιρετάς τη χρονιά που πέρασε απαντώντας σε μία σειρά ερωτήσεων, για όλα τα νέα και όλα τα τελευταία, που σου έφερε ο γέρος χρόνος. 

1. Τελευταίο φιλί: Στο γάτο μου. (δεν του άρεσε)
2. Τελευταίο τραγούδι που άκουσα: (I Just) Died In Your Arms Tonight - Cutting Crew
3. Τελευταία ταινία που είδα: Pulp Fiction. (για 100η φορά)
4. Τελευταίο βιβλίο που διάβασα : Η άλλη Γκρέις - Μάργκαρετ Άτγουντ (και στο καπάκι binge watching τη mini σειρά του Netflix)
5. Τελευταίο cd που έπαιξα στο cd player : Έχω πολύ καιρό να χρησιμοποιήσω cd, το τελευταίο, ωστόσο, dvd που έπαιξα ήταν Ο Βασιλιάς των Λιονταριών.
6. Τελευταίο ποτό: Eierlikör (αλκοολούχο ποτό από αυγό, το γερμανικό αντίστοιχο του eggnog)
7. Τελευταίο φαγητό: Ομελέτα σε φρυγανισμένο ψωμί.
8. Τελευταίο μήνυμα: Cosmote. 
9. Τελευταίο τηλεφώνημα: Αθάνατη Ελληνίδα μάνα.
10. Τελευταία σκέψη: Πεινάω!

Αυτή τη χρονιά:

11. Έκανες κάποιον καινούριο φίλο; Όχι ακριβώς.
12. Γέλασες μέχρι δακρύων; Πολλές φορές. Σε μερικές περιπτώσεις, τα δάκρυα λύπης εναλλάσσονταν με δάκρυα γέλιου.
13. Βρήκες ποιοι ήταν οι πραγματικοί σου φίλοι; Βρήκα ποιοι δεν είναι. Και ποιοι ήταν δίπλα μου στα δύσκολα χωρίς καν να είμαστε φίλοι.
14. Έμαθες ότι κάποιος μιλάει για σένα πίσω από την πλάτη σου; Ωωω ναι. * Bring it on, biatch *
15. Τι έκανες για τα γενέθλιά σου; Ψώνια στη Ρώμη.
16. Ποια ιστοσελίδα επισκέφτηκες τις περισσότερες φορές; Instagram.
17. Άλλαξε το αγαπημένο σου χρώμα; Θα αλλάξει όταν βγει πιο σκούρο χρώμα από το μαύρο.
18. Καινούριο ψευδώνυμο: Πολλά και ταυτόχρονα κανένα.
19. Έκανες κάποιο καινούριο piercing ή tattoo; Χτύπησα καινούριο τατουάζ.
20. Σε απάτησαν; Δε μπορούν να σε απατήσουν αν δεν έχεις σχέση * Nailed it *
21. Self harmed; Όχι.
22. Έχασες κάποιον σημαντικό από τη ζωή σου; Δυστυχώς, ναι.
23. Ήπιες μέχρι να τα "βγάλεις" από μέσα σου; Όχι. ( Ξέρω, κι εγώ έχω εντυπωσιαστεί. )

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Corona diaries

EDITORIAL


Ημέρα 15η του εγκλεισμού μου. 

Ο δικός μου εγκλεισμός ξεκίνησε νωρίτερα, ίσως γιατί δεν είχα και λόγο να βγω. Ενδιάμεσα σε ταξίδια και σεζόν, η μόνη μου ασχολία ήταν η προετοιμασία των αποσκευών μου. Ετοιμαζόμουν να φύγω για δουλειά, όταν τα νέα με καθήλωσαν στο σπίτι. Τα καλοκαιρινά μου ρούχα έμειναν κλεισμένα σε μία βαλίτσα. Τα βρακιά μου σε μια ανοιχτή κούτα, ετοιμοπόλεμα, γιατί αν είχα προλάβει να την κλείσω, σύντομα δε θα είχα δεύτερο βρακί να βάλω στο σπίτι.

Σπίτι - μπαλκόνι - σπίτι. Καναπές - κρεβάτι - κουζίνα. Στο τσακίρ κέφι, ένα σουπερμάρκετ κι ένα περίπτερο. Οι δουλειές έχουν πάει πίσω, η ζυγαριά έχει στενάξει, τα νεύρα έχουν χτυπήσει ταβάνι.

Για μένα δεν ήταν ποτέ δύσκολο να μείνω σπίτι. Έχω βιβλία, έχω σημειωματάρια, έχω netflix, έχω του blog μου. Αν ήταν μόνο θέμα οικειοθελούς εγκλεισμού, τα πράγματα θα ήταν εύκολα. Είναι, ωστόσο, δύσκολο να θες να δουλέψεις και να μη μπορείς. Να έχεις ήδη πληγεί οικονομικά και να μην ξέρεις πότε και αν θα δουλέψεις φέτος. Να βλέπεις να γίνονται καπνός τα σχέδια που είχες για το φετινό χειμώνα.

Γενικά επικρατεί μεγάλη ένταση αυτές τις ημέρες στο διαδίκτυο - ανάμεσα σε εργαζόμενους και μη, ανάμεσα σε τρομοκρατημένους και ψύχραιμους, ανάμεσα σε υπεύθυνους και ανεύθυνους. Ως προς το πρώτο ζεύγος αντιθέτων, μπορώ μόνο να υπογραμμίσω ότι η οικονομία είναι μία αλυσίδα. Όλοι εμείς που είχαμε την τύχη να εργαζόμαστε στη μόνη ζωντανή βιομηχανία στην Ελλάδα, ήμασταν οι ίδιοι που διοχετεύαμε τα έσοδά μας στην αγορά. Όλοι εμείς που ήδη υπολογίζουμε ένα μισθό μείον, και χωρίς την ίδια πρόβλεψη για εργαζόμενους επιχειρήσεων που δεν πρόλαβαν να ανοίξουν καν (ας είμαστε ειλικρινείς, το επίδομα ανεργίας δεν είναι ούτε το 50% του μισθού που θα παίρναμε υπό κανονικές συνθήκες), αύριο μεθαύριο δε θα μπορούμε να τον διαθέσουμε με τη σειρά μας σε άλλες επιχειρήσεις. 

Αναμφίβολα, θα πρέπει όλοι να είμαστε υπομονετικοί και ευγνώμονες που είμαστε υγιείς και απλώς εκνευρισμένοι. Όλοι. Εργαζόμενοι και μη. Και την πρόταση αυτή θα συνεχίσω να τη λέω, κουνώντας το δάχτυλο σαν αυστηρή δασκάλα, από εκείνες τις frau με τα γυαλιά και τον κότσο.

***

Δε μπορούμε να κάνουμε πολλά, παρά μόνο ένα: να μείνουμε μέσα και να φροντίσουμε να μη διασπείρουμε τον ιό περισσότερο. Και να φροντίσουμε να περάσουμε όσο το δυνατόν πιο δημιουργικά το χρόνο μας.

Ζύμωσε, ψήσε, μαγείρεψε. Φτιάξε μάφινς και ντόνατς. Ψήσε κουλούρια Θεσσαλονίκης. Τσίμπα μια δαγκωνιά και κλείσε τα μάτια. Ονειρέψου ότι περπατάς στη νέα παραλία και μόλις το αγόρασες από πλανόδιο. Ετοίμασε πρωινό για δύο -ναι, για το ταίρι που τώρα το τρως αναγκαστικά στη μάπα όλη μέρα- με πανκέικς και φρεσκοψημένα κρουασάν. Πειραματίσου με αυγά ποσέ και εκείνο το φύλλο για πίτα που ποτέ δεν κατάλαβες πώς η γιαγιά σου το έκανε τόσο λεπτό.

* Ψιτ, μη φεύγεις ακόμα! Σου έχω παρακάτω συνταγή δοκιμασμένη και πανεύκολη για banana bread.
Να τρως και της μαϊμούς να μη δίνεις. *

Διάβασε, γράψε, ζωγράφισε. Ψάξε στο "ράφι της ντροπής". Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις, όλοι έχουμε ένα ράφι όπου στοιβάζουμε τα TBR (=to be read) μας. Οι Άθλιοι του Βίκτορα Ουγκώ σε κοιτούν απαξιωτικά.

Ξεκίνα μια καινούρια σειρά. Ή και δύο. Δες μία ταινία. Ευκαιρία να δεις επιτέλους τον Ιρλανδό του Σκορσέζε - μόνο 3μιση ώρες ταινία. Κάνε μαραθώνιο Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Ή Χάρι Πότερ. Ιδανικά, διάβασε τα βιβλία και στο καπάκι δες τις ταινίες. Και γράψε μία έκθεση ιδεών για τις ομοιότητες, τις διαφορές και τα παραλειπόμενα. Και στο καπάκι απροειδοποίητο διαγώνισμα. Όποιος γράψει άριστα, δώρο ένα μπουκαλάκι ντετόλ.

Γατάκια, μας κοροϊδεύατε πριν 15 χρόνια.

Παίξε ένα drinking game. Διαλέξτε μία λέξη και "χτυπήστε" ένα σφηνάκι κάθε φορά που η λέξη αυτή ακούγεται στην τηλεόραση. Λέξεις όπως: κορωνοϊός, σπίτι, βήχας, Μητσοτάκης είναι αυστηρώς για δυνατά ποτήρια.

Κάνε γυμναστική στο σαλόνι. Άσε τις κουρτίνες ανοιχτές, να σε βλέπει και να ΄χει κάτι να γελάσει η γειτονιά. Χοροπήδα με το σκύλο σου. Πίστεψε με, δε θα σε ρωτήσει γιατί πηδάτε σαν ηλίθιοι. Ξεκίνα καυγά με τη γάτα. Αν επιβιώσεις από τα νύχια της, θα έχεις ήδη χάσει μισό κιλό στη μάχη. Εντάξει, θα είναι το νεφρό σου που το ξερίζωσε και το πήρε για λάφυρο, αλλά μισό κιλό είναι μισό κιλό.

Αγόρασε σάκο του μποξ. Από το ίντερνετ. Αν δε σ' αρχίσει ο κούριερ στα μπουνίδια, μπορείς να ξεκινήσεις την προπόνηση. Μόλις συνειδητοποιήσεις ότι είσαι πιο αγύμναστος από τη χλαπάτσα στο Star Wars (τον Jabba ντε), καβάλησε το σάκο όπως η Miley Cyrus και ξεκίνα να τραγουδάς Wrecking Ball σαν γατί σε οίστρο.

Φλέρταρε με το "κομενάκι" της απέναντι πολυκατοικίας. Το πιθανότερο είναι ότι φλερτάρει με τον Μισέλ από τον κάτω όροφο, και την έπαθες κι εσύ σαν τη Μιράντα στο sex and the city. Ε τι περίμενες χρυσή μου, που έχεις να κάνεις αποτρίχωση από τις 9 Μαρτίου, κι έχει γίνει το φρύδι σου σου σαν του γέρου του Καραμανλή;

Τραγούδα στο μπαλκόνι. Όσο πιο παράφωνα, τόσο το καλύτερο. Αν είσαι τυχερή θα σου πετάξουν κωλόχαρτα από τα διπλανά μπαλκόνια. Αν όχι, έστω μια ντομάτα, ένα ζαρζαβατικό, κάτι. Κέρδος είναι.

Μάλωσε με τη μάνα σου, τον άντρα σου, τα παιδιά σου, τον παππού σου, το θερμοσίφωνα, το καζανάκι, το μανταλάκι που έπεσε από το μπαλκόνι, τη Σούλα από τον τρίτο, την κυρά Μαρίκα από το παραπέρα τετράγωνο που έχει αμολήσει drones για να παρακολουθεί τα τεκταινόμενα.

Εναλλακτικά, μπούκωσε ένα πακοτίνι για να μην τους αρχίσεις στα μπινελίκια.

Διάβασε βιογραφίες σίριαλ κίλερς και κράτα σημειώσεις. Δώσε ιδιαίτερη έμφαση στα λάθη που έκαναν και συνελήφθησαν. Μπορεί να σου χρειαστούν, μην είσαι προπέτης.

Όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, προσφέρσου εθελοντικά για να αγωνιστείς στους πρώτους αγώνες πείνας. Νταξ, θα σε ανασκολοπίσουν οι υπόλοιποι tributes, αλλά τουλάχιστον θα είναι πιο ανώδυνο από την τρίωρη ανάλωση της μάνας του για το πώς η ακαμάτρα η γειτόνισσα άφησε λερωμένο το τασάκι στο μπαλκόνι.

***

Ας πάρουμε μία ανάσα, και ας κάνουμε γαργάρα κάθε βίαιη σκέψη που ξυπνά με την -υποχρεωτική- συμβίωση 24/7. Ναι, έχουν περάσει και από τα δικά μου μάτια όλα τα επεισόδια των θανάσιμων γυναικών. Και οι σκηνές και των πέντε "βλέπω το θάνατο σου". Ναι, ξέρω. Ξέρω.

Σε καταλαβαίνω. Είμαστε πολλοί.
Φάε ακόμα μία φέτα κέικ.


Banana Bread
Εκτέλεση: 10'   Ψήσιμο: 55'
Ποσότητα: 1 φρατζολάκι

Δε χρειάζεσαι μίξερ γι' αυτή τη συνταγή! Μπορείτε να αναμίξετε όλα τα υλικά σε ένα μόνο μπολ.

Επιλέξτε πολύ ώριμες μπανάνες για αυτή τη συνταγή. Οι φλούδες θα πρέπει να έχουν μαυρίσει, και το εσωτερικό να είναι μαλακό και γινωμένο.

Συστατικά

2 με 3 πολύ ώριμες μπανάνες, λιωμένες ( περίπου 1 1/4 με 1 1/2 φλιτζάνια πουρέ) 
1/3 φλιτζανιού λιωμένο βούτυρο
1 κ.γ. μαγειρική σόδα (baking soda)
Μια πρέζα αλάτι
3/4 φλιτζανιού ζάχαρη (1/2 φλιτζάνι, αν το θέλετε πιο άγλυκο, 1 ολόκληρο αν το θέλετε πιο γλυκό)
1 μεγάλο αυγό, χτυπημένο
1 γ.κ. εκχύλισμα βανίλιας
1 1/2 φλιτζάνι αλεύρι για όλες τις χρήσεις


Εκτέλεση 

1. Προθερμαίνουμε στο φούρνο στους 350°F (175°C), και βουτυρώνουμε μια φόρμα ψωμιού 4x8 ίντσες. (μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και φόρμα σιλικόνης)

2. Σε ένα μπολ ανάμειξης λιώνουμε τις μπανάνες με ένα πιρούνι, μέχρι να γίνει το μείγμα ένας λείος πουρές. Προσθέτουμε το λιωμένο βούτυρο και ανακατεύουμε.

3. Προσθέτουμε τη μαγειρική σόδα και το αλάτι. Αναμειγνύουμε τη ζάχαρη, το αυγό, και το εκχύλισμα βανίλιας. Προσθέτουμε αλεύρι.

4. Βάζουμε τη ζύμη στη βουτυρωμένη φόρμα. Ψήνουμε 50 λεπτά έως 1 ώρα στους 350°F (175°C), ή μέχρι να βγαίνει από το κέντρο της φρατζόλας η οδοντογλυφίδα καθαρή.

5. Αποσύρουμε από το φούρνο και το αφήνουμε να κρυώσει μέσα στο ταψί για λίγα λεπτά. Ξεφορμάρουμε και το αφήνουμε να κρυώσει τελείως πριν το σερβίρουμε (ιδανικά σε μία σχάρα, για να μη μαζευτεί η υγρασία των υδρατμών στη βάση).

6. Κόβουμε σε φέτες και σερβίρουμε. Ιδανικά με το μαχαίρι του ψωμιού.




Πηγή: simplyrecipes.com

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Με λένε σοκολάτα

EDITORIAL


Η θερμοκρασία πέφτει, γκρίζα σύννεφα σκιτσάρουν στο λευκό καμβά του ουρανού, σταγόνες βροχής και νιφάδες χιονιού χτυπούν σαν σκαντιαλάρικα παιδιά τα παράθυρα μας. Τα ρούχα βαραίνουν και χνουδωτές κουβέρτες βγαίνουν από τις ντουλάπες. Χειμώνας ήρθε ξανά και δίνει το παρασύνθημα για να πάρουμε αγκαλιά τις αγαπημένες μας κούπες γεμάτες αχνιστά ροφήματα.

Ο καφές μπορεί να είναι σχέση ζωής, αλλά η αδιαφιλονίκητη βασίλισσα του χειμώνα είναι η ζεστή σοκολάτα. Χριστουγεννιάτικα πρωινά μπροστά στη φωτιά, παίζοντας ζωγραφίζοντας, κάνοντας όνειρα. Ένα παράθυρο που ανοίγει, κι ο παγωμένος αέρας που εισβάλλει βίαια, απλώνοντας μια μυρωδιά πεύκου στο δωμάτιο. Κι ο φούρνος της γιαγιάς αγόγγυστα να καίει, και λιχουδιές πεντανόστιμες να αραδιάζονται στο τραπέζι, έτοιμες να υποδεχτούν καλεσμένους - και απρόσκλητους. Στοίβες βιβλίων - πόρτες που σε οδηγούν σε κόσμους άγνωστους. Παραμύθια για φτερωτούς πήγασους, πριγκίπισσες στα φανταστικά τους βασίλεια, και ξύλινα παιχνίδια που ζωντανεύουν, μιλούν και σε παρασύρουν σε μαγικές περιπέτειες. Παιδικές αναμνήσεις που χρόνια μετά σου αφήνουν μια γεύση κακάο και μπισκότου στο στόμα.

Εφηβεία και πρώιμη ενηλικίωση. Εκείνα τα χειμωνιάτικα απογεύματα, μια μικρή ανάπαυλα από την εορταστική κραιπάλη, παίρνοντας δύναμη από τη θαλπωρή που κλείνει μέσα του το πορσελάνινο σου φλιτζάνι. Ξενυχτισμένα ρεμάλια, εσύ και οι φίλοι σου, με γιρλάντες μαύρων κύκλων να στολίζουν τα μάτια σας, και το αλκοόλ να έχει γίνει κομμάτι του γενετικού σας κώδικα. Πρωινές συναντήσεις σε μια μικρή καφετέρια - καταφύγιο από τον υδράργυρο που παίζει στοίχημα: 1 - 2 - Χ. Σακούλες καταστημάτων έχουν γείρει στις καρέκλες να ξαποστάσουν και χαρωποί θαμώνες που επικοινωνούν πάνω από κούπες που αχνίζουν. Χριστουγεννιάτικες αγορές, κάλαντα, χειροτεχνίες και πάγκοι που σου προσφέρουν να δοκιμάσεις όλα τους τα καλούδια. 

Τα χρόνια περνούν. Σκίζεις μία-μία τις σελίδες των ημερολογίων. Αισίως late twenties. Ξοδεύοντας την ανεξαρτησία σου σε ταξίδια. Μετρώντας τα χιλιόμετρα σε ζεστά ροφήματα και περιπέτειες. Παραμονή Χριστουγέννων, σε ένα μικρό γαλλικό καφέ στη Μονμάρτρη. Με μάγουλα αναψοκοκκινισμένα, να αγκαλιάζεις ένα φλιτζάνι ζεστή σοκολάτα σαν να είναι η τελευταία σου ανάσα, προσπαθώντας να ζεστάνεις το είναι σου και την παγωμένη σου μύτη. Γενάρης στις Βρυξέλλες. Ο παράδεισος της σοκολάτας. Τραπέζι με θέα στη Grand Place. Ανακατεύοντας νωχελικά σταγόνες σοκολάτας σε ένα ποτήρι ζεστό γάλα. Ένα κακάο για καληνύχτα.

Δεκέμβριος 2019. Τα φετινά Χριστούγεννα θα με βρουν σπίτι. Από επιλογή. Η δεκαετία αυτή θα κλείσει εκεί όπου ανήκω. Εκεί όπου άφησα όλα μου τα χθες - ψάχνοντας να βρω ποια είναι η Λίζα σήμερα. 

Δεν ξέρω πόσες ακόμα σοκολάτες θα γλυκάνουν τις τελευταίες μέρες της δεκαετίας. Δεν ξέρω αν θα είναι πικρές ή γλυκές. Μαύρες ή λευκές. Με καραμέλα ή πραλίνα. Με κανέλα ή ακόμα και τσίλι. Ξέρω, όμως, ότι - σαν κάθε foodie που σέβεται τον εαυτό του - θα δώσω γεύση στη μικρή μου μπλογκοχώρα. Οι ιδέες που ανακαλύπτω θα γίνουν η παλέτα που θα χρωματίσει τις μαγειρικές μας περιπέτειες. Και οι ευφάνταστες συνταγές θα ζωγραφίσουν χιονονιφάδες και άστρα στις αειθαλείς μας αναζητήσεις.
Γιατί είμαι μια Λίζα στη Χώρα των Θαυμάτων. 
Γιατί στη Χώρα των Θαυμάτων αγαπάμε τη σοκολάτα.

Κρύος καιρός και ζεστή σοκολάτα πάνε μαζί. 

Έτσι, θα την κάνεις ακόμα πιο απολαυστική! 

Το να χουχουλιάζεις στο κρεβάτι με μία κούπα ζεστή σοκολάτα αγκαλιά είναι σίγουρα αυτό που χρειάζεσαι μετά από μία δύσκολη μέρα. Είναι ζεστή, απολαυστική και και σε ηρεμεί κάνοντας τα προβλήματα της καθημερινότητας να φαίνονται ασήμαντα. Τι θα μπορούσε να κάνει αυτό το απίστευτο ρόφημα ακόμα καλύτερο; Το κόκκινο κρασί, φυσικά! 
Όταν πρωτοδιάβασα αυτόν τον συνδυασμό, του κόκκινου κρασιού με τη ζεστή σοκολάτα, στο blog Yeah… ImmaEatThat, ήμουν κάπως επιφυλακτική στην αρχή. Όμως, από την στιγμή που τρώμε σοκολάτα πίνοντας κρασί, πού είναι το κακό στο να βάλουμε λίγο κρασί στη σοκολάτα μας; 
 
Για να ανταμείψεις λοιπόν τον εαυτό σου με αυτόν τον εκπληκτικό συνδυασμό, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αναμείξεις 1,5 κούπα γάλα και 1/3 φλ. κομμάτακια μαύρης σοκολάτας σε μία κατσαρόλα σε μέτρια φωτιά. Ανακάτεψε καλά μέχρι το μείγμα να πάρει τη μορφή της λαχταριστής ζεστής σοκολάτας που ξέρεις και αγαπάς. 
Και τώρα το καλύτερο μέρος: Πρόσθεσε 1 φλιτζάνι κόκκινο κρασί (το Cabernet Sauvignon είναι μια καλή επιλογή) και ανακάτεψε μέχρι να γίνουν όλα ομοιόμορφα. Και κάπως έτσι, αυτό το τέλειο ρόφημα είναι έτοιμο για να το απολαύσεις! 
Πολλοί λάτρεις της σοκολάτας έχουν κάνει ήδη τις δικές τους παραλλαγές της μεθυστικής αυτής δημιουργίας και τα αποτελέσματα είναι κάτι περισσότερο από υπέροχα! 
Πηγή: neopolis.gr 

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Να μας αγαπάτε εμάς τα Τοξοτάκια

Να μας αγαπάτε εμάς τα Τοξοτάκια!


Γεια σας. Τοξότης εδώ, χάρηκα για τη γνωριμία· ή αλλιώς σε πολλούς, τρελή. Ή και ταξιδιάρα. Ή και τα δυο μαζί. Σήμερα το αφιέρωμα είναι για μας, τα παιδιά του Δία, τα παιδιά του Δεκέμβρη. Έτσι, για να μας γνωρίσετε ή για να μας καταλάβετε λίγο καλύτερα που λέμε. Ξεκινάμε;


Πρώτον. Ο Τοξότης, είτε για καλό είτε για κακό, είναι μπλεγμένος με την ειλικρίνεια και τον σαρκασμό. Σε σημείο που σπάει τα νεύρα και εκείνου και των υπολοίπων τριγύρω. Και αυτό έχει να κάνει με ό,τι συμβαίνει στη ζωή του -απ’ το πιο αθώο κομπλιμέντο που θα σου πει μέχρι κι εκείνη την ατάκα που θα πετάξει απ’ το πουθενά. Δε θα μαζευτεί ποτέ, όσο κι αν ο ίδιος προσπαθεί. Ακόμα κι αν καταλήγει η ατμόσφαιρα να είναι εντελώς αμήχανη. Ακόμα κι αν σου πει ότι με αυτό το ρούχο είσαι σαν ουραγκοτάγκος. Δεν υπάρχει τακτ κι ούτε πρόκειται να υπάρξει και ποτέ. Λέει αυτό ακριβώς που συμβαίνει και σκέφτεται και σαρκάζεται επίσης με την ίδια ευκολία.

Δεύτερον. Τοξότης σημαίνει ελευθερία. Ελευθερία απ’ τα κουτάκια στη σκέψη, τη ρουτίνα, τη μονοτονία. Ελευθερία απ’ τα όρια που θέτουν οι άλλοι για εκείνον, μαζί με τις προσδοκίες τους. Είναι κάτι σαν νόμος ανάμεσά μας, άγραφος. Είτε θα μπούμε στον κόπο να το εξηγήσουμε με λόγια, είτε θα το δείξουμε με τις πράξεις μας. Τη στιγμή που κάποιος θα πάει να βάλει το δικό του όριο σε οτιδήποτε μας περιβάλει, ετοιμάζουμε νοερά τον τάφο του. Κι αυτό γίνεται γιατί πάντα, έστω κι υποσυνείδητα, έχουμε βάλει εμείς τα όριά μας και τους δικούς μας κανόνες και τους ακολουθούμε πιστά. Είναι ένας απ’ τους λόγους που θα μας δει κάποιος να κάνουμε μπαμ· και όχι, δεν είναι καθόλου ωραίο το θέαμα. 

Τρίτον. Μαζί με την ελευθερία έρχεται κι η ανεξαρτησία. Θέλουμε πάντα τον χρόνο να κάνουμε τα δικά μας. Πάντα. Είτε είναι για το χόμπι μας είτε είναι για τη δουλειά μας. Καταλαβαίνουμε πάρα πολύ καλά το νόημα του χώρου ανάμεσα στις σχέσεις. Ούτε κολλιτσίδες είμαστε ούτε κολλιτσίδες θέλουμε. Αντιθέτως, αν είσαι άνθρωπος που εκτιμάς να έχεις το χώρο σου και να κάνεις τα δικά σου στο μεσοδιάστημα, να ξέρεις ότι και θα σε συμπαθήσουμε και θα το εκτιμήσουμε, αλλά και θα το σεβαστούμε. 

Τέταρτον. Πάμε πάντα πακέτο με τα ζωάκια και τα διαβατήρια στα χέρια μας. Είναι αλήθεια όντως και μάλλον κάτι που μας χαρακτηρίζει. Αν δεν είσαι φιλόζωος, την έκατσες. Σου βγάζουμε αυτόματα την κόκκινη κάρτα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ταξίδια. Δεν έχουμε κανένα θέμα να πάμε στο Τιμπουκτού την άλλη βδομάδα και τον άλλο μήνα μέχρι την Παταγονία. Γενικά, για να ξέρετε, αν το αεροδρόμιο ήταν η μόνιμή μας κατοικία, θα ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι. 

Πέμπτον. Σε αντίθεση με τις κακεντρεχείς φήμες, δεν είμαστε ούτε περί ανέμων κι υδάτων, ούτε αναίσθητοι, ούτε κατά της δέσμευσης. Σαφώς κι υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά να τα λέμε όλα. Είμαστε υπέρτατα πιστοί σε αυτούς που αγαπάμε κι υπέρτατα δοτικοί, σε σημείο που μουντζώνουμε τους εαυτούς μας. Είμαστε επίσης πολύ ευαίσθητοι, αλλά τις περισσότερες φορές δεν αφήνουμε τους τριγύρω να το δουν· λίγοι είναι εκείνοι που θα μας δουν με τα δάκρυα στα μάτια. Με μεγάλη μας χαρά να δεσμευτούμε -αρκεί ο άλλος να μας δίνει το χώρο που λέγαμε από πάνω και να είναι κι ο σύντροφος κι ο καλύτερός μας φίλος μαζί. 

Έκτον. Είμαστε αρκετά παρορμητικοί κι η επιτομή της λέξης «νευρόσπασμα». Τα σκεφτόμαστε όλα γενικά. Είναι όμως κι οι φορές που δε θα το σκεφτούμε, ρε φίλε, και θα το κάνουμε αυτόματα. Δε μιλάω για κάτι τρελό. Μιλάω για ένα τηλέφωνο στις 5 το πρωί για να πάμε για παγωτό, ας πούμε. Ναι, μας πιάνει αρκετές φορές αυτό και στα πιο απλά πράγματα. Δε θα χωρέσει δεύτερη σκέψη κι είναι τόσο αυτόματο όσο το μπαμ και το νεύρο που έχουμε μέσα μας. Καμιά φορά θα βρούμε και τον μπελά μας, βέβαια, δεν υπάρχει περίπτωση να γλυτώσουμε να μας πουν τρελούς. Όσο για το νεύρο αυτό που έχουμε πάντα, δείτε το σαν κωμωδία, γιατί αυτό είναι. Είμαστε τόσο νευρόσπαστοι που είτε θα κάνουμε μπαμ μόνοι μας και θα τραβάμε τα μαλλιά μας είτε θα τρώμε τούμπες μόνοι μας στο ίσιωμα. Έχετε δει κανέναν να σκοντάφτει μόνος του στο δρόμο απ’ το πουθενά, ή να πέφτει κάτω και μετά να γελάει ή να ρίχνει μούντζα στον εαυτό του; Ε, τοξότης είναι. Τα φιλιά μου, συνάνθρωπε! 

Ε μετά απ’ όλα αυτά μάλλον ήρθε η ώρα να σας καλωσορίσω στον κόσμο μας. Κάπως έτσι τα περνάμε εδώ εμείς που λέτε οι Κένταυροι με τα τόξα. Να μας αγαπάτε μωρέ κι εμάς τους τρελούς, κατά βάθος είμαστε καλούληδες. Κατά βάθος είπα, συνάδελφοι Τοξότες. Μη μου πιάσετε τις φαρέτρες τώρα και παρθούμε στο κυνήγι. Εκτός αν θέλετε να κανονίσουμε να πάμε Τιμπουκτού. Μαζευτείτε να πάμε! 

Πηγή: Pillowfights