Αρχίζοντας να γράφω αυτή την ιστορία, φοβήθηκα. Έπρεπε να γυρίσω πίσω και να ανοίξω κάποια κεφάλαια της ζωής μου που κρατούσα γερά κλεισμένα, να τα ξαναζήσω για ακόμη μία φορά.
Δεν ήξερα αν έχω το κουράγιο να απλώσω τη γύμνια τους πάνω σε μια κόλλα χαρτί και να τα αφήσω έρμαιο στα μάτια ανθρώπων που δε με ξέρουν, γνωρίζοντας ότι όσο παραστατικά κι αν τα περιγράψω, κανείς δε θα μπορέσει να δει το πραγματικό μέγεθος του πόνου και του τρόμου που μου προκάλεσαν και συνεχίζουν να μου προκαλούν.
Κοιτώντας στο παρελθόν, βρήκα ένα κορίτσι πολύ διαφορετικό από αυτό που είμαι τώρα. Ένα κορίτσι χαμένο στη μοναξιά και το σκοτάδι, γεμάτο αόρατες πληγές και ψεύτικα όνειρα, γεμάτο δάκρυα, χωρίς ούτε μια υποψία χαμόγελου. Ένιωσα στοργή για εκείνο το κορίτσι που ήμουν άλλοτε και την ανάγκη να το προστατεύσω, να το γιατρέψω, να πάρω μακριά του όλους τους εφιάλτες, καθετί που το έκανε να τρέμει.
Αγάπη είναι
Τον αγαπούσα, τον αγαπούσα αληθινά, δίχως όρια. Ήταν τα πάντα για εμένα, σύντροφος, φίλος εραστής, μαζί του ήμουν καλά, ήμουν ευτυχισμένη. Μικρό παιδί, μόλις 16 εγώ, 12 χρόνια μεγαλύτερός μου αυτός. Εκείνος με μάθαινε, με σμίλευε, με έπλαθε. Εγώ ένιωθα σιγουριά, προστασία και συνάμα τρυφερότητα, την ανάγκη να του βγάλω τις ταμπέλες που άδικα –κατά τη γνώμη μου τότε– του είχαν φορτώσει. Τίποτε άλλο δεν είχε σημασία, μόνο αυτός. Oι γονείς, οι φίλοι, όλοι είχαν φύγει μακριά μου· ή μάλλον εγώ τους είχα διώξει, αφού ήταν αντίθετοι μ’ αυτή τη σχέση. Μα δε με ένοιαζε, ήταν ο Γιώργος και ήταν δικός μου. Και θα έκανα τα πάντα γι’ αυτόν.
Ήξερα ότι είχε κάποια σχέση με ναρκωτικά, μα ούτε αυτό με ένοιαζε. Ίσως στο εφηβικό μου μυαλό αυτό τον έκανε πιο απαγορευμένο, οπότε και πιο γοητευτικό. Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι το μόνο που τον έκανε ήταν πιο ψεύτικο. Είχα ξαναδοκιμάσει χασίς, οπότε δεν ήταν κάτι καινούριο για μένα, κι έτσι αρχίσαμε να καπνίζουμε και μαζί. Τσιγάρο το τσιγάρο, περνούσε ο καιρός μες στα γέλια, στις υπογλυκαιμίες, στη νύστα και τη χαλαρότητα. Ήταν μόνο η αρχή.
Εγώ ήμουν που του ζήτησα ηρωίνη. Τον έβλεπα που έπινε και του ζήτησα. Δε θυμάμαι πολλά από εκείνη τη μέρα. Ήμασταν στο αμάξι κάπου στην Εθνική, με κοίταξε και μου είπε: «Στενοχωριέμαι που σε βλέπω έτσι» κι εγώ τον αγκάλιασα. Μετά το πρώτο κάψιμο και την πικρίλα ένιωσα πιο κοντά του, πιο ήρεμη, πιο ευτυχισμένη. Δεν ήξερα ότι μόλις άρχιζε ο εφιάλτης...
The Magic Bus
Από εκεί και πέρα οι εικόνες μπερδεύονται μεταξύ τους, μπαίνουν η μία στην άλλη, θολώνουν, δεν τις ξεχωρίζεις. Το πρωί σχολείο, φροντιστήριο, μαθήτρια του 17, στο σπίτι είχαν ηρεμήσει λίγο τα πράγματα, τα είχα ψιλοβρεί και με τις φίλες μου... Το βράδυ όμως άρχιζε κάτι καινούριο, μεταμορφωνόμουν, από καλομαθημένο παιδί των γονιών γινόμουν κάτι άλλο, κάτι ξένο. Έπινα για να με αγαπήσει ο Γιώργος, για να είμαι πιο δυνατή, για να φωνάξω σε όλους ότι είμαι διαφορετική, άγρια, σκληρή.
Κατεβαίναμε στην Αθήνα για να «γίνουμε». Αγοράζαμε ηρωίνη από έναν γνωστό του Γιώργου, τον Παναγιώτη. Ήταν 30 και κάτι, παντρεμένος με παιδιά, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να διακινεί πλαστά χρήματα, γυναίκες, ναρκωτικά. Με ήθελε. Όποτε ο Γιώργος δεν κοιτούσε, μου το έδειχνε με αδηφάγα βλέμματα. Δε μιλούσα, για χάρη μου μας έδινε γραμμάρια ολόκληρα χωρίς λεφτά.
Μια μέρα, αφού φόρτωσε τον Γιώργο με μπόλικη ηρωίνη και μια πόρνη, με πήγε σε ένα ξενοδοχείο. Ήπιαμε, ήπιαμε και κάποια στιγμή άρχισε να με αγγίζει. Τα έχασα, όμως ήμουν ήδη χαμένη στον κόσμο μου και δεν είχα ούτε τη δύναμη ούτε τη θέληση να αντιδράσω. Αφέθηκα. Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου, δεν ήμουν εγώ, ήταν μια άγνωστη με θολό βλέμμα. Έκλεισα τα μάτια, έσφιξα τα δόντια για να μην ουρλιάξω και απλώς ευχήθηκα να μείνω ζωντανή.
Όταν αργότερα πήραμε με τον Γιώργο το δρόμο του γυρισμού, έκλαιγε, μου φώναζε, φώναζε στον εαυτό του. Εγώ δε μίλαγα, δεν είχα λέξεις, ήμουν στραγγισμένη από κάθε συναίσθημα, ήμουν άδεια, ένιωθα βαριά και γερασμένη.
Future land
Η Άννα και ο Νίκος ήταν ζευγάρι, γύρω στα 40 αλλά έμοιαζαν για 60, έμεναν σ’ ένα άθλιο, βρόμικο σπίτι, ήταν μαζί 20 χρόνια κι έπιναν άλλα τόσα. Αγοράζαμε και από αυτούς, καθόμασταν σε εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο και σπάγαμε την ηρωίνη πάνω στο τραπέζι. Η Άννα χαμογελούσε δείχνοντας τα χαλασμένα δόντια της, ενώ ο Νίκος χώριζε σε σακουλάκια τις δόσεις. Εκεί γνώρισα και τη Χρύσα. Τη Χρύσα με το αγγελικό πρόσωπο. Ακόμα θυμάμαι τον τρόπο που γελούσε, κοφτά, σαν κάτι να φοβόταν. «Εδώ όλοι είμαστε ευτυχισμένοι» έλεγε, αφού έπινε, χαϊδεύοντας την τεράστια κοιλιά της που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το ισχνό σώμα της. «Αν είναι κορίτσι, θα τη βγάλω Dawn – σημαίνει αυγή. Και ήταν μόνο 17!
O καιρός περνούσε και η σχέση μου με τον Γιώργο συνεχιζόταν. Ανάμεσα στη μιζέρια και τη βρομιά έβλεπες πού και πού κάτι όμορφο, αγκαλιαζόμασταν και ορκιζόμασταν με δάκρυα στα μάτια ότι δε θα ξαναπιούμε, ότι θα είμαστε για πάντα μαζί, δυνατοί κι αγαπημένοι. Όμως ο κύκλος δεν έλεγε να κλείσει και καθώς οι εβδομάδες έφευγαν, παρατηρούσα τον εαυτό μου που άλλαζε και μ’ έπιανε τρόμος. Γιατί αυτό σου κάνει η ηρωίνη: σε αλλάζει, αλλάζει το χαρακτήρα σου, βρομίζει την ψυχή σου, την κατατρώει, σου σκοτώνει τα αισθήματα. Αυτό κάνει, γιατί αυτό είναι η ηρωίνη: ένας εφιάλτης.
Ένα άδειο δωμάτιο, δίχως παράθυρα και πόρτες, δίχως την παραμικρή χαραμάδα να μπει λίγος ήλιος, κι εσύ μεγαλώνεις σ’ αυτό το δωμάτιο, μεγαλώνεις και σκληραίνεις. Κι όσο εσύ μεγαλώνεις, τόσο το δωμάτιο μικραίνει. Μικραίνει και σε σφίγγει –σαν αόρατη πανοπλία–, δε σ’ αφήνει να ανασάνεις... Και ζεις εκεί μέσα, προχωρώντας στα τυφλά με ασταθή βήματα, κρατώντας ένα μαχαίρι, ξεσκίζοντας σιγά σιγά τα σωθικά σου, ό,τι καλό έχεις μέσα σου, ό,τι αγαπάς κι ό,τι ονειρεύεσαι χαράζοντας πολύπλοκα σχέδια, δίχως νόημα, δίχως αρχή και τέλος...
Keep walking
Μια φορά ήμασταν στο σπίτι ενός παιδιού και πίναμε. Την ώρα που βαρούσε ένεση, μπήκε στο δωμάτιο η μητέρα του. Ποτέ δε θα ξεχάσω το βλέμμα εκείνης της μάνας.
Πώς να ξεχάσω; Τόσα πρόσωπα, η Χρύσα, ο Νίκος, η Άννα, ο Παναγιώτης και άλλα πολλά πρόσωπα, που δεν έχω αναφέρει, μελαγχολικά, φοβισμένα, πρόσωπα ρημαγμένα, ματωμένα σε κάθε σπιθαμή τους...
Δε θέλω να ξεχάσω. Γιατί «ξεχνάω» σημαίνει απαρνιέμαι, κι αν απαρνηθώ το παρελθόν μου, θα είναι σαν να απαρνιέμαι τον ίδιο μου τον εαυτό. Τι κι αν κρύψω τις πληγές μου; Αυτές δε θα πάψουν να υπάρχουν, γιατί αυτό είμαι: οι πληγές μου. Τις σηκώνω στο φως, τις επιδεικνύω, γιατί έμαθα να ζω μαζί τους, είναι το στολίδι μου, το κουράγιο μου, η δύναμή μου.
Τελικά με τον Γιώργο χώρισα μετά από ενάμιση χρόνο σχέσης. Πλέον είμαι καλά, μακριά από τα ναρκωτικά, κι αυτός το ίδιο. Ξέρω ότι μες στην τόση ψευτιά των ναρκωτικών υπήρξε κάτι πραγματικά όμορφο ανάμεσά μας, κι αυτό ήταν τελικά που μας κράτησε ζωντανούς.
Τελειώνω αυτή την ιστορία λέγοντας πως νιώθω πιο ώριμη, πιο σκληρή, ίσως λίγο πιο σοφή, γιατί είδα πράγματα που άλλοι δεν μπορούν ούτε καν να τα διανοηθούν και δε φοβάμαι πια. Αυτός ο κύκλος της ζωής μου έκλεισε μια για πάντα και χαίρομαι που βρήκα τελικά τη δύναμη να σας τον παρουσιάσω. Ήδη νιώθω καλύτερα, ανακουφισμένη. Τελικά όντως ισχύει αυτό που λένε: Πρέπει να επιδεικνύεις τις πληγές σου.
Πηγή: Cosmopolitan
Δεν ξέρω αν αυτή η ιστορία είναι 100% αληθινή...το να πέσεις σε τόσο βαριά ναρκωτικά όπως η ηρωίνη δεν ξεμπλέκεις εύκολα. Και πόσο μάλλον μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Και θέλει μεγάλες προσπάθειες και αποτοξίωση που δε γίνεται έτσι απλά. Βέβαια δεν περιγράφει πως το ξεπέρασε και με τι βοήθεια γι αυτό λέω πως ίσως και να είναι αληθινή....
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό πήγα να σου πω κι εγώ..ότι δεν γράφει πώς πέρασε την αποτοξίνωση, αλλά το πώς έμπλεξε. Μπορεί ίσως και να περιγράφει την ιστορία κάποιου δικού της προσώπου.. Πάντως οι μισοί εθισμένοι στα ναρκωτικά έμπλεξαν προσπαθώντας να "σώσουν" αγαπημένα πρόσωπα. Σε τέτοιες περιπτώσεις -που ερωτεύεσαι ένα ναρκομανή- πρέπει να σηκώνεσαι να φεύγεις μακριά αλλιώς 90% θα μπλέξεις κι εσύ
ΔιαγραφήNαι δεν υπάρχει περίπτωση. Έχω διαβάσει πάρα πολλά σχετικά με όλα αυτά. Θεωρώ πως έιναι σχεδόν αδύνατο να ξεφύγεις από τόσο βαριά ναρκωτικά. Δεν λέω πως είναι αδύνατο. Αλλά πολύ σπάνια συμβαίνει κάτι τέτοιο.
ΔιαγραφήΜπορείς να ξεφύγεις, αλλά πρέπει να υπάρχει μεγάλη θέληση -και βέβαια δε γίνεται απ' τη μια στιγμή στην άλλη..
Διαγραφή