Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου ~ Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

Lisa

This is thy hour O Soul, thy free flight into the wordless. Away from books, away from art, the day erased, the lesson done. Thee fully forth emerging, silent gazing, pondering the themes thou lovest best. Night, sleep, death, and the stars. - Walt Whitman
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θλίψη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θλίψη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Πριν χαθούν όλα, υπήρξες άραγε;



Πριν χαθούν όλα, υπήρξες άραγε;

Μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο γκρέμιζα όσα έχτιζα. Αυτά που ζωγράφιζα όλα μουντζούρες τα ‘κανα. Υπήρξες; σε ρωτούσα ξανά και ξανά. Μέσα στα σκοτάδια σε ονειρευόμουν, σε φανταζόμουν, σε χαλούσα και σε ξανάφτιαχνα. Αγκαλιά σε κρατούσα βράδια ατελείωτα και σε νανούριζα. Και το πρωί αναρωτιόμουν, υπήρξες άραγε;
Στα σκοτάδια σκαρφάλωνα μαζί σου και γκρεμιζόμουν. Αφηνόμουν κι έπεφτα. Ρίσκαρα και διαλυόμουν. Κάθε πρωί όμως αναρωτιόμουν, υπήρξες άραγε;
Στο φως αν υπήρξες σε ρωτούσα και δε μπορούσα ποτέ να πω με σιγουριά. Αν ήσουν πλάι μου αληθινά ποτέ δεν ήξερα. Αν ήσουν αγάπη δε θυμόμουν. Υπήρξες;
Σα να 'σουν δίπλα μου - για ένα λεπτό ή για πάντα - σου είπα με θάρρος πως όσα έχτισα τα γκρέμισα. Αυτά που ζωγράφισα τα μουντζούρωσα. Όσα ονειρεύτηκα τα μηδένισα και όσα φοβήθηκα τα νίκησα. Και το επόμενο πρωί, πάλι σα να ‘ταν όνειρο, σε ξαναρώτησα, υπήρξες; Πριν χαθούν όλα, υπήρξες άραγε;

Υπήρξες. Σκοτεινός, σαν τα σκοτάδια μου. Αχνός, σαν τις μουντζούρες μου. Νικημένος. Σαν τους φόβους μου.

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Συζητήσεις με τον καθρέφτη


Βλέπω απέναντί μου μια μορφή. 

Είναι θολή και ακανόνιστη. Το μόνο που μπορώ να διακρίνω είναι μια θλίψη στα μάτια και μια ταραχή στις κινήσεις της. Φαίνεται οικεία και δεν την φοβάμαι. Πλησιάζω προς το μέρος της, πλησιάζει και αυτή. Με την ίδια ταχύτητα, βηματισμό και κινήσεις με μένα. Κοντοστέκομαι. Προς στιγμήν νομίζω πως απέναντί μου βρίσκεται ένας καθρέφτης. Θα ορκιζόμουν πως είναι το είδωλό μου, μα δε βλέπω εμένα, δε μπορώ να με διακρίνω. Φτάνω κοντά της, φτάνει κοντά μου. 

- «Φαίνεσαι χαμένη», μου λέει. «Ρώτησε με ό,τι θες.»

- «Μίλησε μου για την αγάπη», της λέω.
- «Δεν μπορώ να την ορίσω. Πάντα την πλησιάζω και πάντα μου φεύγει. Ξεγλιστρά σαν την άμμο, σαν το νερό από τα χέρια μου. Μα έχω ακούσει γι’ αυτήν στα τραγούδια, την έχω διαβάσει στα ποιήματα, την έχω δει στα βλέμματα των περαστικών, την έχω νιώσει στον τρόπο που άγγιξε την ψυχή μου. Κάποιος, κάτι, κάποτε.»
- «Μίλησε μου για τα όνειρα.»
- «Χωρίς αυτά δε θα ήμουν τίποτα. Τα όνειρα και η ελπίδα πως κάποτε θα φτάσω σ' αυτά με κρατάνε ακόμα εδώ.»
- «Μίλησε μου για τον πόνο.»
- «Δε χρειάζεται να σου πω τίποτε. Κοίταξε με. Είμαι απλά πόνος καλυμμένος με δέρμα. Μα κάθε πόνος κάνει το δέρμα μου πιο δυνατό και ανθεκτικό.»
- «Μίλησε μου για την ευτυχία. Πότε ένιωσες τελευταία φορά ευτυχισμένη;»
- «Ίσως το απόγευμα που ανέβηκα στην ταράτσα και ο ήλιος ζέστανε το κορμί μου. Ίσως το μεσημέρι που βρήκα στο ντουλάπι το αγαπημένο μου γλυκό χωρίς να το περιμένω. Ίσως η βόλτα που έκανα σε εκείνο το πάρκο πριν δυο μέρες. Ίσως εκείνη τη μέρα -δε θυμάμαι πότε- που γελούσα συνέχεια και δυνατά και αληθινά, τόσο που η ευφορία έφτασε σε κάθε κύτταρο του σώματος μου. Για μένα η ευτυχία κρατάει δευτερόλεπτα, ίσως κλάσματα δευτερολέπτου… δεν μπορώ να αντιληφθώ το χρόνο τη στιγμή της ευτυχίας μου. »

- «Μίλησέ μου για τη θλίψη.»

- «Χωρίς αυτήν δε θα εκτιμούσα, δε θα αντιλαμβανόμουν τις στιγμές της ευτυχίας μου. Γι' αυτό και την αγαπώ πλέον. » 

Βλέπω απέναντί μου μια μορφή.
Πόσο άλλαξες εαυτέ μου …

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

ΔΙΑΒΑΣΤΗΚΕ

Διαβάστηκε…


Είναι από εκείνα τα βράδια που όλοι βολοδέρνουν στα ξενυχτάδικα, όμως εσύ δεν είχες καμία όρεξη να βγεις. Προτίμησες να κλειστείς στο καβούκι σου. Το σώμα σου ριγμένο άτσαλα στην πολυθρόνα. Είσαι πολλές ώρες σε αυτή τη θέση. Έχουν θερμανθεί επικίνδυνα τα στρώματα. Κοντεύεις να γλιστρήσεις στο πάτωμα. Στο ένα χέρι κρατάς μια ζεσταμένη μπύρα. Στο άλλο το κινητό. Ανεβοκατεβάζεις με μανία την αρχική. Ίσα με εκατό φορές. Πέφτεις πάνω στη φωτογραφία του. Κοκκαλώνεις. Την κοιτάζεις προσεκτικά. Μάτια θλιμμένα, τα χαρακτηριστικά του, μα το χαμόγελο πάντα εκεί. Μάτια που σύρθηκαν με μανία επάνω στη σάρκα σου. Κάποτε… Τώρα ποιος ξέρει σε ποιανής τα βλέμματα σκαρφίζει πάθη της δήθεν μονιμότητας.

Συνεχίζεις εκδικητικά την περιπλάνησή σου με ένα δυνατό χτύπημα στην οθόνη. Δύο τρία λεπτά κι επιστρέφεις πίσω, βλέπεις το μυαλό σου σφήνωσε εκεί, στο εγκλωβισμένο κοίταγμα σε ψηφιακά pixels. Τα χείλη σου αγκαλιάζουν το ποτήρι, μια ακόμη γουλιά. Χρειάζεσαι μαι γεύση μέθης να σου ζαλίσει τις αντιστάσεις. Άλλη μια γενναία γουλιά, για το κλείδωμα, πως δεν θα λιποψυχήσεις.

Δυο κλικ, ανοίγεις τη συνομιλία. «Ενεργός τώρα».

Εντάξει. Βαθιά ανάσα. Άλλη μια προσπάθεια. Ακουμπάς το δείκτη στο πληκτρολόγιο. Κολλάς. «Καλησπέρα» Μπα… Πολύ τυπικό. Το σβήνεις! Πάμε πάλι. «Γεια» με την ανάλογη χαμογελαστή φατσούλα. Δαγκώνεις το στυλό, το ξεχασμένο στο γραφείο. Λογαριάζεις αν πρέπει να προσθέσεις ένα φιλικό, «τι κάνεις» ή να τ’ αφήσεις σ’ εκείνον. Δεν σ’ αρέσει, σβήσιμο!

Πάνε μέρες από την τελευταία φορά που βρεθήκατε. Όλα μοιάζουν να έχουν τυλιχτεί σαν ρούχα πεταμένα στο καλάθι. Ένα κουβάρι από ανάσες, μερικές γραντζουνιές στην πλάτη και σημάδια στο λαιμό. Άραγε τι να του πεις; Ας προσποιηθείς πως δε θυμάσαι τίποτα. Άλλωστε το αλκοόλ που έρεε όλες εκείνες τις μέρες στο αίμα σου δύναται να καλύψει το ψέμα σου. Ναι, θα προσποιηθείς πως το αμέλησες. Πως αμέλησες εκείνο το απόγευμα που σας πήρε ο ύπνος αγκαλιασμένους, όταν έμπλεκε τα δάχτυλά του στα μαλλιά σου και τα νύχια σου έκαναν βόλτες σε όλο του το κορμί.

Απόψε όμως, ήρθε η ώρα να δώσεις μια κλωτσιά στα χτίσματα του εγωισμού σου και να γκρεμίσεις τις ηλίθιες φοβίες σου. Θέλεις να του μιλήσεις για μια φορά ειλικρινά ακόμη κι αν βρεις κατάκλειστες πόρτες.

Βαθιά ανάσα, τελευταία γουλιά μπύρας.

Τα χέρια σου χαϊδεύουν την φωτεινή οθόνη, φτιάχνοντας γράμμα γράμμα τις αλήθειες που είχες φυλαγμένες!

«Μου έλειψες! Σε θέλω! Έλα!». Αποστολή. Κι αποστολή εξετελέσθη!

-Διαβάστηκε…

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

τελευταίο τσιγάρο

Το τελευταίο τσιγάρο το χαρίζω σε σένα


5-6 τζούρες νικοτίνης…
Εκεί μέσα σε έπνιξα κι έθαψα τα ατέλειωτα βράδια μας. Στο τελευταίο τσιγάρο που κάπνισα μπροστά σου, βλέποντας σε να μαζεύεις βαλίτσες κι αναμνήσεις. Επάνω στο σταυροπόδι μου διέψευσα την εικόνα της αδυναμίας μου να βρίσκομαι μακριά σου και τη μετέτρεψα σε άσχημη ζωγραφιά απέχθειας και μετάνοιας. Στο τελευταίο μου τσιγάρο που η μυρωδιά του κάλυψε το άρωμα που συνεχώς με έσερνε από πίσω σου. Ένας πυκνός καπνός θόλωσε όλες τις στιγμές μας και μέσα σε δευτερόλεπτα ανέτρεψε ολόκληρους μήνες ευτυχισμένης συνύπαρξης.

Λίγες μόνο ρουφηξιές καπνού μου θύμισαν το σκληρό ναρκωτικό που γευόμουν καθημερινά πλάι σου. Επέλεξα να ζήσω τη στιγμή της αποχώρησής σου από κοντά από το να τρέξω μακριά, στον εαυτό μου. Για να μάθω την πραγματική αλήθεια σου. Να καταλάβω πόσο μπορεί να κρατήσει ένα μεθύσι έρωτα. Πόσο γαλάζιο ουρανού μπορεί να παρασύρει στο διάβα του μία σταγόνα αίμα από δάκρυ ενός άνδρα που αγαπάει.

Και κάθομαι και συγκρίνω το πρώτο μας τσιγάρο με κείνο το τελευταίο. Βάζω δίπλα δίπλα το βραδύκαυστο με αυτό το βιαστικό. Το απολαυστικό με τούτο εδώ το δυσκολόπιοτο.
Επιτέλους, τελείωσε κι αυτό όπως έσβησες κι εσύ.
Δεν τσαλακώθηκες μέσα σε στρογγυλό τασάκι. Μα κάτι δυνατό που υπήρχε μέσα μου κατάφερες κι έσπασε σα γυαλί και ράγισε σε βάθος την ψυχή μου.

Σου χαρίζω την τελευταία μου εικόνα.
Το τελευταίο μου τσιγάρο κοντά σου.
Άλλωστε, πάντα μου έλεγες πως σε γοητεύει ο τρόπος που το κρατώ.

Αντώνης Πουλινάκης

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

τ’ αστέρια που ονειρευτήκαμε



Δεν ήσαν περαστικοί κομήτες
ούτε καν στιγμιαίοι διάττοντες
τ’ αστέρια που ονειρευτήκαμε –
το πολύ καύτρες μέσα στη νύχτα
απ’ τα τσιγάρα που τινάζαμε
κι η πύρινη τροχιά τους
μόλις που πρόφταινε να λάμψει.
Αυτό το λίγο ήταν που γέμιζε τη ζωή μας
κι αν κάποτε μιλούσαμε για θάνατο
με σιγουριά τον βάζαμε γι’ αργότερα.
– Τίτος Πατρίκιος

Από τη συλλογή «Νέα χάραξη», 2008

Πηγή: Τετράγωνο

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

into art


Turn your pain into art.

— ( via apprecier )

Φτηνά Τσιγάρα



“Θα ‘θελα τόσο πολύ να σε εντυπωσιάσω.
Η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη, σαν μια μπόρα.
Ούτε που πρόλαβα να αρχίσω.
Ούτε που πρόλαβα να σου πω την μοναδική μου ιδιότητα. Είμαι συλλέκτης.
Μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου. Στιγμές.
Όταν έχω αυτόν τον ξαφνικό πόθο να πετάξω,
και δεν έχω πού να πετάξω, κρύβομαι στη συλλογή μου.
Γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές, τυχαία αγγίγματα, βρισιές, τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές, σιωπές, χωρισμούς, λόγια, λόγια, λόγια…
Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουνε αυτά.
Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι. Είμαι από αυτούς που πάντα κάπνιζαν φτηνά τσιγάρα.” 


Φτηνά Τσιγάρα: 20 Καλοκαίρια Μετά (Ρένος Χαραλαμπίδης) 


Πηγή: Tumblr

ούτε λέξη

 

Έγραφες κείμενα ολόκληρα για ανθρώπους 
που δεν νοιάζονταν να ακούσουν ούτε μία σου λέξη.

Και ζήσαν αυτοί καλά

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Το ξέρω πως είμαι τρελή, μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει

«Το ξέρω πως είμαι τρελή, μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει».
Ο ανεκπλήρωτος έρωτας της παντρεμένης Πηνελόπης Δέλτα για τον Ίωνα Δραγούμη και τα πιθανά αίτια της αυτοκτονίας της... 
Η Πηνελόπη Δέλτα έχει χαρακτηριστεί ως η συγγραφέας «των παιδικών μας χρόνων», μιας και τα παιδικά μυθιστορήματα που έγραψε μεγάλωσαν πολλές γενιές εφήβων. 

«Τα μυστικά του βάλτου», «Τρελαντώνης», «Μάγκας», «Παραμύθι χωρίς όνομα», είναι τα πιο γνωστά βιβλία της. Η συγγραφέας είχε μια πολυτάραχη ζωή που ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα. Έζησε έναν μεγάλο, αλλά ανεκπλήρωτο έρωτα. Κάποιοι λένε ότι και αυτή η απογοήτευση την οδήγησε στην αυτοκτονία στις 2 Μαΐου του 1941 και όχι μόνο η εισβολή των Γερμανών στην Αθήνα, όπως είναι η επικρατέστερη άποψη και σαφώς πιο ηρωική για την συγγραφέα των Μακεδονομάχων. 



Τα παιδικά χρόνια στο «χρυσό κλουβί» και ο γάμος της με τον Στέφανο Δέλτα 

Η συγγραφέας γεννήθηκε το 1874 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου έζησε περίπου μέχρι την εφηβεία της. 

Η Δέλτα ανέθρεψε τις κόρες της υποδειγματικά
Φωτογραφία: Ιστορικό αρχείο Μουσείου Μπενάκη
Η οικογένειά της ήταν εύπορη. Πατέρας της ήταν ο πολιτικός και εθνικός ευεργέτης, Εμμανουήλ Μπενάκης. Η Πηνελόπη ήταν το τρίτο παιδί από τα πέντε της οικογένειας αν και ο ένας αδελφός της πέθανε σε μικρή ηλικία. Η αρχοντική ανατροφή της της έδωσε τη δυνατότητα να μορφωθεί, αν και δεν ήταν συνηθισμένο για τα κορίτσια της εποχής. Όμως, η οικογένειά της ήταν πολύ πιεστική. Η αυστηρότητα των γονιών της και ο «αποστειρωμένος» τρόπος ζωής, την έκαναν από νεαρή ηλικία να αναζητεί διέξοδο. Έτσι, όταν το 1882 η οικογένειά ήρθε προσωρινά στην Ελλάδα, η κοπέλα προσπάθησε να ξεφύγει από το «χρυσό κλουβί». Γνώρισε τον Στέφανο Δέλτα, πλούσιο έμπορο από το Φανάρι και το 1895 τον παντρεύτηκε. Το ζευγάρι απέκτησε τρεις κόρες, οι οποίες έλαβαν εξίσου καλή ανατροφή με εκείνη της μητέρας τους. Από τις κόρες της απέκτησε εγγόνια αλλά και δισέγγονα, ένα εκ των οποίων είναι και ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, αν και ο ίδιος δεν πρόλαβε να τη γνωρίσει. Δέκα χρόνια μετά τον γάμο, το ζεύγος Δέλτα επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια. Εκείνη η χρονιά (1905) ήταν μοιραία για τη συγγραφέα, καθώς τότε γνώρισε τον μεγάλο έρωτα της ζωής της. Τον Ίωνα Δραγούμη


Ο ανεκπλήρωτος έρωτας της Πηνελόπης Δέλτα 

Η Πηνελόπη Δέλτα γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, που ήταν υποπρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια, σε μια δεξίωση. Η έλξη που ένιωσαν ήταν αμοιβαία και σύντομα μετατράπηκε σε δυνατό έρωτα, που όμως δεν μπορούσε να εκπληρωθεί. 

Ο ανεκπλήρωτος έρωτας για τον Δραγούμη
τη βασάνιζε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Φωτογραφία: Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
Η Δέλτα ήταν παντρεμένη και μητέρα. Το ήθος της δεν της επέτρεπε να δημιουργήσει εξωσυζυγικό δεσμό. Ο πόθος της για τον Δραγούμη όμως ήταν τόσο έντονος, που την έκανε να το ομολογήσει στον σύζυγό της. Εκείνος δεν της έδωσε το πολυπόθητο διαζύγιο και η συγγραφέας έπεσε σε κατάθλιψη. 

Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε λίγο καιρό μετά, όταν ο αγαπημένος της έκανε δεσμό με τη Μαρίκα Κοτοπούλη. 

Σε επιστολή της Δέλτα προς τον Δραγούμη, που ανήκει στο Ιστορικό Μουσείο Μπενάκη, εμφανίζεται απελπισμένη. Λέγεται μάλιστα πως από εκείνη την περίοδο είχε αρχίσει να εκδηλώνει τάσεις αυτοκτονίας. 

Στην επιστολή που έχει ημερομηνία 27/7/1906, έγραφε: 

« Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψα• αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ίων μου, αν θέλεις τότε, πάρε με… Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα να σου πω πια όχι• τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος• ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ’ αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου οπόταν σε φωνάξω. 
Ίων μου, δεν σε φωνάζω• μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι• 
σε περιμένω πάντα και σ’ αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση• 
τ’ άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε! 
Μη με φοβηθείς• αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. 
Ίων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτη απόπειρα, ήσουν «τρελός για μένα», έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα… 
Και μεθώ και δεν ξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει «τιμή» και «λόγος». Ξέρω μόνο πως σ’ αγαπώ, τ’ ακούς, Ίων; σ’ αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ’ έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω «σ’ αγαπώ», μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ώσπου να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. 
Το ξέρω πως είμαι τρελή μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει ». 

Την ίδια χρονιά που γράφτηκε η επιστολή, η συγγραφέας μετακόμισε στη Φραγκφούρτη από όπου, τρία χρόνια μετά εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Για την πατρίδα». 

Η Δέλτα εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα το 1916 αφού είχε περάσει άλλα τρία χρόνια στην Αλεξάνδρεια. 


Το σπίτι στην Κηφισιά όπου έγραψε τα διάσημα μυθιστορήματά της και άφησε την τελευταία της πνοή 

Η οικογένεια Δέλτα εγκαταστάθηκε σε ένα εντυπωσιακό σπίτι στην Κηφισιά, το οποίο μεταβίβασε στη συγγραφέα, ο πατέρας της. Το νεοκλασικό σπίτι, που σήμερα που σήμερα στεγάζει τα ιστορικά αρχεία του μουσείου Μπενάκη, θεωρείται ιστορικό καθώς εκεί έγραψε η Δέλτα τα πιο γνωστά βιβλία της, αλλά και εκεί άφησε την τελευταία της πνοή. 

Μάλιστα στη νοτιοδυτική πλευρά του κτιρίου είχε διαμορφωθεί ειδικός χώρος, για να δουλεύει. 

Το 1925 η συγγραφέας διαγνώστηκε με σκλήρυνση κατά πλάκας, μια αρρώστια που χειροτέρευε καθώς περνούσαν τα χρόνια και την ταλαιπώρησε μέχρι το τέλος. Τη δεκαετία του ’30 έγραψε τον «Τρελαντώνη», τον «Μάγκα» και τα «Μυστικά του βάλτου»

Παρόλο που η συγγραφική της έμπνευση φαινόταν αστείρευτη, η ίδια αποδείχτηκε ότι βασανιζόταν μέσα της. Τόσο η ασθένειά της όσο και ο έρωτας της για τον Δραγούμη, που παρέμενε ζωντανός ακόμα και 20 χρόνια μετά τη δολοφονία του, δεν την άφηναν να ησυχάσει. 

Η κήρυξη του πολέμου, βρήκε τη συγγραφέα σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. 

Η συγγραφέας στο σπίτι της στην Κηφισιά
Στις αρχές του 1941 ο Δραγούμης αν και νεκρός «μπήκε» ξανά στη ζωή της. Ο αδελφός του, Φίλιππος, παρέδωσε στη Δέλτα τα προσωπικά του ημερολόγια και αρχεία και εκείνη, αφού ξόδεψε αμέτρητες ώρες μελετώντας τα, πρόσθεσε άλλες χίλιες σελίδες στο έργο του αγαπημένου της. 

Η Πηνελόπη Δέλτα ήταν γνωστή για την αγάπη της προς την πατρίδα και τα εθνικά της φρονήματα τα οποία περνούσε και στα έργα της. 
Το βιβλίο της «Για την πατρίδα» αναφέρεται στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Το «Παραμύθι χωρίς όνομα» το εμπνεύστηκε από το κίνημα στο Γουδί και τα «Μυστικά του βάλτου» εκτυλίσσονται κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. 

Έτσι όταν στις 27 Απριλίου η συγγραφέας έκανε απόπειρα αυτοκτονίας παίρνοντας δηλητήριο, όλοι υπέθεσαν ότι οι λόγοι ήταν καθαρά εθνικιστικοί. 
Ήταν η ημέρα που οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Αθήνα. 

Η Πηνελόπη Δέλτα πέθανε στις 2 Μαΐου 1941, πέντε ημέρες μετά τη λήψη του δηλητηρίου χωρίς να αφήσει κάποιο σημείωμα στο οποίο να εξηγεί τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτή τη πράξη. 


Οι Ρωμιοπούλες, το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Δέλτα

Πρόσφατα, εκδόθηκε η τριλογία «Ρωμιοπούλες» – είναι το μοναδικό μυθιστόρημα της Δέλτα που δεν απευθύνεται σε παιδιά. Το βιβλίο, όπως αναφέρει ο δισέγγονός της Αλέκος Π. Ζάννας που επιμελήθηκε την έκδοση του, έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία

Το σπίτι στην Κηφισιά όπου έγραψε τα διάσημα βιβλία της
και άφησε την τελευταία της πνοή
Γράφτηκε από το 1926 έως το 1939 και αποτελεί το κύκνειο άσμα της Δέλτα. Η ίδια ανέφερε στο ημερολόγιό της για τις Ρωμιοπούλες: 

«Όταν τελείωσα «το έργο» μου κατέθεσα τα όπλα, είπα πως μπορώ πια να πεθάνω αρκεί να το δημοσιεύσουν τα παιδιά μου, σαν ελευθερωθούν οι Ελληνικές ψυχές και συνειδήσεις. Αυτά τον περασμένο Δεκέμβριο. Τώρα θέλω να δω την ελευθερία αυτή, ψυχών και συνειδήσεων. Μα θα την δω άραγε;» 

Η τριλογία παρακολουθεί τη ζωή μιας ηρωίδας που εικάζεται ότι είναι η ίδια η συγγραφέας και είναι άμεσα συνδεδεμένο με τα πολιτικά γεγονότα της εποχής της. 

Η Πηνελόπη Δέλτα ήταν «βενιζελική», καθώς την περίοδο που ο πατέρας της ήταν δήμαρχος, ο Βενιζέλος ανέπτυξε φιλία μαζί του και οι δυο τους συνήθιζαν να επισκέπτονται το σπίτι στην Κηφισιά. Ο Βενιζέλος τη νύχτα της 6ης Ιουνίου του 1933, που έγινε η δολοφονική απόπειρα εναντίον του, είχε φύγει από το σπίτι της οικογένειας Δέλτα. 

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου γίνεται αναφορά στον έρωτα που την σημάδεψε. 

Ο Αλέκος Π. Ζάννας ανέφερε σχετικά με την αυτοκτονία της προγιαγιάς του:  Είχε «εμμονή» με τον Ίωνα Δραγούμη. Δεν έβαλε τέλος στη ζωής της μόνο και μόνο εξαιτίας της θλίψης της για την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. «Ήταν ένα συνονθύλευμα» αιτιών, συνέχισε ο Ζάννας, «έπασχε και από σκλήρυνση κατά πλάκας»

Όποια και αν είναι η αλήθεια για το θλιβερό τέλος της Πηνελόπης Δέλτα, το σίγουρο είναι ότι έζησε μια πολύ έντονη ζωή και ότι τα βιβλία της – αν και γράφτηκαν πολλές δεκαετίες πριν – παραμένουν συναρπαστικά και διδακτικά για την ιστορία μας.... 

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Nebula


This is your birth.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες

Μαρία Πολυδούρη - Κώστας Καρυωτάκης∙ 
ένας έρωτας δραπέτης

« Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα. »

Κι αυτούς τους στίχους δεν τους ξεχνώ ποτέ. Τρίτη λυκείου πήγαινα όταν στην ύλη των πανελλαδικών για τη λογοτεχνία ήταν τόσοι σπουδαίοι. Ονόματα τρανταχτά και κείμενα τετραπέρατα. Μα ήταν κι ένα ποίημα κάπως πιο απλό, πιο ταπεινό, φαινομενικά όχι τόσο περίτεχνο. Μιας ποιήτριας για την οποία δεν ήξερα πολλά. Το ποίημά της μιλούσε για έναν έρωτα. Έρωτα ανεκπλήρωτο. Και θαρρώ πως αυτοί οι έρωτες είναι οι πιο ρομαντικοί. Είναι εξιδανικευμένοι, θεοποιούν το αντικείμενο του πόθου. Κι επιμένουν, γιατί δεν είναι ικανοί για τίποτα λιγότερο.

Και τότε έμαθα πως ο έρωτας που μελετούσα για τις εξετάσεις ήταν έρωτας υπαρκτός. Υπαρκτά ανεκπλήρωτος κι ανατριχιαστικός. Τόσο ανατριχιαστικός που μου έμοιαζε περισσότερο με σενάριο ταινίας. Και το ποίημα της ποιήτριας, ύμνος στον έρωτα. Κι από τότε τους στίχους αυτούς δεν τους ξεχνώ ποτέ. Γιατί τα λόγια της είναι λόγια που φαντάζομαι πόσο ήθελε να τα χαράξει στην καρδιά του αγαπημένου της, ώστε να μείνει έτσι μαζί του για πάντα. Λόγια που σαν τα διαβάζεις νιώθεις τους παλμούς της καρδιάς της και το κορμί της να σπαρταρά.

Η Μαρία ήταν ατίθαση. Τολμηρή. Φλογερή. Κι αν η εποχή στην οποία έτυχε να γεννηθεί ήταν συντηρητική, εκείνη έβρισκε τον τρόπο να δραπετεύει απ’ όσους ήθελαν να φυλακίσουν τις ιδέες της. Απ’ τις μεγαλύτερες ιδέες της, η δύναμη της γυναίκας. Γυναίκα κι άντρας, όντα ισότιμα. Δεν καταλάβαινε από στερεότυπα κι αντρικούς ή γυναικείους κανόνες. Ήταν ύπαρξη λυρική μέσα σε μια πεζή πραγματικότητα. Κι έτσι λυρικά ερωτεύτηκε δίχως όρια, στερεότυπα και κανόνες. Γιατί ο αυθεντικός ανεπιτήδευτος έρωτας δε χωρά σε καλούπια. Ίσως δε χωρά και πουθενά και γι’ αυτό κάποτε χάνεται.

Η Μαρία ερωτεύτηκε τον Κώστα, ή χαϊδευτικά, τον Τάκη, όπως τον αποκαλεί στις επιστολές της. Ένας μελαγχολικός νέος που αμφισβητεί τον κόσμο και ψάχνει διέξοδο στα αδιέξοδα που προσπαθούν να του φράξουν τη δίοδο προς την ελευθερία. Αντιμετωπίζει τον κόσμο σκεπτικιστικά και μέσα απ’ τα ποιήματά του κρίνει όλα αυτά τα παράδοξα που εμποδίζουν τη φυγή της ύπαρξής του. Έτσι, δυο πνεύματα αντισυμβατικά, που θέλουν να πλάσουν μια διαφορετική κοινωνία για να ζήσουν, ερωτεύονται και γεννούν έναν απ’ τους πιο ρομαντικούς έρωτες της ποίησης.

Μα ο έρωτάς τους παραμένει στα όρια του πλατωνικού. Την πνευματική ολοκλήρωση αδυνατεί να ακολουθήσει η σαρκική, καθώς ο Τάκης πάσχει από σύφιλη, «ωχρά σπειροχαίτη», όπως την ονομάζει σε ποίημά του. Και την εποχή ετούτη κάτι τέτοιο περισσότερο σαν ντροπή αντιμετωπίζεται παρά ως ασθένεια. Εκείνος το κρατά καλά κρυμμένο για να μη στιγματιστεί, παρά μόνο το εξομολογείται στη Μαρία. Κι εκείνη φοβάται πως αυτά που της λέει είναι ψέματα μόνο για να τη διώξει απ’ τη ζωή του.

«Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ’ αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ’ αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ν’ αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;»

Κι έτσι απαντά ο Τάκης στη Μαρία, επισφραγίζοντας και τη δική του αγάπη και κλείνει την επιστολή, όπως κάθε άλλη:

«Με χίλια φιλιά
Κ.»

Ο έρωτάς της, όμως, είναι πιο δυνατός από κάθε εμπόδιο κι η επιθυμία της δεν κλονίζεται. Ακραία γοητευμένη απ’ την ύπαρξη του Καρυωτάκη, σχεδόν εμμονικά εμμένει στην προσπάθειά της. Σε επιστολή της κάνει κάτι πρωτάκουστο για την εποχή. Του προτείνει να ζήσουν μαζί. Να ζήσουν μαζί κι ας μην κάνουν παιδιά. Και μια τέτοια πρόταση μια γυναίκα τότε δύσκολα θα ξεστόμιζε, μα η Μαρία, όπως είπαμε, δεν ήξερε να υπακούει σε αβάσιμους κοινωνικούς κανόνες.

Κάτι τέτοιο δεν ήταν γραφτό να γίνει. Ο Τάκης αυτοκτονεί. Κι αφήνει επιστολή την οποία προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν για χρόνια. Κι οι ερμηνείες πολλές. Γιατί να ‘ναι, άραγε, ο θάνατος επιλογή όταν μπορείς αντ’ αυτού να επιλέξεις τη ζωή; Μάλλον γιατί η ζωή αυτή δεν είναι όπως τη θες. Κι ο Τάκης δε δέχεται να ζει όπως δε θέλει. Δε δέχεται κάτι λιγότερο από αυτό που ονειρεύεται. Κι έτσι φεύγει σιωπηλά όπως ήρθε.

Η Μαρία προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο. Εκεί είναι που μαθαίνει για τον θάνατο του αγαπημένου της. Κι ανατριχιάζω και μόνο στη σκέψη να φτάνει η είδηση στα αφτιά της. Και σαν να τελειώνει ο κόσμος, αφού πια αυτός δε ζει μέσα σ’ αυτόν. Μα ούτε ο θάνατος δεν είναι ικανός να την πάρει μακριά του. Κι η Μαρία δίνει τέλος στη ζωή της. Μια ένεση μορφίνης κι οι παλμοί της καρδιάς της σταματούν. Κι έτσι παύει να ‘ναι φυλακισμένη.

Σαν άλλος Ρωμαίος κι Ιουλιέτα, δυο πνεύματα ελεύθερα λύνουν τα δεσμά της ζωής και χάνονται στην αιωνιότητα για να συναντηθούν κάπου άλλου. Δραπετεύουν απ’ τον κόσμο που τους φυλάκισαν και ταξιδεύουν σε έναν άλλο κόσμο. Σε έναν κόσμο λυρικό όπου ο έρωτας είναι ποίηση κι η ποίηση ζωή.

Αξίζει, τελικά, να πεθάνεις για έναν έρωτα; Όχι. Ίσως αξίζει, όμως, να πεθάνεις για την ελευθερία.

Με χίλια φιλιά.


Συντάκτης: Ουρανία Κάππου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη
Πηγή: Pillowfights

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

11.11

EDITORIAL


Όλα ξεκίνησαν πριν από τέσσερα χρόνια. Φαντάσματα ξετρύπωσαν από τις σκοτεινές γωνίες της μπλογκο-χώρας και απόκοσμο σκοτάδι κατέκλυσε τις σελίδες του ιστολογίου μου. Το αλφάβητο ξεκίνησε να χορεύει και να σχηματίζει λέξεις, και τούτες οι λέξεις δημιούργησαν κάθε λογής μάγισσα, στοιχειό και ξωτικό. Τον Οκτώβριο του 2015 έμελλε να γεννηθεί το μεγαλύτερο αφιέρωμα μιας Λίζας. Της Λίζας στη Χώρα των Θαυμάτων.

Και σήμερα·
Σήμερα φτάνει στο τέλος του.

Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου το ιστολόγιο μου να βαφτεί με τα δικά του χρώματα. Είναι καιρός το διαδικτυακό ημερολόγιο να ανοίξει ξανά. Είναι καιρός να θυμηθώ ποια ήμουν. Και να συνειδητοποιήσω τι δεν είμαι πια.

Rewind.

Έχουν γίνει τόσα, που αν προσπαθούσα να τα διηγηθώ δε θα ήξερα από πού να αρχίσω.
Από την άλλη, δεν ξέρω καν αν θέλω και αν μπορώ.

Σκέφτομαι πόσοι άνθρωποι μπήκαν στη ζωή μου αυτή την τετραετία. "Όσους ήταν για να μείνουν, όσους έφυγαν πριν γίνουν". Πόσα μέρη επισκέφτηκα. Ποια χώματα αγάπησα και τους ανέμους που σμίλεψαν τις άκρες μου. Πόσες ιδέες χρωμάτισαν τις σκέψεις μου. Τις λέξεις που χαράχτηκαν στο δέρμα μου. Τις λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ.

Την απώλεια. 
Γνώριμη χώρα της καρδιάς.

Και ανθρώπους που έγιναν πατρίδα μου.

Στο σημείο αυτό θα βάλω μια άνω τελεία. 

Έχουμε πολλά να πούμε.
Η ιστορία μου δεν τελειώνει εδώ. 
Όπως πάντα· Συνεχίζεται...



Κάποια μέρα το Halloween θα επιστρέψει. Θα χορέψουμε ξανά στο φεγγαρόφως και θα φλερτάρουμε με το μακάβριο και το τρομακτικό. Τα τέρατα θα βγουν από την κρυψώνα τους. 

Προς το παρόν, θα είμαι εγώ το μοναδικό τέρας στο δικό μου παραμύθι.

***

Το κουδούνι χτυπά για τελευταία φορά στην ακαδημία μαγισσών. Οι μαθητές καλούνται να συγκεντρωθούν στη μεγάλη τραπεζαρία, για τον αποχαιρετισμό. Ξεκρεμώ τις κολοκύθες, τις  αραχνοΰφαντες γιρλάντες και τους μαγεμένους μανδύες. Φαντάσματα και νυχτερίδες βαμπίρ κρύβονται ξανά στις σκιές. Η μουσική της νυχτός αργοσβήνει πίσω από τις πανηγυρικές νότες κάποιου μινόρε της αυγής.

Ο ήλιος ανατέλλει ξανά στη μπλογκόσφαιρα.


Για πόσο θα κρατήσει αυτό το αντίο;

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

La καταστασιον très απελπιστικ

EDITORIAL

Μετά από έναν ολόκληρο μήνα απουσίας, χαιρετώ τη μπλογκόσφαιρα με την πιο απλή, λιτή και απέριττη ανάρτηση αυτού του ιστολογίου. Η αιτία αυτού του διαδικτυακού μινιμαλισμού δεν είναι η σαρακοστιανή ταπεινοφροσύνη, αλλά ο απαρχαιωμένος υπολογιστής (μία λέξη θα σας πω: WindowsXP), στην ανάγκη του οποίου ξέπεσα για να σας γράψω επιτέλους μία μπλογκο-καλημέρα της προκοπής.
Όπως, ίσως, έχετε ήδη μαντέψει, το πολυαγαπημένο και ταλαίπωρο λάπτοπ μου, πνέει τα λοίσθια και (για να μην αποχαιρετίσει από τώρα το μάταιο τούτο κόσμο) τού έχω δώσει επ' αόριστον άδεια άνευ αποδοχών -μέχρι να καταφέρει η επιστήμη να κάνει το θαύμα της.


Τι έκανε, όμως, η Λίζα έναν ολόκληρο μήνα μακριά από το ιστολόγιό της; 
Θα ήθελα να σας πω ότι έγραφα άρθρα στο Word για να τα αναρτήσω με χρονοκαθυστέρηση, αλλά θα ήταν ψέματα. Ο μικρός μου Παράδεισος μπήκε κι αυτός στον πάγο μαζί με το «αυτοκτονημένο» μου λάπτοπ, καθώς με κύκλωνε η δίνη της καθημερινότητας. Μπήκα ξανά στην ατέρμονη «λούπα» που λέγεται ζωή, αναπηδώντας από τη μία ασχολία στην άλλη, αντιμετωπίζοντας γρίπες και εποχιακές αλλεργίες, μαλώνοντας με τον ήλιο και την άνοιξη και τον καιρό που δε με άφηνε να μείνω στο χειμώνα μου, μαλώνοντας με το γάτο μου, μαλώνοντας με τις αναμνήσεις μου, μαλώνοντας με τον ίδιο μου τον εαυτό, σε τελική ανάλυση.

Η αλήθεια είναι ότι, προς μεγάλη μου έκπληξη, η «παραδοσιακή» απραξία του Απρίλη (λες και το έχω τάμα ξερωγώ κάθε Απρίλιο να βυθίζομαι σε τέλμα) ήταν διανθισμένη από πολλές και διάφορες δημιουργικές -εντάξει, όχι και τόσο- ασχολίες.

Καταρχάς, αφιερώθηκα με αξιοζήλευτη προκοπή στα μαθήματα Γερμανικών που κάνω. Ξύπνησε μέσα μου η επιμελής μαθήτρια που φτιάχνει δικά της corpus σημειώσεων και υπογραμμίζει τους κανόνες με stabilo και με περιφρόνηση για το «ζαβό» μου χέρι επιδόθηκα ξανά στη σύνταξη του δικού μου «βιβλίου» Γραμματικής.
Δεν σας το έχω πει ποτέ, αλλά έχω αυτό το μικρό ψυχαναγκασμό να γράφω τα πάντα. Να υπογραμμίζω, να φτιάχνω πίνακες και διαγράμματα, να σημειώνω δίπλα στο κείμενο... Αν δεν γράψω, νιώθω ότι δεν έχω διαβάσει. Είναι σαν ένα είδος αυθυποβολής, να βλέπω τις σημειώσεις μου και να λέω στον εαυτό μου «ναι Λίζα, είσαι διαβασμένη».

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, όσο ακατάστατο ήταν το δωμάτιό μου, τόσο τακτικό και οργανωμένο ήταν το γραφείο μου -όχι τόσο το ίδιο το γραφείο, όσο ο χώρος στον οποίο έγραφα, ζωγράφιζα (τερατουργήματα, αλλά δεν είναι της παρούσης) και διάβαζα. Όσο αδιάφορη ήμουν για τον πραγματικό κόσμο που με περιέβαλε, τόσο φρόντιζα τον κόσμο που δημιουργούσε η φαντασία μου. Όσο «χύμα» είμαι στη ζωή μου, τόσο λεπτολόγος γίνομαι όταν επιχειρώ να ξεφύγω από αυτήν. Τώρα που το σκέφτομαι, έχω πολλές ιδιοτροπίες τελικά...
Σαν τα πουλιά, γέμιζα τη δημιουργική μου φωλιά με ό,τι θεωρούσα απαραίτητο για να εγκατασταθώ εκεί. Κλασικά μπλε στυλό, με μύτη χοντρή και ευκίνητη για μακροσκελή κείμενα, ή πολύχρωμα μαρκαδοράκια, με μύτη λεπτή και ακριβή για μικροσκοπικά γραμματάκια, στριμωγμένα στο περιθώριο ασφυκτικά γεμάτων με λέξεις σελίδων. Τούτα τα μαρκαδοράκια πήραν τη θέση των μαρκαδόρων και των ξυλομπογιών, στα οποία αφιέρωσα άπειρα λεπτά της παιδικής μου ηλικίας, ταξινομώντας τα στις θήκες τους με σειρά χρώματος. Ω ναι, εκείνος ήταν ο πρώτος μου ψυχαναγκασμός! Μολύβια φάμπερ νούμερο δύο (πριν τα κάνει διάσημα η Άλκη Ζέη), για εκείνες τις αναποφάσιστες προσθήκες, που βάδιζαν στο μεταίχμιο γραμμένου και δια-γραμμένου. Ξύστρες, σβήστρες, διορθωτικά, υπογραμμιστικά -ολόκληρο το οπλοστάσιο ενός σχολαστικού γραφιά. Τετράδια, φάκελοι και διαφάνειες με ιδιαίτερα εξώφυλλα -το καταφύγιο των γραπτών μου καθώς περνούσαν οι μέρες, οι νύχτες, τα χρόνια. Κάποια διασώθηκαν, άλλα χάθηκαν στη λαίλαπα της ίδιας της ζωής, που όλο έτρεχε και όλο άλλαζε. Αδυσώπητο το πέρασμα του χρόνου.

Όχι, δεν ήθελα να πω αυτό...
Με επηρεάζει ο χώρος που βρίσκομαι, ο χώρος στον οποίο κάθομαι και γράφω τούτες τις λέξεις, ο χώρος όπου κατοικεί ο σταθερός μου υπολογιστής και μαζί του τα πνεύματα και οι αναμνήσεις μιας ζωής που πλέον φαντάζει ξένη, σαν μια ταινία που προβάλλεται στους τοίχους του παιδικού μου δωματίου.

Φταίει και η μακρόχρονη «σιωπή» μου και η απουσία από το ιστολόγιό μου. Μοιάζουν οι λέξεις τώρα να ξεχύνονται από μέσα μου άτακτα, άναρχα, ανυπότακτα... Σαν να θέλω να πω πολλά και να καταλήγω να μην λέω τίποτα. Ψιθυρίζει ο εγκέφαλός μου αδιάκοπα «πρέπει να σκεφτώ, πρέπει να γράψω, πρέπει να δημιουργήσω».

Επιστρέφω στο θέμα της ανάρτησης πάραυτα.
La καταστασιον très απελπιστικ. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν είμαι δυστυχισμένη, αλλά δε νιώθω ευτυχισμένη. Για την ακρίβεια δε νιώθω τίποτα. Σαν να μούδιασα μετά από το υπέρογκο φορτίο του πόνου που βίωσα τους τρεις πρώτους μήνες του 2016. Άντεξα... Πάντα αντέχω. Αυτό είναι το χάρισμα και η κατάρα μου.

Γι' αυτό προσπαθώ να απασχολώ το μυαλό μου αδιάκοπα. Τα μαθήματα με βοηθούν να μη κινούμαι, να μη μένω στάσιμη. Έστω και για λίγο, το μούδιασμα υποχωρεί. Ευτυχώς που τα Γερμανικά δεν είναι το μόνο μάθημα που παρακολουθώ...

Όπως, ίσως, θυμάστε, στην πρώτη ανάρτηση του 2016 έγραψα τις δικές μου New Year's Resolutions για το νέο έτος. Περίοπτη θέση κατείχε ανάμεσά τους, η απόφασή μου να πάρω φέτος το δίπλωμα οδήγησης. Αυτό που δεν σας είχα αναφέρει ήταν ότι το δίπλωμα οδήγησης δεν ήταν απλώς ένας ευσεβής πόθος. Η απόφασή μου να πάρω το δίπλωμα μέσα στο 2016, ήταν περισσότερο στοχευμένη απ' ότι φαινόταν. Βλέπετε, καθώς εγώ σας βομβάρδιζα καθημερινά με το λατρευτό μου αφιέρωμα Halloween, ταυτόχρονα διάβαζα για να δώσω σήματα μία ημέρα του Νοέμβρη, που μόνο σε μένα θα μπορούσε να φέρει γούρι. Παρασκευή και 13.
Εκείνη η ημέρα έμοιαζε φτιαγμένη για να δώσω εξετάσεις εγώ, ο πιο ανάποδος άνθρωπος του κόσμου. Ένιωθα αυτοπεποίθηση. Ήξερα μέσα μου ότι όλα θα πήγαιναν καλά, ότι αυτή η Παρασκευή και 13 θα ήταν το γούρι μου. Και είχα δίκιο. Οι «αντίστροφες προλήψεις» μου έπεσαν μέσα. Αυτό που ξεκίνησε ως ένα αστείο, κατέληξε να γίνει η αυθυποβολή που θα με βοηθούσε να αποβάλω το άγχος και να αποφύγω τα «χαζά» λάθη. Πεισματάρα καθώς είμαι, είχα πάει αποφασισμένη όχι μόνο να περάσω, αλλά να μην κάνω ούτε το ένα λάθος που δικαιούμουν. Έτσι κι έγινε.
Καθώς, όμως, πλησίαζαν Χριστούγεννα, μετά το «θρίαμβο» των θεωρητικών μου εξετάσεων, αποφάσισα να αναβάλω το πρακτικό κομμάτι για το νέο έτος.

Πού να ήξερα ότι στις αρχές του 2016 θα με υποδεχόταν ένα εφιαλτικό δίμηνο, που θα απομυζούσε από μέσα μου κάθε συναίσθημα, κάθε ρανίδα ευτυχίας και θα με άφηνε ράκος.
Ψυχικά. Σωματικά. Ράκος.
Εκείνο το διάστημα δεν είχα όρεξη, δεν είχα κουράγιο, για τίποτα. Ακόμη και η ελάχιστη κοινωνική συναναστροφή με εξαντλούσε. Δεν ήθελα να βγαίνω απ' το σπίτι, δεν ήθελα να βλέπω το φως της ημέρας, δεν ήθελα ούτε καν να σηκωθώ από το κρεβάτι. Η κατάθλιψη που βίωσα εκείνο το διάστημα ήταν βαθιά, τρομακτική. Ένα ψυχικό πραξικόπημα σκότους. Μαζί της ξύπνησε κάθε διαταραχή, κάθε νεύρωση, κάθε δαίμονας που στοίχειωνε το μυαλό μου. Είχα καταντήσει μια έμβια εμπόλεμη ζώνη. Ήμουν, μολαταύτα, αποφασισμένη να ανακάμψω. Έχω περάσει και χειρότερα.


Με τον ερχομό της άνοιξης, πήρα τη δύσκολη απόφαση να αντιμετωπίσω ξανά τη ζωή. Αν τα δέντρα μπορούν να ανθίσουν μετά τη βαρυχειμωνιά, μπορώ κι εγώ. Ήταν καιρός ν' αφήσω τις δικαιολογίες κατά μέρους. Καιρός να αντιμετωπίσω τη χαρά και κυρίως τη χαρά των άλλων.

Βιώνοντας την κατάθλιψη βυθίζεσαι στο σκοτάδι. Βυθίζεσαι σε μία άβυσσο χωρίς συναισθήματα, σ' ένα απέραντο κενό. Μεταμορφώνεσαι σε ένα πλάσμα απάνθρωπο και μιαρό. Νιώθεις ότι θα μολύνεις την ευτυχία των γύρω σου. Ότι οι δαίμονες σου θα βγουν μαζί σου για σεργιάνι, ψάχνοντας νέα θύματα -εσύ είσαι πια ένα κούφιο καρυδότσουφλο, βαρέθηκαν να παίζουν μαζί σου.
Το χειρότερο· νιώθεις ότι η δική τους ευτυχία θα τρυπώσει στη ζωή σου και θα διαλυθεί το μούδιασμα που κρατάει μακριά τον πόνο. Φοβάσαι να νιώσεις τη χαρά, γιατί ξέρεις ότι μαζί της θα επιστρέψει και η θλίψη. Είναι εύκολο να φυτοζωείς στο τίποτα, αποφεύγοντας να αισθανθείς «κάτι».

Ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσω τις ευθύνες μου, να εκπληρώσω τις υποχρεώσεις μου απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό. Μαζί με τα Γερμανικά, που ένα μήνα τα είχα αφήσει στην άκρη, άρχισα και τα μαθήματα οδήγησης. Στη δίνη των μαθημάτων και της καθημερινότητας κάπου, κάπως, ξεχάστηκα.

Καθώς το λάπτοπ μου αποφάσισε να πορευτεί εις τόπον χλοερόν, εις τόπον αναψύξεως, έπρεπε να βρω άλλες ασχολίες για να εμπλουτίσω την καθημερινότητά μου. Η τεχνολογία γι' ακόμη μια φορά με πολεμούσε και με ανάγκαζε να ζήσω σαν άνθρωπος των σπηλαίων.

Κάπως έτσι, ξεκίνησα να κάνω την ετήσια γενική καθαριότητα του δωματίου μου και πιο συγκεκριμένα της ντουλάπας μου, που κάθε άνοιξη με φορτώνει με την υποχρέωση να αποφασίσω τι θα μείνει και τι θα φύγει. Ως γνωστή σαβουρομαζώχτρα που είμαι, δυσκολεύομαι να πω αντίο σε ρούχα που είτε δε μου αρέσουν πια, είτε δεν είναι της μόδας, είτε απλώς δεν μου κάνουν. Καταλήγω, λοιπόν, να πηγαινοφέρνω συνεχώς τα ρούχα μου ανάμεσα στην εδώ και στην εκεί ντουλάπα (τη ντουλάπα-αποθήκη όπως την αποκαλώ), μουρμουρίζοντας σιβυλλικούς χρησμούς για το πώς μπορεί κάποτε να ξαναφορεθούν (μεταξύ μας, πολλές φορές μου βγήκε σε καλό τούτη η συνήθεια). Επιπλέον, η διάταξη και το περιεχόμενο των επίπλων -που χρήζουν ανακαίνισης μα δεν τους έχει δοθεί ακόμη η ευκαιρία- σε συνδυασμό με το σύνδρομο Carrie Bradshaw, με έχουν αναγκάσει να μετατρέψω το άλλοτε παιδικό μου δωμάτιο σε βεστιάριο, με μία ντουλάπα ασφυκτικά γεμάτη με ρούχα (εννοείται ότι όλα μου τα παλτό είναι κι αυτά προστατευμένα μέσα στη λιλιπούτεια ντουλάπα μου) και με τη μία γωνία του δωματίου να μοιάζει με κατάστημα παπουτσιών (προς Θεού μην μείνει ένα ζευγάρι παπούτσια χωρίς κουτί!), καταλήγω κάθε τρεις μήνες να ανεβοκατεβάζω κουτιά (τα οποία στη low season εποχή τους ξεκουράζονται επάνω στη ντουλάπα), ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής.

Συμμαζεύοντας το δωμάτιο και τη ζωή μου, αναπόφευκτα άνοιξα τον σταθερό μου υπολογιστή για να ακούω, έστω, λίγη μουσική. Καθώς τα αρχεία μου σε αυτόν τον υπολογιστή ανάγονται περί το 2009, ολόκληρο το δωμάτιό μου μεταμορφώθηκε σε μία πύλη που με μετέφερε στο χωροχρόνο και συγκεκριμένα στα εφηβικά μου χρόνια. Τα φαντάσματα βγήκαν από τις σκοτεινές γωνιές τους και άρχισαν να μου διηγούνται ιστορίες για τα περασμένα και για το πώς αυτά μπορούσαν μια μέρα να καταλήξουν στο χαρτί. Άρχισα να ονειροπολώ ξανά και να περνάω όλο και περισσότερο χρόνο μέσα στο μικρό μου δωμάτιο. Χαζεύοντας παλιές φωτογραφίες, ξεφυλλίζοντας παλιά βιβλία, γράφοντας σημειώσεις. Τα ονειροπολήματα μου μπορούσαν να κρατήσουν ώρες ολόκληρες.

Παράλληλα, σαν από κάποιο αστείο της μοίρας, κάθε Απρίλιο τα τελευταία τρία χρόνια, βρίσκω τον εαυτό μου να γράφει και να προσθέτει λεπτομέρειες στο φανταστικό κόσμο που δημιούργησα πριν από δέκα και κάτι χρόνια. Το πρώτο μου βιβλίο, που από τότε που ξεκίνησε να γράφεται, γύρω στο 13ο έτος της ηλικίας μου, καταδικάστηκε να περάσει την αιωνιότητα ημιτελές, σαν μία καραμέλα που την αναμασώ όποτε έχω κέφια κι ύστερα την κλειδώνω ξανά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Όλα αυτά τα χρόνια έχει υποστεί τόσες αλλαγές που ούτε εγώ η ίδια θα το αναγνώριζα.
Αυτό που ξεκίνησε ως ένα παιδικό δημιούργημα, ένα παιχνίδι φαντασίας, απέκτησε δική του ζωή και δημιούργησε ένα ολόκληρο σύμπαν, το οποίο διέπουν οι δικοί του κανόνες. Οι πλοκές «φαντάσματα» έγιναν περισσότερες κι από τις λέξεις που αξιώθηκα να γράψω στο χαρτί.

Τα φαντάσματα του εφηβικού μου δωματίου με τράβηξαν σε μία δίνη μέσα στην οποία ξέχασα παντελώς το παρόν. Έφτασα στο σημείο να πετύχω το κατόρθωμα (!) να διαβάσω μόλις 30 σελίδες από το υπέροχο βιβλίο που κουβαλούσα μαζί μου πέρα-δώθε. Από κάποια ειρωνεία της τύχης, το βιβλίο αυτό ήταν το «Σπίτι των πνευμάτων».
Κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, ξέφυγα και από αυτή τη λούπα και επέστρεψα στην αγαπημένη μου ρουτίνα, να ρουφάω επεισόδια ξένων σειρών και σελίδες βιβλίων. Μέσα σ' ένα τριήμερο διάβασα το βιβλίο μου και είδα τη μίνι σειρά 11.22.63. Είχα αρχίσει να επιστρέφω στο δικό μου κόσμο, από τον κόσμο στον οποίο ανθεί το αγαπημένο μου ιστολόγιο.

Ήταν καιρός να γυρίσω σπίτι.
Η κενή σελίδα του μπλόγκερ με πρόσμενε από καιρό, να τη λεηλατήσω με τις άναρχες σκέψεις μου και να την αμαυρώσω με γράμματα μαύρα, σε γραμματοσειρά Times New Roman. Η Λίζα επιστρέφει στη Χώρα των Θαυμάτων (έστω και μέσω WindowsXP).

Η σημερινή καλημέρα είναι μία ιστορία επιβίωσης. Μια πραγματικότητα που βρίσκεται δίπλα και εντός μας. Μια ιστορία σαν όλες τις άλλες. Αόρατη μες το πλήθος. Βγαλμένη από την καθημερινότητα και από τον πεζό ρεαλισμό της. Ένα ζεύγος αντιθέσεων, από το σκοτάδι στο φως, από το φόβο στην ελπίδα, από το τίποτα στο κάτι. Είναι ένα παραμύθι για την ίδια τη ζωή. Για τη ζωή που σαν ποτάμι κυλάει και τρέχει, που πάντα· συνεχίζεται.

Η ζωή συνεχίζεται με ή χωρίς εσένα. Μοιάζει με τρένο που μεταφέρει επιβάτες από σταθμό σε σταθμό. Μερικές φορές το μόνο που θες είναι να αράξεις στην αίθουσα αναμονής, βλέποντας τα τρένα να περνούν. Είναι πολύ εύκολο να ξεχαστείς κολλημένος σ' εκείνη τη θέση. Μετά από λίγο φαντάζει ακατόρθωτο να ανέβεις ξανά επάνω στο τρένο. Εγκλωβίζεσαι. Ο φόβος σε δένει εκεί, στο ίδιο σημείο, παρακολουθώντας όλους τους άλλους να ανεβαίνουν στο τρένο, εκτός από σένα.
Δεν θα επέτρεπα, ωστόσο, στον εαυτό μου να φυλακιστεί ξανά στην αίθουσα αναμονής. Όχι πια.
Γραπώθηκα πεισματικά πάνω σε αυτό το τρένο, που θα με έπαιρνε μαζί του θέλοντας και μη. Στην αρχή ήταν δύσκολο. Σερνόμουν στις ράγες, προσπαθώντας να επιβιβαστώ, καθώς εκείνο έτρεχε με 300 μίλια την ώρα. Τα μυτερά χαλίκια έγδερναν το δέρμα μου, τα καυτά σίδερα τσάκιζαν τα πλευρά μου, ο άνεμος, ανακατεμένος με άμμο, ράπιζε το πρόσωπο μου. Οι δαίμονες μου με είχαν περικυκλώσει και σαν Σειρήνες προσπαθούσαν να με γητεύσουν, να με πείσουν να αφεθώ και να μείνω πίσω μαζί τους. Μέσα στις κακουχίες, όμως, βρήκα τη δύναμη να κρατηθώ.
Έμοιαζε ακατόρθωτο, αλλά ανέβηκα. Έστω και ως λαθρεπιβάτης, τα κατάφερα.
Ψάχνω ακόμη την καμπίνα μου, αλλά είμαι επάνω. Κι αυτό έχει σημασία. Είναι στιγμές που επιβραδύνει ο συρμός και μπαίνω στον πειρασμό να αποβιβαστώ ξανά. Αλλά δεν το κάνω. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να γίνει «ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν». Η θέση μου εδώ. Όσο μπορώ να επιβιώνω, θα το κάνω.


Κάπου είχα διαβάσει ότι οι κατεστραμμένοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι, γιατί ξέρουν ότι μπορούν να επιβιώσουν. Είναι η απόλυτη αλήθεια...

Το σώμα πρόσμενε.

Το σώμα πρόσμενε.
Του Μάνου Μαλέση

Τα σώματα πρόσμεναν.
Τα σώματα πρόσμεναν από καιρό.
Μονάχα μια λέξη,
μονάχα μια κίνηση σου.
Μία κίνηση,
μετά ακολουθεί το σ’αγαπώ.
Μετά το αγαπώ
έπεται ο πόνος.
Ηχηρός ο πόνος του έρωτα
-ακλόνητος –
Χιλιάδες αγαπώ
και εγώ μόνο στο δικό σου.
Μια ανάσα ψυχομαχίας συνόδευσε την κίνηση μου.
Ψιθύρισε και δόθηκε.
Μετά η άρνηση,
μετά τον πόνο.
Από τα δάκρυα,
λέξεις σχημάτισα.
Το σώμα μου ζωγράφισε
πάνω στο δικό σου
όλο τον πόνο.
Τα σώματα γράψανε το σ’αγαπώ
με το κόκκινο του έρωτα εκείνη τη νύχτα.
Το σώμα μου μονάχα το δικό σου ποθεί.
Χιλιάδες θάλασσες και εγώ να βυθίζομαι στη δική σου.

Πηγή: themachine.gr

Saudade


Saudade (European Portuguese: [sɐwˈðaðɨ], Brazilian Portuguese: [sawˈdadi] or [sawˈdadʒi], Galician: [sawˈðaðe]; plural saudades) is a deep emotional state of nostalgic or profound melancholic longing for an absent something or someone that one loves. Moreover, it often carries a repressed knowledge that the object of longing might never return.*