Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου ~ Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

Lisa

This is thy hour O Soul, thy free flight into the wordless. Away from books, away from art, the day erased, the lesson done. Thee fully forth emerging, silent gazing, pondering the themes thou lovest best. Night, sleep, death, and the stars. - Walt Whitman

Τρίτη 19 Απριλίου 2016

La καταστασιον très απελπιστικ

EDITORIAL

Μετά από έναν ολόκληρο μήνα απουσίας, χαιρετώ τη μπλογκόσφαιρα με την πιο απλή, λιτή και απέριττη ανάρτηση αυτού του ιστολογίου. Η αιτία αυτού του διαδικτυακού μινιμαλισμού δεν είναι η σαρακοστιανή ταπεινοφροσύνη, αλλά ο απαρχαιωμένος υπολογιστής (μία λέξη θα σας πω: WindowsXP), στην ανάγκη του οποίου ξέπεσα για να σας γράψω επιτέλους μία μπλογκο-καλημέρα της προκοπής.
Όπως, ίσως, έχετε ήδη μαντέψει, το πολυαγαπημένο και ταλαίπωρο λάπτοπ μου, πνέει τα λοίσθια και (για να μην αποχαιρετίσει από τώρα το μάταιο τούτο κόσμο) τού έχω δώσει επ' αόριστον άδεια άνευ αποδοχών -μέχρι να καταφέρει η επιστήμη να κάνει το θαύμα της.


Τι έκανε, όμως, η Λίζα έναν ολόκληρο μήνα μακριά από το ιστολόγιό της; 
Θα ήθελα να σας πω ότι έγραφα άρθρα στο Word για να τα αναρτήσω με χρονοκαθυστέρηση, αλλά θα ήταν ψέματα. Ο μικρός μου Παράδεισος μπήκε κι αυτός στον πάγο μαζί με το «αυτοκτονημένο» μου λάπτοπ, καθώς με κύκλωνε η δίνη της καθημερινότητας. Μπήκα ξανά στην ατέρμονη «λούπα» που λέγεται ζωή, αναπηδώντας από τη μία ασχολία στην άλλη, αντιμετωπίζοντας γρίπες και εποχιακές αλλεργίες, μαλώνοντας με τον ήλιο και την άνοιξη και τον καιρό που δε με άφηνε να μείνω στο χειμώνα μου, μαλώνοντας με το γάτο μου, μαλώνοντας με τις αναμνήσεις μου, μαλώνοντας με τον ίδιο μου τον εαυτό, σε τελική ανάλυση.

Η αλήθεια είναι ότι, προς μεγάλη μου έκπληξη, η «παραδοσιακή» απραξία του Απρίλη (λες και το έχω τάμα ξερωγώ κάθε Απρίλιο να βυθίζομαι σε τέλμα) ήταν διανθισμένη από πολλές και διάφορες δημιουργικές -εντάξει, όχι και τόσο- ασχολίες.

Καταρχάς, αφιερώθηκα με αξιοζήλευτη προκοπή στα μαθήματα Γερμανικών που κάνω. Ξύπνησε μέσα μου η επιμελής μαθήτρια που φτιάχνει δικά της corpus σημειώσεων και υπογραμμίζει τους κανόνες με stabilo και με περιφρόνηση για το «ζαβό» μου χέρι επιδόθηκα ξανά στη σύνταξη του δικού μου «βιβλίου» Γραμματικής.
Δεν σας το έχω πει ποτέ, αλλά έχω αυτό το μικρό ψυχαναγκασμό να γράφω τα πάντα. Να υπογραμμίζω, να φτιάχνω πίνακες και διαγράμματα, να σημειώνω δίπλα στο κείμενο... Αν δεν γράψω, νιώθω ότι δεν έχω διαβάσει. Είναι σαν ένα είδος αυθυποβολής, να βλέπω τις σημειώσεις μου και να λέω στον εαυτό μου «ναι Λίζα, είσαι διαβασμένη».

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, όσο ακατάστατο ήταν το δωμάτιό μου, τόσο τακτικό και οργανωμένο ήταν το γραφείο μου -όχι τόσο το ίδιο το γραφείο, όσο ο χώρος στον οποίο έγραφα, ζωγράφιζα (τερατουργήματα, αλλά δεν είναι της παρούσης) και διάβαζα. Όσο αδιάφορη ήμουν για τον πραγματικό κόσμο που με περιέβαλε, τόσο φρόντιζα τον κόσμο που δημιουργούσε η φαντασία μου. Όσο «χύμα» είμαι στη ζωή μου, τόσο λεπτολόγος γίνομαι όταν επιχειρώ να ξεφύγω από αυτήν. Τώρα που το σκέφτομαι, έχω πολλές ιδιοτροπίες τελικά...
Σαν τα πουλιά, γέμιζα τη δημιουργική μου φωλιά με ό,τι θεωρούσα απαραίτητο για να εγκατασταθώ εκεί. Κλασικά μπλε στυλό, με μύτη χοντρή και ευκίνητη για μακροσκελή κείμενα, ή πολύχρωμα μαρκαδοράκια, με μύτη λεπτή και ακριβή για μικροσκοπικά γραμματάκια, στριμωγμένα στο περιθώριο ασφυκτικά γεμάτων με λέξεις σελίδων. Τούτα τα μαρκαδοράκια πήραν τη θέση των μαρκαδόρων και των ξυλομπογιών, στα οποία αφιέρωσα άπειρα λεπτά της παιδικής μου ηλικίας, ταξινομώντας τα στις θήκες τους με σειρά χρώματος. Ω ναι, εκείνος ήταν ο πρώτος μου ψυχαναγκασμός! Μολύβια φάμπερ νούμερο δύο (πριν τα κάνει διάσημα η Άλκη Ζέη), για εκείνες τις αναποφάσιστες προσθήκες, που βάδιζαν στο μεταίχμιο γραμμένου και δια-γραμμένου. Ξύστρες, σβήστρες, διορθωτικά, υπογραμμιστικά -ολόκληρο το οπλοστάσιο ενός σχολαστικού γραφιά. Τετράδια, φάκελοι και διαφάνειες με ιδιαίτερα εξώφυλλα -το καταφύγιο των γραπτών μου καθώς περνούσαν οι μέρες, οι νύχτες, τα χρόνια. Κάποια διασώθηκαν, άλλα χάθηκαν στη λαίλαπα της ίδιας της ζωής, που όλο έτρεχε και όλο άλλαζε. Αδυσώπητο το πέρασμα του χρόνου.

Όχι, δεν ήθελα να πω αυτό...
Με επηρεάζει ο χώρος που βρίσκομαι, ο χώρος στον οποίο κάθομαι και γράφω τούτες τις λέξεις, ο χώρος όπου κατοικεί ο σταθερός μου υπολογιστής και μαζί του τα πνεύματα και οι αναμνήσεις μιας ζωής που πλέον φαντάζει ξένη, σαν μια ταινία που προβάλλεται στους τοίχους του παιδικού μου δωματίου.

Φταίει και η μακρόχρονη «σιωπή» μου και η απουσία από το ιστολόγιό μου. Μοιάζουν οι λέξεις τώρα να ξεχύνονται από μέσα μου άτακτα, άναρχα, ανυπότακτα... Σαν να θέλω να πω πολλά και να καταλήγω να μην λέω τίποτα. Ψιθυρίζει ο εγκέφαλός μου αδιάκοπα «πρέπει να σκεφτώ, πρέπει να γράψω, πρέπει να δημιουργήσω».

Επιστρέφω στο θέμα της ανάρτησης πάραυτα.
La καταστασιον très απελπιστικ. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν είμαι δυστυχισμένη, αλλά δε νιώθω ευτυχισμένη. Για την ακρίβεια δε νιώθω τίποτα. Σαν να μούδιασα μετά από το υπέρογκο φορτίο του πόνου που βίωσα τους τρεις πρώτους μήνες του 2016. Άντεξα... Πάντα αντέχω. Αυτό είναι το χάρισμα και η κατάρα μου.

Γι' αυτό προσπαθώ να απασχολώ το μυαλό μου αδιάκοπα. Τα μαθήματα με βοηθούν να μη κινούμαι, να μη μένω στάσιμη. Έστω και για λίγο, το μούδιασμα υποχωρεί. Ευτυχώς που τα Γερμανικά δεν είναι το μόνο μάθημα που παρακολουθώ...

Όπως, ίσως, θυμάστε, στην πρώτη ανάρτηση του 2016 έγραψα τις δικές μου New Year's Resolutions για το νέο έτος. Περίοπτη θέση κατείχε ανάμεσά τους, η απόφασή μου να πάρω φέτος το δίπλωμα οδήγησης. Αυτό που δεν σας είχα αναφέρει ήταν ότι το δίπλωμα οδήγησης δεν ήταν απλώς ένας ευσεβής πόθος. Η απόφασή μου να πάρω το δίπλωμα μέσα στο 2016, ήταν περισσότερο στοχευμένη απ' ότι φαινόταν. Βλέπετε, καθώς εγώ σας βομβάρδιζα καθημερινά με το λατρευτό μου αφιέρωμα Halloween, ταυτόχρονα διάβαζα για να δώσω σήματα μία ημέρα του Νοέμβρη, που μόνο σε μένα θα μπορούσε να φέρει γούρι. Παρασκευή και 13.
Εκείνη η ημέρα έμοιαζε φτιαγμένη για να δώσω εξετάσεις εγώ, ο πιο ανάποδος άνθρωπος του κόσμου. Ένιωθα αυτοπεποίθηση. Ήξερα μέσα μου ότι όλα θα πήγαιναν καλά, ότι αυτή η Παρασκευή και 13 θα ήταν το γούρι μου. Και είχα δίκιο. Οι «αντίστροφες προλήψεις» μου έπεσαν μέσα. Αυτό που ξεκίνησε ως ένα αστείο, κατέληξε να γίνει η αυθυποβολή που θα με βοηθούσε να αποβάλω το άγχος και να αποφύγω τα «χαζά» λάθη. Πεισματάρα καθώς είμαι, είχα πάει αποφασισμένη όχι μόνο να περάσω, αλλά να μην κάνω ούτε το ένα λάθος που δικαιούμουν. Έτσι κι έγινε.
Καθώς, όμως, πλησίαζαν Χριστούγεννα, μετά το «θρίαμβο» των θεωρητικών μου εξετάσεων, αποφάσισα να αναβάλω το πρακτικό κομμάτι για το νέο έτος.

Πού να ήξερα ότι στις αρχές του 2016 θα με υποδεχόταν ένα εφιαλτικό δίμηνο, που θα απομυζούσε από μέσα μου κάθε συναίσθημα, κάθε ρανίδα ευτυχίας και θα με άφηνε ράκος.
Ψυχικά. Σωματικά. Ράκος.
Εκείνο το διάστημα δεν είχα όρεξη, δεν είχα κουράγιο, για τίποτα. Ακόμη και η ελάχιστη κοινωνική συναναστροφή με εξαντλούσε. Δεν ήθελα να βγαίνω απ' το σπίτι, δεν ήθελα να βλέπω το φως της ημέρας, δεν ήθελα ούτε καν να σηκωθώ από το κρεβάτι. Η κατάθλιψη που βίωσα εκείνο το διάστημα ήταν βαθιά, τρομακτική. Ένα ψυχικό πραξικόπημα σκότους. Μαζί της ξύπνησε κάθε διαταραχή, κάθε νεύρωση, κάθε δαίμονας που στοίχειωνε το μυαλό μου. Είχα καταντήσει μια έμβια εμπόλεμη ζώνη. Ήμουν, μολαταύτα, αποφασισμένη να ανακάμψω. Έχω περάσει και χειρότερα.


Με τον ερχομό της άνοιξης, πήρα τη δύσκολη απόφαση να αντιμετωπίσω ξανά τη ζωή. Αν τα δέντρα μπορούν να ανθίσουν μετά τη βαρυχειμωνιά, μπορώ κι εγώ. Ήταν καιρός ν' αφήσω τις δικαιολογίες κατά μέρους. Καιρός να αντιμετωπίσω τη χαρά και κυρίως τη χαρά των άλλων.

Βιώνοντας την κατάθλιψη βυθίζεσαι στο σκοτάδι. Βυθίζεσαι σε μία άβυσσο χωρίς συναισθήματα, σ' ένα απέραντο κενό. Μεταμορφώνεσαι σε ένα πλάσμα απάνθρωπο και μιαρό. Νιώθεις ότι θα μολύνεις την ευτυχία των γύρω σου. Ότι οι δαίμονες σου θα βγουν μαζί σου για σεργιάνι, ψάχνοντας νέα θύματα -εσύ είσαι πια ένα κούφιο καρυδότσουφλο, βαρέθηκαν να παίζουν μαζί σου.
Το χειρότερο· νιώθεις ότι η δική τους ευτυχία θα τρυπώσει στη ζωή σου και θα διαλυθεί το μούδιασμα που κρατάει μακριά τον πόνο. Φοβάσαι να νιώσεις τη χαρά, γιατί ξέρεις ότι μαζί της θα επιστρέψει και η θλίψη. Είναι εύκολο να φυτοζωείς στο τίποτα, αποφεύγοντας να αισθανθείς «κάτι».

Ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσω τις ευθύνες μου, να εκπληρώσω τις υποχρεώσεις μου απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό. Μαζί με τα Γερμανικά, που ένα μήνα τα είχα αφήσει στην άκρη, άρχισα και τα μαθήματα οδήγησης. Στη δίνη των μαθημάτων και της καθημερινότητας κάπου, κάπως, ξεχάστηκα.

Καθώς το λάπτοπ μου αποφάσισε να πορευτεί εις τόπον χλοερόν, εις τόπον αναψύξεως, έπρεπε να βρω άλλες ασχολίες για να εμπλουτίσω την καθημερινότητά μου. Η τεχνολογία γι' ακόμη μια φορά με πολεμούσε και με ανάγκαζε να ζήσω σαν άνθρωπος των σπηλαίων.

Κάπως έτσι, ξεκίνησα να κάνω την ετήσια γενική καθαριότητα του δωματίου μου και πιο συγκεκριμένα της ντουλάπας μου, που κάθε άνοιξη με φορτώνει με την υποχρέωση να αποφασίσω τι θα μείνει και τι θα φύγει. Ως γνωστή σαβουρομαζώχτρα που είμαι, δυσκολεύομαι να πω αντίο σε ρούχα που είτε δε μου αρέσουν πια, είτε δεν είναι της μόδας, είτε απλώς δεν μου κάνουν. Καταλήγω, λοιπόν, να πηγαινοφέρνω συνεχώς τα ρούχα μου ανάμεσα στην εδώ και στην εκεί ντουλάπα (τη ντουλάπα-αποθήκη όπως την αποκαλώ), μουρμουρίζοντας σιβυλλικούς χρησμούς για το πώς μπορεί κάποτε να ξαναφορεθούν (μεταξύ μας, πολλές φορές μου βγήκε σε καλό τούτη η συνήθεια). Επιπλέον, η διάταξη και το περιεχόμενο των επίπλων -που χρήζουν ανακαίνισης μα δεν τους έχει δοθεί ακόμη η ευκαιρία- σε συνδυασμό με το σύνδρομο Carrie Bradshaw, με έχουν αναγκάσει να μετατρέψω το άλλοτε παιδικό μου δωμάτιο σε βεστιάριο, με μία ντουλάπα ασφυκτικά γεμάτη με ρούχα (εννοείται ότι όλα μου τα παλτό είναι κι αυτά προστατευμένα μέσα στη λιλιπούτεια ντουλάπα μου) και με τη μία γωνία του δωματίου να μοιάζει με κατάστημα παπουτσιών (προς Θεού μην μείνει ένα ζευγάρι παπούτσια χωρίς κουτί!), καταλήγω κάθε τρεις μήνες να ανεβοκατεβάζω κουτιά (τα οποία στη low season εποχή τους ξεκουράζονται επάνω στη ντουλάπα), ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής.

Συμμαζεύοντας το δωμάτιο και τη ζωή μου, αναπόφευκτα άνοιξα τον σταθερό μου υπολογιστή για να ακούω, έστω, λίγη μουσική. Καθώς τα αρχεία μου σε αυτόν τον υπολογιστή ανάγονται περί το 2009, ολόκληρο το δωμάτιό μου μεταμορφώθηκε σε μία πύλη που με μετέφερε στο χωροχρόνο και συγκεκριμένα στα εφηβικά μου χρόνια. Τα φαντάσματα βγήκαν από τις σκοτεινές γωνιές τους και άρχισαν να μου διηγούνται ιστορίες για τα περασμένα και για το πώς αυτά μπορούσαν μια μέρα να καταλήξουν στο χαρτί. Άρχισα να ονειροπολώ ξανά και να περνάω όλο και περισσότερο χρόνο μέσα στο μικρό μου δωμάτιο. Χαζεύοντας παλιές φωτογραφίες, ξεφυλλίζοντας παλιά βιβλία, γράφοντας σημειώσεις. Τα ονειροπολήματα μου μπορούσαν να κρατήσουν ώρες ολόκληρες.

Παράλληλα, σαν από κάποιο αστείο της μοίρας, κάθε Απρίλιο τα τελευταία τρία χρόνια, βρίσκω τον εαυτό μου να γράφει και να προσθέτει λεπτομέρειες στο φανταστικό κόσμο που δημιούργησα πριν από δέκα και κάτι χρόνια. Το πρώτο μου βιβλίο, που από τότε που ξεκίνησε να γράφεται, γύρω στο 13ο έτος της ηλικίας μου, καταδικάστηκε να περάσει την αιωνιότητα ημιτελές, σαν μία καραμέλα που την αναμασώ όποτε έχω κέφια κι ύστερα την κλειδώνω ξανά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Όλα αυτά τα χρόνια έχει υποστεί τόσες αλλαγές που ούτε εγώ η ίδια θα το αναγνώριζα.
Αυτό που ξεκίνησε ως ένα παιδικό δημιούργημα, ένα παιχνίδι φαντασίας, απέκτησε δική του ζωή και δημιούργησε ένα ολόκληρο σύμπαν, το οποίο διέπουν οι δικοί του κανόνες. Οι πλοκές «φαντάσματα» έγιναν περισσότερες κι από τις λέξεις που αξιώθηκα να γράψω στο χαρτί.

Τα φαντάσματα του εφηβικού μου δωματίου με τράβηξαν σε μία δίνη μέσα στην οποία ξέχασα παντελώς το παρόν. Έφτασα στο σημείο να πετύχω το κατόρθωμα (!) να διαβάσω μόλις 30 σελίδες από το υπέροχο βιβλίο που κουβαλούσα μαζί μου πέρα-δώθε. Από κάποια ειρωνεία της τύχης, το βιβλίο αυτό ήταν το «Σπίτι των πνευμάτων».
Κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, ξέφυγα και από αυτή τη λούπα και επέστρεψα στην αγαπημένη μου ρουτίνα, να ρουφάω επεισόδια ξένων σειρών και σελίδες βιβλίων. Μέσα σ' ένα τριήμερο διάβασα το βιβλίο μου και είδα τη μίνι σειρά 11.22.63. Είχα αρχίσει να επιστρέφω στο δικό μου κόσμο, από τον κόσμο στον οποίο ανθεί το αγαπημένο μου ιστολόγιο.

Ήταν καιρός να γυρίσω σπίτι.
Η κενή σελίδα του μπλόγκερ με πρόσμενε από καιρό, να τη λεηλατήσω με τις άναρχες σκέψεις μου και να την αμαυρώσω με γράμματα μαύρα, σε γραμματοσειρά Times New Roman. Η Λίζα επιστρέφει στη Χώρα των Θαυμάτων (έστω και μέσω WindowsXP).

Η σημερινή καλημέρα είναι μία ιστορία επιβίωσης. Μια πραγματικότητα που βρίσκεται δίπλα και εντός μας. Μια ιστορία σαν όλες τις άλλες. Αόρατη μες το πλήθος. Βγαλμένη από την καθημερινότητα και από τον πεζό ρεαλισμό της. Ένα ζεύγος αντιθέσεων, από το σκοτάδι στο φως, από το φόβο στην ελπίδα, από το τίποτα στο κάτι. Είναι ένα παραμύθι για την ίδια τη ζωή. Για τη ζωή που σαν ποτάμι κυλάει και τρέχει, που πάντα· συνεχίζεται.

Η ζωή συνεχίζεται με ή χωρίς εσένα. Μοιάζει με τρένο που μεταφέρει επιβάτες από σταθμό σε σταθμό. Μερικές φορές το μόνο που θες είναι να αράξεις στην αίθουσα αναμονής, βλέποντας τα τρένα να περνούν. Είναι πολύ εύκολο να ξεχαστείς κολλημένος σ' εκείνη τη θέση. Μετά από λίγο φαντάζει ακατόρθωτο να ανέβεις ξανά επάνω στο τρένο. Εγκλωβίζεσαι. Ο φόβος σε δένει εκεί, στο ίδιο σημείο, παρακολουθώντας όλους τους άλλους να ανεβαίνουν στο τρένο, εκτός από σένα.
Δεν θα επέτρεπα, ωστόσο, στον εαυτό μου να φυλακιστεί ξανά στην αίθουσα αναμονής. Όχι πια.
Γραπώθηκα πεισματικά πάνω σε αυτό το τρένο, που θα με έπαιρνε μαζί του θέλοντας και μη. Στην αρχή ήταν δύσκολο. Σερνόμουν στις ράγες, προσπαθώντας να επιβιβαστώ, καθώς εκείνο έτρεχε με 300 μίλια την ώρα. Τα μυτερά χαλίκια έγδερναν το δέρμα μου, τα καυτά σίδερα τσάκιζαν τα πλευρά μου, ο άνεμος, ανακατεμένος με άμμο, ράπιζε το πρόσωπο μου. Οι δαίμονες μου με είχαν περικυκλώσει και σαν Σειρήνες προσπαθούσαν να με γητεύσουν, να με πείσουν να αφεθώ και να μείνω πίσω μαζί τους. Μέσα στις κακουχίες, όμως, βρήκα τη δύναμη να κρατηθώ.
Έμοιαζε ακατόρθωτο, αλλά ανέβηκα. Έστω και ως λαθρεπιβάτης, τα κατάφερα.
Ψάχνω ακόμη την καμπίνα μου, αλλά είμαι επάνω. Κι αυτό έχει σημασία. Είναι στιγμές που επιβραδύνει ο συρμός και μπαίνω στον πειρασμό να αποβιβαστώ ξανά. Αλλά δεν το κάνω. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να γίνει «ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν». Η θέση μου εδώ. Όσο μπορώ να επιβιώνω, θα το κάνω.


Κάπου είχα διαβάσει ότι οι κατεστραμμένοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι, γιατί ξέρουν ότι μπορούν να επιβιώσουν. Είναι η απόλυτη αλήθεια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου