EDITORIAL
Χαιρετίζω και σήμερα τη μπλογκόσφαιρα, με μία after hours καλημέρα και διάθεση τεμπέλικη.
Άλλη μια καλημέρα που άργησε να δημοσιευτεί, και ήρθε ν' αντικρίσει το φως του ήλιου, λίγο πριν εκείνος φορέσει τον πορφυρό του χιτώνα και στη στερνή του υπόκλιση να βυθιστεί στην άκρη του ορίζοντα, αναζητώντας νέες γαίες για να βασιλέψει.
Πολύ αργά· γκρίζα τείχη όρθωσαν το ανάστημα τους στους αιθέρες. Ο ήλιος ο ηλιάτορας εχάθη.
Η σημερινή καλημέρα ξεκίνησε να γράφεται λίγο πριν μεταμορφωθεί σε καληνύχτα, όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά γιατί τούτο το Σάββατο το πάπλωμα μου ήταν βαρύ. Πολύ βαρύ. Τόσο που το ρολόι έδειχνε μία και μισή όταν αποφάσισα, εν τέλει, πως ήταν ώρα να ανοίξω τα μάτια μου.
Ακόμη και ο Λάζαρος ανεγέρθη σήμερα από τον άλλο κόσμο, μόνον η Λίζα κοιμόταν τον αξύπνητο!
Αφού, λοιπόν, έπεισα τον εαυτό μου για το απαραίτητο της αφυπνίσεως μου, οι τύποι τηρήθηκαν με πάσαν λεπτομέρεια και τάξη. Το καταστατικό της υπεύθυνης μπλόγκερ περιγράφει την πρωινή της ρουτίνα ρητώς και κατηγορηματικώς, δίχως να αφήνει περιθώρια παρεξηγήσεων.
Σεμνά και ταπεινά, περνώντας στο διά ταύτα, έριξα πάνω από τις φούξια αυτοσχέδιες -φόρμα φαρδιά, τύπου Ζέπελιν (αερόστατο, όχι Λεντ) η γνωστή· της περιόδου, εγκυμοσύνης και υπνόσακος άμα λάχει, σε συνδυασμό με φούξια βαμβακερή μπλούζα από την γκαρνταρόμπα που είχα στο δημοτικό με στάμπα γάτα (αν δε δείξουμε τα φιλοζωικά μας αισθήματα στις πιτζάμες μας, τότε πού;) και μανίκι τρουακάρ (που δεν ήταν, αλλά ψήλωσα καμιά 15αριά πόντους από τότε που τη φορούσα για ρούχο) συνθέτουν ένα σικ συνολάκι βγαλμένο απ' το κουκλόσπιτο της Βαρβάρας (της Μπάρμπι ντε)- πιτζάμες μου τη χνουδωτή μου ρόμπα, την οποία έδεσα σφιχτά τη μέση μου (σαν τον Καράτε Κιντ με γαργιασμένη στολή), και αφού φόρεσα τις επονείδιστες Hello Kitty κάλτσες μου και τις πλεκτές παντοφλομπότες μου, τερματίζοντας το σέξινες και κάθε έννοια κομψότητας, σύρθηκα, σαν ζόμπι που το έσκασε απ' το The Walking Dead, με βήματα αργά στην καφετιέρα για τον πολυπόθητο εκείνο πρώτο καφέ της ημέρας.
Ανάμεσα σε μουγκρητά και χασμουρητά, ήπια τον πρώτο μου καφέ, τρώγοντας μία μπανάνα για να το παίξω φιτ, προσπαθώντας να ξυπνήσω και ταυτόχρονα να επαναφέρω τη φάτσα μου σε μια ανθρώπινη κατάσταση (το ρούχο δεν σωζότανε ούτε με επέμβαση της Κοκό Σανέλ).
Και κάπως έτσι το κτήνος ξύπνησε, τα μάγια λύθηκαν και το τέρας έγινε άνθρωπος ξανά. έτοιμη πια να ακολουθήσω το επίσημο τελετουργικό πρωινό της μπλόγκερ, έπιασα τα μαλλιά μου σε κότσο επιμελώς ατημέλητο (ή έστω ατημέλητα επιμελημένο), φόρεσα τα nerdy γυαλιά μου (όχι πως είχα άλλη επιλογή), έφτιαξα ένα latte (που είχα και στο χωριό μου) και με look που θα ζήλευε και η Lady Gaga κάθισα απέναντι από την οθόνη του υπολογιστή μου, αντικρίζοντας την κενή σελίδα του μπλόγκερ και προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πως είμαι η Carrie Bradshaw της Κολοπετεινίτσας ξερωγώ.
Κατά το μεσημέρι -ή πιο σωστά το απόγευμα που το ένιωθα εγώ μεσημέρι γιατί κοιμόμουν όλη μέρα σαν γομάρα- το στομάχι μου άρχισε να διαμαρτύρεται. Είχε φτάσει η ώρα να πάω να το παίξω χαρωπή νοικοκυρά, και κάπως έτσι αναγκάστηκα να βάλω την παρούσα ανάρτηση γι' ακόμη μία φορά στον πάγο. Η Bradshaw έπεσε για ύπνο, για να ξυπνήσει μέσα μου ο Πετρετζίκης (καλά, ναι, πέρασε και δεν ακούμπησε). Είχα αποφασίσει από «τα χτες» να φτιάξω πίτσα (εξού και το λάιτ μπανανοπρωινό), με το ζυμάρι που είχα κρατήσει στην κατάψυξη γι' αυτήν ακριβώς την περίσταση (για την παχυντική βλακεία που απαραιτήτως μαγειρεύεις δυο μέρες πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα για να μην πάνε χαμένα τα σαλαμοκασέρια). Με τούτα και μ' εκείνα φόρεσα την ποδιά μου (από το ένα σέξι outfit στο άλλο!), πήρα τη χλαού (τον πλάστη ντε) ανά χείρας και επιδόθηκα στο άνοιγμα της ζύμης με επιμέλεια και προκοπή Κοζανίτισας θειάς που ανοίγει φύλλο.
Αγκαλιά με τη ζεστή λαχταριστή μου πίτσα, επέστρεψα στο δωμάτιό μου και στην ανοιχτή σελίδα του μπλογκ μου, που περίμενε εναγωνίως το νέο μου editorial. Το ανελέητο πιτσο-γουρούνιασμα που εκτυλίχτηκε ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του δωματίου μου (και κάτι άκυρες κολόνες), εξάλειψε κάθε ρανίδα ποιητικότητας και καθωσπρεπισμού και ξύπνησε μέσα μου τον κάφρο· την καφρο-μπλογκερ που αρέσκεται να αυτοσαρκάζεται μέσα από αυτοβιογραφικά editorial, μετατρέποντας τη ζωή σε φαρσοκωμωδία (όχι ότι περίμενε εμένα για να γίνει).
Με κάθε μπουκιά, η θερμιδική οικογενειακή βόμβα (τριτοξαδέρφη της ατομικής του Ναγκασάκι) έμοιαζε να εκρήγνυται απευθείας στην οθόνη του υπολογιστή και ένας νέος χείμαρρος καφρίλας ξεχυνόταν στη σελίδα του μπλόγκερ. Οι λέξεις άρχισαν να αποκτούν από μόνες τους ζωή. Αυτό που είχε ξεκινήσει ως μια tres chic ανάρτηση κατέληξε να μοιάζει με αυτοβιογραφία της Λουκρητίας του Αρκά (μείον τις απέλπιδες κραυγές για γκόμενο). Ε τι να κάνω κι εγώ... Αφού δεν μπορούσα να το αποφύγω, αποφάσισα να το απολαύσω. Και για του λόγου το αληθές, χωρίς ίχνος αιδούς και αυτοσεβασμού, μοιράζομαι το πιτσο-καφρο-παραλήρημα μου μαζί σας ως μορφή καλημέρας. Και κάπως έτσι σας καλημερίζω και σας καληνυχτώ και πάω να πιάσω βάρδια (το «γερμανικό» του Σαββατιάτικου τεμπελιού: 8-2) πάραυτα μπροστά στην τηλεόραση, γιατί φόρεσε τα Λαζαρο-Πασχαλινο-γιορτινά της και άρχισε επιτέλους να βάζει και καμιά ταινία της προκοπής(ναι, τα παιδικά εννοώ, γιατί κάθε κάφρος που σέβεται τον εαυτό του έχει παρακολουθήσει όλη την ταινιοθήκη της Ντίσνει και της Πίξελ -καλά, και της Μάρβελ, ας μην το κάνουμε θέμα) και γιατί αν δεν γλεντήσουμε (το γνωστό τρίπτυχο του Σαββατόβραδου ταινία-πιτζάμα-κάλτσα) τώρα εμείς τα έξαλλα νιάτα (με τσαγάκι και γιαούρτι προφανώς), πότε;
Έχει και Χάρι Πότερ απόψε, θα το κάψουμε κυρ Στέφανε!
Η σημερινή καλημέρασπέρα εκτός από τεμπέλικη είναι και χιουμοριστική. Και μόνο ως τοιαύτη καλείστε να την αναγνώσετε. Μην περιμένετε σε αυτήν την καλημέρα να βρείτε τον Ελύτη, ούτε μνεία σε κάποιον έρωτα αλήτη. Η σημερινή καλημέρα είναι αφιερωμένη στο γέλιο και τον παλιάτσο που όλοι κρύβουμε μέσα μας (καλά, μερικοί τον βγάζουμε και παραέξω).
Πολύ αργά· γκρίζα τείχη όρθωσαν το ανάστημα τους στους αιθέρες. Ο ήλιος ο ηλιάτορας εχάθη.
Η σημερινή καλημέρα ξεκίνησε να γράφεται λίγο πριν μεταμορφωθεί σε καληνύχτα, όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά γιατί τούτο το Σάββατο το πάπλωμα μου ήταν βαρύ. Πολύ βαρύ. Τόσο που το ρολόι έδειχνε μία και μισή όταν αποφάσισα, εν τέλει, πως ήταν ώρα να ανοίξω τα μάτια μου.
Ακόμη και ο Λάζαρος ανεγέρθη σήμερα από τον άλλο κόσμο, μόνον η Λίζα κοιμόταν τον αξύπνητο!
Αφού, λοιπόν, έπεισα τον εαυτό μου για το απαραίτητο της αφυπνίσεως μου, οι τύποι τηρήθηκαν με πάσαν λεπτομέρεια και τάξη. Το καταστατικό της υπεύθυνης μπλόγκερ περιγράφει την πρωινή της ρουτίνα ρητώς και κατηγορηματικώς, δίχως να αφήνει περιθώρια παρεξηγήσεων.
Σεμνά και ταπεινά, περνώντας στο διά ταύτα, έριξα πάνω από τις φούξια αυτοσχέδιες -φόρμα φαρδιά, τύπου Ζέπελιν (αερόστατο, όχι Λεντ) η γνωστή· της περιόδου, εγκυμοσύνης και υπνόσακος άμα λάχει, σε συνδυασμό με φούξια βαμβακερή μπλούζα από την γκαρνταρόμπα που είχα στο δημοτικό με στάμπα γάτα (αν δε δείξουμε τα φιλοζωικά μας αισθήματα στις πιτζάμες μας, τότε πού;) και μανίκι τρουακάρ (που δεν ήταν, αλλά ψήλωσα καμιά 15αριά πόντους από τότε που τη φορούσα για ρούχο) συνθέτουν ένα σικ συνολάκι βγαλμένο απ' το κουκλόσπιτο της Βαρβάρας (της Μπάρμπι ντε)- πιτζάμες μου τη χνουδωτή μου ρόμπα, την οποία έδεσα σφιχτά τη μέση μου (σαν τον Καράτε Κιντ με γαργιασμένη στολή), και αφού φόρεσα τις επονείδιστες Hello Kitty κάλτσες μου και τις πλεκτές παντοφλομπότες μου, τερματίζοντας το σέξινες και κάθε έννοια κομψότητας, σύρθηκα, σαν ζόμπι που το έσκασε απ' το The Walking Dead, με βήματα αργά στην καφετιέρα για τον πολυπόθητο εκείνο πρώτο καφέ της ημέρας.
Ανάμεσα σε μουγκρητά και χασμουρητά, ήπια τον πρώτο μου καφέ, τρώγοντας μία μπανάνα για να το παίξω φιτ, προσπαθώντας να ξυπνήσω και ταυτόχρονα να επαναφέρω τη φάτσα μου σε μια ανθρώπινη κατάσταση (το ρούχο δεν σωζότανε ούτε με επέμβαση της Κοκό Σανέλ).
Και κάπως έτσι το κτήνος ξύπνησε, τα μάγια λύθηκαν και το τέρας έγινε άνθρωπος ξανά. έτοιμη πια να ακολουθήσω το επίσημο τελετουργικό πρωινό της μπλόγκερ, έπιασα τα μαλλιά μου σε κότσο επιμελώς ατημέλητο (ή έστω ατημέλητα επιμελημένο), φόρεσα τα nerdy γυαλιά μου (όχι πως είχα άλλη επιλογή), έφτιαξα ένα latte (που είχα και στο χωριό μου) και με look που θα ζήλευε και η Lady Gaga κάθισα απέναντι από την οθόνη του υπολογιστή μου, αντικρίζοντας την κενή σελίδα του μπλόγκερ και προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πως είμαι η Carrie Bradshaw της Κολοπετεινίτσας ξερωγώ.
Κατά το μεσημέρι -ή πιο σωστά το απόγευμα που το ένιωθα εγώ μεσημέρι γιατί κοιμόμουν όλη μέρα σαν γομάρα- το στομάχι μου άρχισε να διαμαρτύρεται. Είχε φτάσει η ώρα να πάω να το παίξω χαρωπή νοικοκυρά, και κάπως έτσι αναγκάστηκα να βάλω την παρούσα ανάρτηση γι' ακόμη μία φορά στον πάγο. Η Bradshaw έπεσε για ύπνο, για να ξυπνήσει μέσα μου ο Πετρετζίκης (καλά, ναι, πέρασε και δεν ακούμπησε). Είχα αποφασίσει από «τα χτες» να φτιάξω πίτσα (εξού και το λάιτ μπανανοπρωινό), με το ζυμάρι που είχα κρατήσει στην κατάψυξη γι' αυτήν ακριβώς την περίσταση (για την παχυντική βλακεία που απαραιτήτως μαγειρεύεις δυο μέρες πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα για να μην πάνε χαμένα τα σαλαμοκασέρια). Με τούτα και μ' εκείνα φόρεσα την ποδιά μου (από το ένα σέξι outfit στο άλλο!), πήρα τη χλαού (τον πλάστη ντε) ανά χείρας και επιδόθηκα στο άνοιγμα της ζύμης με επιμέλεια και προκοπή Κοζανίτισας θειάς που ανοίγει φύλλο.
Αγκαλιά με τη ζεστή λαχταριστή μου πίτσα, επέστρεψα στο δωμάτιό μου και στην ανοιχτή σελίδα του μπλογκ μου, που περίμενε εναγωνίως το νέο μου editorial. Το ανελέητο πιτσο-γουρούνιασμα που εκτυλίχτηκε ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του δωματίου μου (και κάτι άκυρες κολόνες), εξάλειψε κάθε ρανίδα ποιητικότητας και καθωσπρεπισμού και ξύπνησε μέσα μου τον κάφρο· την καφρο-μπλογκερ που αρέσκεται να αυτοσαρκάζεται μέσα από αυτοβιογραφικά editorial, μετατρέποντας τη ζωή σε φαρσοκωμωδία (όχι ότι περίμενε εμένα για να γίνει).
Με κάθε μπουκιά, η θερμιδική οικογενειακή βόμβα (τριτοξαδέρφη της ατομικής του Ναγκασάκι) έμοιαζε να εκρήγνυται απευθείας στην οθόνη του υπολογιστή και ένας νέος χείμαρρος καφρίλας ξεχυνόταν στη σελίδα του μπλόγκερ. Οι λέξεις άρχισαν να αποκτούν από μόνες τους ζωή. Αυτό που είχε ξεκινήσει ως μια tres chic ανάρτηση κατέληξε να μοιάζει με αυτοβιογραφία της Λουκρητίας του Αρκά (μείον τις απέλπιδες κραυγές για γκόμενο). Ε τι να κάνω κι εγώ... Αφού δεν μπορούσα να το αποφύγω, αποφάσισα να το απολαύσω. Και για του λόγου το αληθές, χωρίς ίχνος αιδούς και αυτοσεβασμού, μοιράζομαι το πιτσο-καφρο-παραλήρημα μου μαζί σας ως μορφή καλημέρας. Και κάπως έτσι σας καλημερίζω και σας καληνυχτώ και πάω να πιάσω βάρδια (το «γερμανικό» του Σαββατιάτικου τεμπελιού: 8-2) πάραυτα μπροστά στην τηλεόραση, γιατί φόρεσε τα Λαζαρο-Πασχαλινο-γιορτινά της και άρχισε επιτέλους να βάζει και καμιά ταινία της προκοπής(ναι, τα παιδικά εννοώ, γιατί κάθε κάφρος που σέβεται τον εαυτό του έχει παρακολουθήσει όλη την ταινιοθήκη της Ντίσνει και της Πίξελ -καλά, και της Μάρβελ, ας μην το κάνουμε θέμα) και γιατί αν δεν γλεντήσουμε (το γνωστό τρίπτυχο του Σαββατόβραδου ταινία-πιτζάμα-κάλτσα) τώρα εμείς τα έξαλλα νιάτα (με τσαγάκι και γιαούρτι προφανώς), πότε;
Έχει και Χάρι Πότερ απόψε, θα το κάψουμε κυρ Στέφανε!
Η σημερινή καλη
Χνουδωτη ρομπα και πατουσοκαλτσακια γιατι το σεξινες δεν εχει ορια.— Miℓou (@xletsa) 31 Οκτωβρίου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου