EDITORIAL
Απομεσήμερο. Η ώρα της απόλυτης χαλάρωσης, της δημιουργικής απραξίας. Ήλιος, καφές και αραλίκι μέχρι τελικής πτώσεως.
Μετά από ένα γευστικό μεσημεριανό και μια γερή δόση σοκολάτας για επιδόρπιο, τη σκυτάλη έρχεται να πάρει το απογευματινό καφεδάκι. Στη χώρα της λιακάδας και του μεσογειακού ταμπεραμέντου, όπου έτυχε να ζούμε, πάντα θα βρίσκουμε αρκετή ώρα για να απλωθούμε στον ήλιο σαν γατιά και να καταναλώσουμε τιτάνιες ποσότητες καφέ. Μπορεί ο καφές να μην είναι ελληνική ανακάλυψη, αλλά εμείς τον κάναμε τρόπο ζωής.
Όσο ζεσταίνει ο καιρός, τόσο πολλαπλασιάζεται ο πάγος στο ποτήρι του καφέ. Διπλός, τριπλός και τρίδιπλος, με πάγο για να μας δροσίζει και να «φτουράει» περισσότερο. Ο Έλληνας θέλει τουλάχιστον ένα τρίωρο για να απολαύσει τον καφέ του.
Η άνοιξη έχει μπει για τα καλά και οι απανταχού freddoφόροι ξαμολιούνται σε πλατείες και ηλιόλουστες βεράντες για το απογευματινό τους αραλίκι. Από τα ανοιχτά παράθυρα εισβάλλει στα σπίτια ο Απρίλης με το ανθισμένο μεγαλείο του.
Ήλιο, καφέ και άνοιξη. Τι άλλο χρειάζεται ο άνθρωπος για να ανθίσει;
Τούτα τα ηλιόλουστα απογεύματα ευνοούν τα ταξίδια του μυαλού. Τριγύρω σιωπή, επιβεβλημένη από το νόμο κι εκείνη τη συλλογική ανάγκη για ηρεμία και περισυλλογή. Μοιάζουν οι ώρες κοινής ησυχίας με σιωπηλή συνωμοσία των ανθρώπων, για να μπορεί να απολαμβάνει ο καθένας τη δημιουργική μοναξιά του τις ομορφότερες ώρες της φύσης.
Το αχνό ξημέρωμα, το ηλιόλουστο μεσημέρι, ο έναστρος μεταμεσονύκτιος ουρανός...
Η φύση σμιλεύει, ζωγραφίζει και κεντάει το πιο περίτεχνο έργο τέχνης. Αμέτρητα χρώματα, ανεπαίσθητες μυρωδιές, απαλοί ήχοι, παιχνιδίσματα σκιάς και φωτός. Άπειροι καλλιτέχνες προσπάθησαν να αιχμαλωτίσουν το μεγαλείο της φύσης και να το κάνουν δικό τους, να το ενσωματώσουν στην τέχνη τους. Μα ήταν ασύλληπτο για την ταπεινή θνητότητα των ανθρώπων.
Η φύση μας έμαθε να δημιουργούμε και να ταξιδεύουμε. Τα πρώτα μας ταξίδια ήταν από τον ήλιο στη σελήνη και από τη δύση στην ανατολή. Στη μέρα που μεταμορφωνόταν σε νύχτα ξεδιπλώθηκαν τα όνειρά μας και απέκτησαν δική τους ζωή.
Στα ήσυχα βράδια τα καρδιοχτύπια γίναν τραγούδια και με το απαλό θρόισμα των φύλλων πέταξαν μακριά, φωνάζοντας όσα έμειναν κλειδωμένα στις ψυχές μας, ανείπωτα. Το μοναχικά «σ' αγαπώ» υψώθηκαν στον ουρανό κι έγιναν άστρα, το καταφύγιο των απαγορευμένων αγκαλιών και των κλεμμένων φιλιών.
Τα ζεστά μεσημέρια και τα πορφυρά ηλιοβασιλέματα έγιναν οι Ιθάκες που έδωσαν στον άνθρωπο το κίνητρο να ταξιδέψει. Να δει, να μάθει, να ζήσει. Να κατακτήσει κι άλλα ηλιοβασιλέματα. Κόκκινα, πορτοκαλί, ροζ, μωβ. Να κάνει δικά του όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Κι ύστερα εγένετο η φαντασία... Και τότε ο άνθρωπος μπόρεσε να κάνει τα πάντα.
Τούτο το πολυμήχανο ον που λέγεται άνθρωπος, δημιούργησε τον καφέ και τον χρησιμοποίησε για να έρθει κοντά με τους άλλους ανθρώπους. Σύντομα ανακάλυψε ότι ο καφές ταίριαζε τόσο σε κοινωνικές περιστάσεις, όσο και στο μοναχικό αραλίκι.
Τούτο το μελανό ρόφημα έγινε η πνοή της ζωής· το ρόφημα που έφερνε τους ανθρώπους πιο κοντά και ταυτόχρονα τους βύθιζε βαθιά στη δημιουργική μοναξιά. Τους έγινε απαραίτητος, όταν ήταν μοναχικοί μα κι όταν δεν ήθελαν να νιώθουν πια μόνοι. Ενσωματώθηκε στην καθημερινότητά τους, όπως το οξυγόνο και το νερό. Μία ανάγκη τόσο αυτονόητη, που αντιλαμβάνεσαι την παρουσία της μονάχα όταν τη στερηθείς.
Και κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα, στο τώρα. Στη δική μου γενιά. Τη γενιά του καφέ και των τσιγάρων. Στους ανθρώπους που κοιμούνται και ξυπνούν με τη λέξη «καφές» στα χείλη.
Στον καφέ που αυτή τη στιγμή γεμίζει το στενόμακρο ποτήρι μου. Στο μεθυστικό άρωμα των αλεσμένων του κόκκων. Στις καυτές του σταγόνες, που χορεύουν με τον πάγο για να μεταμορφωθούν σε ένα νέο ρόφημα. Στις πρώτες γουλιές, που θα με ταξιδέψουν αυτόματα σε νέα μέρη. Σε μέρη του μυαλού μου. Μαγικά. Ονειρεμένα.
Στο τσιγάρο που τύλιξε μέσα του φρέσκο καπνό και περιμένει την παρέα του καφέ για να αφεθεί στο καυτό άγγιγμα ενός αναπτήρα. Να θυσιαστεί στο βωμό ενός τεμπέλικου απογεύματος. Να λεηλατηθεί από το βάρβαρο άγγιγμα του ανθρώπου, που θα αφήσει πίσω του μονάχα στάχτες και μια μισοκαμμένη γόπα. Είμαστε όλοι οι άνθρωποι τσιγάρα, αν το καλοσκεφτείς...
Σ' εκείνη την ηλιόλουστη βεράντα και το δροσερό αεράκι που κλείνει μέσα του τη μυρωδιά του πεύκου και της ανθισμένης πασχαλιάς. Στις μικρές καθημερινές απολαύσεις.
Στο τίποτα, που κλείνει μέσα του τα πάντα.
Η σημερινή καλημέρα θέλησε να γίνει απογευματινή. Να συνοδεύεται από έναν παγωμένο espresso και αναζωογονητικό αεράκι. Με χουζούρικη διάθεση και ζεστές ηλιαχτίδες. Μια καλημέρα που μοιάζει στο λαό που κατοικεί εδώ, στη χώρα της αιώνιας λιακάδας.
Απο χόμπυ,συνδυάζω φρέντο τσιγάρο και σταυροπόδι , σε απόλυτη αρμονία.— P.aggelos (@aggelosPetr) 27 Μαΐου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου