Συχνότατο κοινωνικό φαινόμενο, παλαιόθεν, αποτελεί η απιστία, ως επί το πλείστον του ανδρός. Κωμικοτραγική αντιμετώπιση δε αποτελεί η αντίληψη ότι ο μοιχός δικαιολογείται λόγω φύσης, ενώ η μοιχαλίς στιγματίζεται και κολάζεται για την επιλήψιμη τούτη πράξη της.
Πιστεύω, ωστόσο, σθεναρά ότι η απιστία δεν αποτελεί γεγονός οργανικό και ούτως ειπείν φύσει έμφυτο ή έμπνευστο, μα ένα κοινωνικό φαινόμενο που συνιστά γεγονός συναισθηματικό και πράξη ασέβειας για τον θιγόμενο-απατημένο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ωριμότεροι άνθρωποι μπορούν να συγχωρήσουν ένα ολίσθημα, αλλά δεν μπορούν να ξεπεράσουν την προσβολή στο πρόσωπο τους και την προδοσία της εμπιστοσύνης τους.
Αν προσπαθούσαμε να δικαιολογήσουμε το φαινόμενο αυτό σύμφωνα με τη φύση, θα βρίσκαμε αναμφίβολα επιχειρήματα που να υπερασπίζονται και τα δύο φύλα. Όπως τα αρχέγονα γενετήσια ένστικτα ωθούν τα αρσενικά να γονιμοποιήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα θηλυκά και να διαιωνίσουν το είδος, έτσι και οι γυναίκες, λόγω ορμονών, θέλγονται και έλκονται περισσότερο από τον αρρενωπότερο άντρα, ωθούμενες από τη φύση να εγκαταλείψουν το ασθενέστερο αρσενικό για το κυρίαρχο, εκείνο που εγγυημένα θα τους χαρίσει περισσότερους και υγιέστερους απογόνους.
Σε μια κοινωνία, ωστόσο, έλλογων όντων, που διέπεται από σύγχρονους -ηθικούς, ανθρωπιστικούς και δημοκρατικούς- θεσμούς, τα μέλη της οποίας είναι φορείς παιδείας και εντέχνου σοφίας, είναι άραγε θεμιτό να ενστερνιζόμαστε το νόμο της ζούγκλας, ώστε να δικαιολογήσουμε κολάσιμες πράξεις;