Η νύχτα, τα κεριά, η μουσική...
Μια χαραμάδα άνοιξε και τρύπωσες εσύ.
Η θύμηση σου με κύκλωσε ξανά σαν καπνός κι έγινε η χρονοδίνη που με μετέφερε χρόνια ολόκληρα πίσω. Στο παρελθόν μας - θυμάσαι; - όταν αφήσαμε το μέλλον να γλιστρήσει μέσα από τα χέρια μας.
Αυτό ίσως να είναι και το τελευταίο γράμμα που σου γράφω.
***
Πριν από μερικές ημέρες τριγύριζες ξανά στο μυαλό μου. Δεν ήταν χαρά, ούτε καν θυμός το συναίσθημα που με κατέκλυσε. Απογοήτευση λέγεται.
Απογοήτευση για τον εαυτό μου.
Απογοήτευση για τον εαυτό μου.
Από ένα τυχαίο γεγονός -απολύτως ασήμαντο και άσχετο με το χαρακτήρα σου- καθώς κοίταξα τη φωτογραφία σου, που πέρασε από τη σελίδα του χρονολογίου μου, απόρησα τι σου βρήκα κάποτε. Καμία από τις αναμνήσεις μου δεν επαρκούσε για να δικαιολογήσει τα περασμένα συναισθήματα,
Ο άντρας στη φωτογραφία δεν ήταν ο έρωτας που κατέκλυζε τόσες νύχτες τη σκέψη μου. Ήταν ένας άγνωστος. Κι όμως ήσουν εσύ. Ξαφνικά, καθετί που σε χαρακτήριζε μου φάνηκε απεχθές. Ό,τι έλεγες κι ό,τι έκανες μου ενέπνεε αντιπάθεια για το άτομό σου. Εν μία νυκτί έγινες ένας ξένος. Ένας ξένος που δεν ήθελα να ξέρω.
Αγανάκτησα με τον εαυτό μου για όλες εκείνες τις ώρες που αφιέρωσα σε σένα. Αυτός ήταν ο πρώτος μεγάλος μου έρωτας; Αυτός ήταν ο έρωτας που με είχε αφήσει ξάγρυπνη τόσα βράδια; Αυτός ήταν ο έρωτας που χρωμάτιζε κάποτε τα όνειρα μου; Όλα ήταν για ΑΥΤΌΝ;
Κατάλαβα ότι είχε έρθει η ώρα της μεγάλης αποκαθήλωσης.
Βλέπεις, όταν ένας έρωτας τελειώνει δεν αρκεί να ξεπεράσεις το άτομο με το οποίο ήσουν ερωτευμένη. Πρέπει να ξεπεράσεις και την ανάμνηση του. Την εικόνα του τότε, όπως είχε χαραχθεί αψεγάδιαστη στο μυαλό σου. Την ανάμνηση των συναισθημάτων.
Το κυριότερο· την ανάμνηση του εαυτού σου, όπως ο έρωτας σε έκανε να αισθάνεσαι.
Το να ξεπεράσεις έναν άνθρωπο είναι εύκολο. Οι αναμνήσεις, όμως, είναι φαντάσματα και σε στοιχειώνουν με την άυλη παρουσία τους για πολύ καιρό. Δεν είναι εύκολο να διώξεις ένα φάντασμα από τη ζωή σου.
***
Είναι και κάτι ακόμη, που ντρέπομαι λίγο να στο ομολογήσω..
Εδώ που φτάσαμε, θα σου το πω κι αυτό. Όλα για όλα. Κερνάει αλήθειες η νύχτα σήμερα.
Την πιο μεγάλη ώρα, της αποκαθήλωσης σου, μια σκέψη πέρασε απ' το μυαλό μου... Το μυαλό μου πήγε σε εκείνη, την κοπέλα σου. Και άθελα μου συλλογίστηκα πως τη λυπάμαι τη βαριόμοιρη[sic] που έχει σχέση μαζί σου.
Λέξεις που δε θυμάμαι να έχω πει ούτε για το χειρότερο εχθρό μου. Και τώρα τις έλεγα εναντίον σου και μάλιστα υπέρ μιας κοπέλας που μου είναι επί της ουσίας άγνωστη.
Απόρησα και εγώ η ίδια με τις σκέψεις μου. Πίστευα.. Όχι. ΉΞΕΡΑ ότι σε είχα ξεπεράσει προ πολλού. Δε σε ήθελα πίσω. Δε σε ποθούσα πια. Γονατιστός να με παρακαλούσες να είμαστε μαζί, θα σου έλεγα ένα μεγάλο και τρανό ΌΧΙ, όπως εκείνο του Μεταξά πριν από 75 χρόνια.
Η αλλαγή αυτή είχε συντελεστεί εντός μου πριν από μερικά χρόνια. Η μεταστροφή μου ήταν απόλυτη και η νεοαποκτηθείσα πεποίθησή μου στέρεη. Δεν υπαναχώρησα στιγμή, ούτε αμφέβαλλα. Η μόνη απάντηση που μπορούσα να σκεφτώ ήταν "όχι",
Τότε τι απέμενε για να πέσουν οι τίτλοι τέλους;
Με τον καιρό, κατάλαβα ότι δε μου έλειπες εσύ, μα η ανάμνηση σου ή μάλλον πιο σωστά η ανάμνηση του εαυτού μου όταν σε πρωτογνώρισα. Κι αν κάποτε σε συλλογιόμουν, στην πραγματικότητα αναπολούσα το άτομο που ήμουν τότε, το κορίτσι που άφησα πίσω. Σε είχα συνδέσει, βλέπεις, με την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής μου και να με συγχωρείς γι' αυτό. Δεν είχα κανένα δικαίωμα να σε ανυψώσω σε τούτο το βάθρο.
Τη στιγμή, ωστόσο, που έκανα εκείνη τη μνησίκακη σκέψη για εσένα, ήξερα ότι είχε φτάσει το τέλος.
***
Και κάπως έτσι φτάσαμε στο σήμερα, στο τώρα.
"Σου γράφω ένα γράμμα, όχι πως θέλω να στο δώσω. Να έτσι, να μιλήσω λίγο μαζί σου."
Καθώς βίωνα απόψε τη μέθεξη της νύχτας, του αλκοόλ και του συγγραφικού μου οίστρου, το χέρι μου αναζήτησε ένα τσιγάρο. Οι πνεύμονες μου είχαν ανάγκη τούτη τη μαζοχιστική απόλαυση.
Στα χέρια μου κρατούσα τον αναπτήρα, έτοιμο να πυρπολήσει το επόμενο θύμα του, όταν η σκέψη μου πέταξε σε σένα, το "δικό μου" άντρα αναπτήρα.
Σαν κινηματογραφική ταινία, πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου όλα όσα είχαν συντελεστεί τις προηγούμενες ημέρες. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει ακόμη.
Τότε το χέρι μου πήρε φωτιά.
Έπρεπε να γράψει τον επίλογο που άργησε πολλές -πάρα πολλές- ημέρες, μήνες, χρόνια...
Έφτασε η ώρα να σου πω αντίο.
Κάτι όμως με κρατά.
Κάτι δε με αφήνει να σε σβήσω. Είσαι το τσιγάρο μου που διστάζω να σβήσω στο τασάκι, παρόλο που βαρέθηκα να σε καπνίζω. Η κακή μου συνήθεια, που φοβάμαι ότι θα το μετανιώσω αν σε αφήσω να γίνεις πεταμένες γόπες και αποτσίγαρα.
Μέσα μου ξέρω ότι δε θέλω να σε καπνίσω ποτέ ξανά.
Χαλάλι ο καπνός.
Η θέση σου είναι στο τασάκι.
***
Τόσα χρόνια έχω συνηθίσει να σου γράφω γράμματα... Γράμματα με παραλήπτη ένα αόρατο εσύ. Γράμματα με τις πιο βαθιές και ανομολόγητες σκέψεις μου. Γράμματα που δε θα διαβάσεις ποτέ. Γράμματα που δεν θέλω να διαβάσεις ποτέ.
Τα γράμματα αυτά είναι απολύτως προσωπικά, παρόλο που απευθύνονται σε σένα. Με βοηθούν να πετάω δηλητηριώδεις σκέψεις από το μυαλό μου, πράγματα που δε μπορώ να πω σε κανέναν, παρά μονάχα σε εσένα. Ή μάλλον πιο σωστά στην ιδέα σου. Αυτά που θα 'λεγα σε σένα, ούτε στον ίδιο τον εαυτό μου δε μπορώ να πω. Έχω συνηθίσει τους μονόπλευρους διαλόγους μας.
Δεν ξέρω πώς να σταματήσω να σου γράφω.
Ίσως να είσαι απλώς μια κακή συνήθεια, που αρνούμαι πεισματικά να κόψω. Ίσως να είμαι εθισμένη στον πόνο. Στον εξαίρετο πόνο του έρωτα. Ίσως και να φοβάμαι την αλλαγή. Ίσως να μην ξέρω πώς να διαχειριστώ την έλλειψη της θύμησης σου. Ίσως να μην ξέρω πώς να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς την κακή μου συνήθεια. Ίσως...
Είσαι το τσιγάρο που κρατώ
και να ανάψω σκέφτομαι
Είσαι η συνήθεια που μισώ
κι όλο επανέρχομαι
Είσαι το τσιγάρο που κρατώ
και σε θέλω ψέμα μου
σαν την νικοτίνη που κυλά
μέσα από το αίμα μου