Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου ~ Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

Lisa

This is thy hour O Soul, thy free flight into the wordless. Away from books, away from art, the day erased, the lesson done. Thee fully forth emerging, silent gazing, pondering the themes thou lovest best. Night, sleep, death, and the stars. - Walt Whitman

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Πέταξα ό,τι μου θύμιζε κάτι από εσένα

ΣΚΑΣΕ ΚΑΙ ΚΟΛΥΜΠΑ


Ποτέ δεν έχω πάρει το ασανσέρ, αφού μένω στον πρώτο· σήμερα είναι η πρώτη φορά. Πώς αλλιώς να κατεβάσω τα σκουπίδια, τρεις ασήκωτες μαύρες σακούλες, απ’ αυτές που κουβαλάς πτώματα; Ένα φόνο εκτελούσα στο σπίτι μου εδώ και μερικές βδομάδες, από τότε που με χώρισες –
ή «σε χώρισα», ποιος θυμάται πια. Κάθε μέρα σκότωνα κι από λίγη μνήμη και την τοποθετούσα ευλαβικά σε σκουπιδοσακούλες.

Μπαίνω στο ασανσέρ και καθώς σηκώνω το χέρι να πατήσω «Ισόγειο», βλέπω τα κλειδιά πάνω στο μπρελόκ, εκείνη τη σαγιονάρα απ’ τις καλοκαιρινές μας διακοπές. Πώς μου ξέφυγε αυτό; Με νευρικές κινήσεις απομακρύνω τα κλειδιά και τρυπάω τη μια σακούλα, για να χωρέσω άλλο ένα πτώμα.

Επιστρέφοντας στην πολυκατοικία βλέπω τη διαχειρίστρια να πλησιάζει. Ωραία, με είδε. Ξεκλειδώνω βιαστικά, ενώ εκείνη έχει φτάσει πια στα δέκα βήματα και μου μιλάει. Μπαίνω και της κλείνω την πόρτα στη μούρη. Μέσα απ’ το τζάμι τη χαζεύω που ψάχνει αμήχανα τα κλειδιά της και συγκρατούμαι μην της κάνω και καμιά χειρονομία. Νιώθω μια διαστροφική ευφορία με τη συμπεριφορά μου. Κάποτε μου είπες ότι ένα απ’ όσα ερωτεύτηκες σ’ εμένα ήταν κι οι καλοί μου τρόποι. Γι’ αυτό τους πέταξα κι έσβησα λίγη μνήμη ακόμα.

Πίσω στο σπίτι κοιτάζω το γυμνό μου διαμέρισμα. Πράγματι, το έκανα φύλλο και φτερό. Κι εσύ, βρε άνθρωπε, δεν άφησες τίποτα ανέγγιχτο.

Το βλέμμα μου σταματάει εκεί που μέχρι πρότινος βρισκόταν η καφετιέρα. Αυτή τη θρήνησα λίγο περισσότερο, καθώς αν με ρωτούσες τι είναι ευτυχία, θα σου απαντούσα ο καφές! Ύστερα ήρθαν τα πρωινά μ’ εσένα να φτιάχνεις τον καφέ μου και να έρχεσαι με την κούπα κάτω απ’ τη μύτη μου να με ξυπνήσεις. Έλεγες ότι μόνο έτσι άξιζα να ξυπνώ, με τις δύο μεγαλύτερες αγάπες μου. Μάλιστα είχες δώσει κι όνομα στην καφετιέρα μου, Τασία τη βάφτισες, απ’ την καφετζού στο χωριό σου. Μας άφησε χρόνους, λοιπόν, κι η Τασία η Καφετιέρα.

Πάνε κι οι κούπες μας. Στην περίπτωση αυτή, βέβαια, δεν είχα επιλογή, αφού μου «έπεσαν κατά λάθος». Πάνω στον τοίχο έπεσαν, αφού πρώτα εδέησα να τις πλύνω μετά απ’ τον τελευταίο καφέ, τότε που μου ανακοίνωσες ότι βγαίνεις απ’ το πλάνο μου.

Πάνε και τα ριχτάρια. Δώρο της αδερφής μου για το φοιτητικό σπίτι, με συναισθηματική αξία μετά από τόσα χρόνια. Δε βαριέσαι – παράπλευρη απώλεια. Προσπάθησα να τα σώσω, να πω την αλήθεια μου. Όμως είχαν δεχτεί τόσες φορές τα σώματά μας, ντυμένα μα κυρίως γδυτά, που ήταν χαρτί καμένο από χέρι.

Πάνε και τα σεντόνια. Δεν κατάφερα ποτέ να τα καθαρίσω απ’ το άρωμά σου. Έχω μια υποψία ότι ίσως, λέω ίσως, φταίει που κάθε βράδυ έκανα μπάνιο με το αφρόλουτρό σου. Όχι, δεν έχω αρχίσει να γίνομαι τρελή απ’ την απουσία σου. Είναι που το μάρκετ σταμάτησε ανεξήγητα να πουλάει άλλα σαπούνια. Δε ρώτησα, νομίζεις;

Παίρνω χαρτί και φτιάχνω λίστα για ψώνια. Από αύριο πρέπει ν’ αρχίσω να ντύνω το σπίτι απ’ το μηδέν. Μόλις την ολοκληρώνω, τη σκίζω στα δύο. Με πείραζες που μου άρεσε να φτιάχνω λίστες για τα πάντα και να καταστρώνω προγράμματα. Γι’ αυτό έχω σταματήσει πια να είμαι συνεπής· ετούτη υπήρξε απλώς μια στιγμή αδυναμίας που ξανακύλησα. Έτσι, τον τελευταίο καιρό ξεχνάω επαγγελματικές συναντήσεις, ξεχνάω λογαριασμούς απλήρωτους, ξεχνάω τη χλωρίνη απ’ το μάρκετ, ξεχνάω εσένα.

Τώρα που τέλειωσα τις υποχρεώσεις της μέρας, πέφτω μπρούμυτα στο χωρίς σεντόνια στρώμα και ψάχνω ταινία να περάσω το βράδυ. Προσπερνάω το «Ημερολόγιο», το «Υ.Γ. Σ’ αγαπώ» κι άλλες τέτοιες γλυκανάλατες παπαριές – λάτρευα να τις βλέπω μαζί σου κι εσύ να παίζεις με τα χείλη σου πάνω στ’ αυτί μου, μετά στο λαιμό μου, μετά στα μαλλιά μου. Σταματάω σε κάποιον «Εξορκιστή», δελεαστική επιλογή για απόψε. Σε άλλη περίπτωση δε θα την έβλεπα με καμία δύναμη, όμως τελευταία το ‘χω γυρίσει στα θρίλερ, καθώς είναι το μοναδικό είδος που δεν είχαμε δει παρέα. Έτσι, τη νύχτα που θα πετάγομαι στον ύπνο μου, δε θα ‘χω τη θύμηση απ’ τα χέρια σου κάτω απ’ το στήθος μου και τα λόγια σου στο μυαλό μου «κοιμήσου, σε κρατάω».

Άυπνη είχα μείνει απ’ την ταραχή μου και μερικά βράδια πριν. Γύριζα σπίτι, όταν στη γωνία του δρόμου με πέτυχε το αδέσποτο γατί της γειτονιάς. Το αγαπούσα, το άτιμο, γιατί ήταν ξεχωριστά όμορφο μ’ ένα μάτι πράσινο και τ’ άλλο μπλε. Συνήθιζα να το ταΐζω, ενώ εσύ αποτραβιόσουν γκρινιάζοντας κάτι για τρίχες. Ώσπου μια μέρα σου τρίφτηκε, σου ‘ριξε τη δίχρωμη ματιά του κι αυτό ήταν, συνεννοηθήκατε! Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, μπλέχτηκε στα πόδια μου ζητώντας φαγητό ή χάδι. Είχε μάθει ν’ αποδέχεται ό,τι απ’ τα δυο είχες να του δώσεις. Κι εγώ του έδωσα κλοτσιά. Το ξέκανα, το ζωντανό, αφού εξαφανίστηκε κουτσαίνοντας. Γύρισε μόνο μια φορά και μου νιαούρισε ένα «δε σ’ αναγνωρίζω».

Το δυσκολότερο είναι που δεν έχω κανέναν να μιλήσω για τις αλλαγές μέσα μου. Για μένα οι φίλοι ήταν αδέρφια. Όταν σε γνώρισα, σε πέρασαν από Ιερά Εξέταση. Όταν σ’ ερωτεύτηκα, σ’ έβαλαν στην οικογένεια σαν δικό τους. Όταν έφυγες, ήθελαν να σε βρουν και να σου σπάσουν τα πόδια. Αλλά εξαφανίστηκες. Μετά εξαφανίστηκα κι εγώ. Τους βλέπω σπάνια πια, ενώ τις υπόλοιπες φορές «πνίγομαι στη δουλειά». Μετά κλείνω φώτα και κουρτίνες, γιατί ξέρω ότι όλο και κάποιος θα περάσει από εδώ να τσεκάρει. Είναι βέβαιοι ότι τους κοροϊδεύω, τουλάχιστον ας μην το κάνω τόσο προφανές.

Όσες φορές πάλι καταφέρνουν να με βγάλουν απ’ το σπίτι για ένα ποτό, μετά από καμιά ώρα τους παρατάω χωρίς περιστροφές και κατευθύνομαι προς τον εκάστοτε στόχο. Του δίνω πρώτη τ’ όνομά μου, για να εξασφαλίσω ότι θ’ αντιληφθεί την «ευκολία» μου. Έπειτα ρίχνω μαλλί πίσω, χαϊδεύω λαιμό, μορφάζω σ’ ένα (ας πούμε) χαμόγελο, τον αγγίζω διακριτικά αλλά συχνά – ακολουθώ κατά γράμμα το εγχειρίδιο ζευγαρώματος. Όταν η όλη φάση έχει πια δρομολογηθεί, ανοίγω ελαφρώς τα πόδια και παρατηρώ το μήλο στο λαιμό του ν’ ανεβοκατεβαίνει προδίδοντας ότι μήνυμα ελήφθη. Σε δευτερόλεπτα το χέρι του βρίσκεται στο γόνατό μου κι ανεβαίνει το εσωτερικό του μηρού μου. Φτάνει στον προορισμό κι όταν δε συναντά αντιστάσεις, κάνω ρουά ματ. Πάντα πιάνει να μη φοράς εσώρουχο. Βάζει μπουφάν, πληρώνει ποτό, βρισκόμαστε σώμα με σώμα με συνοπτικές διαδικασίες.

Δε γελιέμαι ότι έτσι θα μπορέσω να ικανοποιήσω την ανάγκη μου· αυτή έχει τ’ όνομά σου. Εκείνο που προσπαθώ είναι να ξεχάσω ότι κάθε φορά που με πήγαινες ως το τέρμα, με σημάδευες με δύο λέξεις: «Δικιά μου». Μετά έφυγες κι άρχισα να ρωτάω επίδοξους μνηστήρες – ποιανού είμαι τώρα;

Δεν ανήκω σ’ εμένα και δεν είμαι εγώ. Γι’ αυτό κάθε στιγμή που περνάω με τον ξένο εαυτό, τα μέσα μου κλοτσάνε στους κόντρα ρόλους. Το μεγάλο fail είναι που δεν μπορώ να σε κατηγορήσω για την προσωπική μου επιλογή ν’ αλλάξω, για να πάψω να θυμάμαι.

Οπότε, σκάσε και κολύμπα έτσι που τα έκανες, μαλάκα εαυτέ.

Μέχρι τη μέρα που θα χτυπήσω το κουδούνι, θα μου ανοίξω και θα γυρίσω ξανά σ’ εμένα.

Πηγή:Pillowfights

5 σχόλια:

  1. Πολύ όμορφο και πολύ δυνατό. Σε τρομάζει το πόσο πολύ μπορείς να καταλάβεις το πως νιώθει η συγκεκριμένη κοπέλα.

    Αν και σε κάποια σημεία την θεώρησα λίγο υπερβολική αλλά και πάλι το άρθρο μ' άρεσε πάρα πολύ...!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κι εγώ σε αρκετά σημεία βρήκα την ιστορία υπερβολική (ειδικά στο σημείο με το γατί, με ξέρεις, εκνευρίστηκα :Ρ), αλλά αυτή της η υπερβολή και το γεγονός ότι αυτή η κοπέλα έφτασε στα άκρα προσπαθώντας να επιβιώσει είναι που κάνει την ιστορία πιο "δυνατή".
      Παρόλο που δεν ταυτίστηκα, δηλαδή, με το βίωμα και τις αντιδράσεις, μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση που δεν μπόρεσα παρά να το αναδημοσιεύσω

      Διαγραφή
    2. Το κατάλαβα. Γι' αυτό και τα μικρά γράμματα. Την ίδια αποστροφή ένιωσα και εγώ.

      Αλλά είναι αυτό ακριβώς που είπες!

      Διαγραφή
    3. Σ' εκείνο το σημείο μου ήρθε να τη χτυπήσω εγώ :Ρ

      Διαγραφή
    4. Χαχααχαχαχα...Μία από τα ίδια :P

      Διαγραφή