"Αν κάτι έχω ζηλέψει στη ζωή μου, αυτό είναι τ’ άσπρα σεντόνια. Τα κολλαρισμένα άσπρα σεντόνια των ξενοδοχείων, που κοιμούνται πάνω τους τόσοι άνθρωποι, κλαίνε, γελάνε, κάνουν έρωτα, διαβάζουν, πεθαίνουν, κι όμως… Όταν πας εσύ, ο νέος πελάτης, σε υποδέχονται άσπιλα. Κουβαλούν κάτι απ’ τη σιωπή που σεργιανάει σ’ όλα τα ξενοδοχεία Γ΄ θέσης, κάτι απ’ τους γέρους κυρίους που σε κοιτούν υποψιασμένοι στη ρεσεψιόν, κάτι απ’ τα παλιωμένα έπιπλα με το γδαρμένο, τόπους-τόπους, ξύλο…
Το ξέρεις καλά πως κάτι κουβαλούν, αλλά στο δέρμα σου φαντάζουν τόσο αθώα, τόσο καινούργια, τόσο άπιαστα. Σέρνεις τα δάχτυλα πάνω τους και αισθάνεσαι την ικανοποίηση του να δημιουργείς πτυχές. Σε κυριεύει η ψευδαίσθηση ότι εσύ πρώτος θα τα τσαλακώσεις. Κι όμως, όταν φύγεις, καλά το ξέρεις, θα μπουν στο πλυντήριο, θα σιδερωθούν και θα επιστρέψουν στο ίδιο κρεβάτι, το ίδιο αθώα, όπως σου παρουσιάστηκαν και σένα.
Ζηλεύω που δεν είμαι ένα άσπρο σεντόνι ξενοδοχείου. Ζηλεύω που δεν μπορώ να ξεγράψω –τόσο εύκολα όπως αυτά–, τους ανθρώπους που κοιμούνται στην αγκαλιά μου, τους ανθρώπους που με τσαλακώνουν αλλά κι αυτούς που με χαϊδεύουν στοργικά κι ακουμπούν πάνω μου ξένοιαστα.
Θα ‘θελα να μην έχω μνήμη. Να κυλιέμαι σε μυρωδιές, γεύσεις, χρώματα, ήχους και να ‘μαι ευτυχισμένος. Κι ύστερα να κοιμάμαι αθώος, τον ύπνο ενός μικρού παιδιού και να ξυπνώ ξανά tabula rasa. Όχι τόσο, γιατί το παρόν είναι οδυνηρό, όσο γιατί το παρελθόν είναι αξεπέραστο.
Αλήθεια, ποιος ηλίθιος είπε, ότι ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές; Ο χρόνος μολύνει τις πληγές, ξανά και ξανά, έτσι που να αισθάνεσαι πως γεννήθηκες μαζί τους, πως θέριεψες μαζί τους και πως θα πεθάνεις μαζί τους. Αυτό το τελευταίο είναι που δεν αντέχεται. Κοιτιέσαι στον καθρέφτη, μετράς τις πρώτες άσπρες τρίχες, τις πρώτες αχνές ρυτίδες και τις ίδιες παλιές πληγές.
Λες θα σπάσω τον καθρέφτη, θα λυτρωθώ βλέποντας τα κομματάκια του γυαλιού να χοροπηδάνε δαιμονισμένα εδώ κι εκεί, κι ύστερα θα χορέψω ξυπόλητος ένα ζεϊμπέκικο, έτσι για την πάρτη μου και θα ξοφλήσω τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Χα! Aπό δω πήγαν κι άλλοι. Δεν βαριέσαι όμως… Πήγαν και ξαναπήγαν. Σιγά μην φτάνανε στο τέρμα.
Hotel des Rouges… Ένα κλαδί αγγίζει το μπαλκόνι μου. Γραπώνομαι πάνω του με μια πείνα πρωτόγνωρη. Χαζεύω τ’ αυτοκίνητα που τρέχουν δαιμονισμένα, το βουητό των περιστατικών, τα μπαλκόνια με τ’ απλωμένα ρούχα, τα λευκά σεντόνια… Κρατάω την ανάσα μου και θυμάμαι. Γίνομαι ένα με κείνο το ξερό κλαδί. Κολλάω πάνω του. Επιχειρώ τη Λήθη. Ταξίδι στο κέντρο της Μιλτιάδου…"
Πηγή: iv-ix-xii
"
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλήθεια, ποιος ηλίθιος είπε, ότι ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές; Ο χρόνος μολύνει τις πληγές, ξανά και ξανά, έτσι που να αισθάνεσαι πως γεννήθηκες μαζί τους, πως θέριεψες μαζί τους και πως θα πεθάνεις μαζί τους. Αυτό το τελευταίο είναι που δεν αντέχεται. Κοιτιέσαι στον καθρέφτη, μετράς τις πρώτες άσπρες τρίχες, τις πρώτες αχνές ρυτίδες και τις ίδιες παλιές πληγές."
Απίστευτο κείμενο!
Είναι πανέμορφο...
ΔιαγραφήΚυρίως λάτρεψα τις τρεις πρώτες παραγράφους <3
Υπέροχο υπέροχο υπέροχο <3
Διαγραφή