Τέσσερα κλασσικά βιβλία για το Halloween
Είναι βιβλία της παγκόσμιας κλασσικής λογοτεχνίας, τα οποία παρά το ότι δεν περιέχουν μακάβριες περιγραφές, είναι ιδανικά για την γιορτή του Halloween. Οι ήρωες τους είναι πια μυθικοί και οι ιστορίες τους εκτυλίσσονται μέσα σε ένα περιβάλλον σκοτεινό, γεμάτο με ανθρώπινα πάθη και μυστήριο, ενώ ο θάνατος, ως πραγματικότητα ή ως ενδεχόμενο, είναι κυρίαρχος και μέρος των ιστοριών.
“Ρεβέκκα”, Δάφνη Ντι Μωριέ: Η νεαρή ηρωίδα του βιβλίου μάς διηγείται σε πρώτο πρόσωπο, την γνωριμία και τον γάμο της με τον, αρκετά μεγαλύτερό της, χήρο αριστοκράτη Μαξιμίλιαν Ντε Γουίντερ. Ο τόπος που εκτυλίσσεται η κυρίως ιστορία είναι το Μαντερλέι, η έπαυλη του Ντε Γουίντερ.
Στην έπαυλη, παρά την απουσία της, δεσπόζει παντού η νεκρή σύζυγος του Μαξιμίλιαν, Ρεβέκκα. Είναι φορές που οι αναφορές σε εκείνη παρασύρουν τον αναγνώστη σε τέτοιο βαθμό, που αναρωτιέται αν πράγματι έχει πεθάνει ή αν υπάρχει μέσα στο σπίτι ως φάντασμα. Φυσικά, σε αυτό βοηθάει και η παρουσία της εντελώς γοτθικής φιγούρας της οικονόμου κυρίας Ντάνβερς. Η αρρωστημένη αγάπη της για την πρώην κυρία της είναι κάτι παραπάνω από εμφανής και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της ιστορίας.
Πρόκειται για μια ιστορία σκοτεινή, που καθηλώνει τον αναγνώστη ως την τελευταία λέξη του βιβλίου.
“Ανεμοδαρμένα Ύψη”, Έμιλυ Μπροντέ: Η ιστορία αφορά τον μοιραίο έρωτα ανάμεσα στην Κάθυ Ερνσο και τον Χίθκλιφ, ένα ορφανό αγόρι που υιοθετεί ο πατέρας της Κάθυ. Μετά το θάνατο του κυρίου Έρνσο, ο αδερφός της Κάθυ, Χίντλεϊ εξευτελίζει με τον χειρότερο τρόπο τον Χίθκλιφ. Ο τελευταίος, εκτός από την υποτιμητική συμπεριφορά του νεαρού Έρνσο, αντιμετωπίζει και την απόρριψη της Κάθυ, η οποία δεν τον θεωρεί αντάξιό της ώστε να τον παντρευτεί.
Η ιστορία αν και αρχικά φαίνεται σαν ένα ερωτικό μυθιστόρημα, με αναμενόμενη λίγο – πολύ πλοκή, εξελίσσεται σε κάτι τελείως διαφορετικό. Το κύριο βάρος της ιστορίας πέφτει στην εκδίκηση του Χίθκλιφ προς τα αδέρφια Έρνσο, όταν επιστρέφει οικονομικά δυνατός στο σπίτι, όπου έζησε ως παιδί. Ο Χίθκλιφ συστηματικά εξοντώνει την Κάθυ με κάθε τρόπο, ωθώντας την προς τον θάνατο, σκοτώνοντας ταυτόχρονα και τον εαυτό του. Πρόκειται για μια ιστορία πάθους, που ο ήρωας ζει με αυτό και μετά τον θάνατο της Κάθυ, σε σημείο να τη βλέπει μπροστά του ως όραμα.
“Μεγάλες Προσδοκίες”, Κάρολος Ντίκενς: Ο Φίλιπ “Πιπ” Πίριπ ζει σε ένα χωριό της Αγγλίας μαζί με την βίαιη αδερφή του και τον καλόκαρδο άντρα της. Μια μέρα συναντά έναν δραπέτη, τον Μάγκουιτς, που του ζητά να κλέψει από το σπίτι φαγητό και μία λίμα, ώστε να μπορέσει να κόψει την αλυσίδα που τον κρατά δέσμιο. Αργότερα ο Μάγκουιτς συλλαμβάνεται χωρίς όμως να αναφέρει τίποτα για τον Πιπ.
Λίγες μέρες αργότερα θα επισκεφθεί το αρχοντικό της μις Χάβισαμ, ώστε να κρατήσει συντροφιά στην θετή της κόρη, την Εστέλλα. Μέρα με τη μέρα ο Πιπ την ερωτεύεται, παρά το ότι εκείνη του φέρεται διαρκώς άσχημα και υποτιμητικά. Όταν η Εστέλλα θα φύγει για σπουδές στη Γαλλία ο Πιπ θα επιστρέψει στην παλιά του ρουτίνα, μέχρι τη στιγμή που κάποιος άγνωστος ευεργέτης αναλαμβάνει να τον σπουδάσει σε πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Ο Πιπ θα αναχωρήσει για την πρωτεύουσα, προσδοκώντας να ξανασυναντήσει την Εστέλλα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ από τότε που έχει να την δει.
Η ιστορία μιλάει για την δύσκολη διαδικασία ενηλικίωσης του Πιπ, που μέσα από αντιξοότητες και απογοητεύσεις θα σταματήσει να ζει εγκλωβισμένος στο απατηλό όνειρο των υψηλών προσδοκιών και θα μάθει να εκτιμά τους ανθρώπους που του συμπαραστέκονται, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους ή τη μόρφωσή τους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει και η εντελώς γοτθική (γκόθικ αν προτιμάτε) παρουσία της μις Χάβισαμ. Ζει σε ένα ερειπωμένο αρχοντικό, φορώντας το λιωμένο από την πολυκαιρία νυφικό της, έχοντας σταματήσει τον χρόνο στη στιγμή που έφτασε η επιστολή του παρ’ ολίγον συζύγου της, με την οποία τής ανακοίνωνε πως δεν επρόκειτο να την παντρευτεί. Την ζοφερή εικόνα συμπληρώνουν τα κλειστά παράθυρα και το στρωμένο τραπέζι του γάμου, που τώρα πια φιλοξενεί υπολείμματα από σαπισμένα φαγητά και γλυκά, ενώ ποντίκια και κάθε λογής ζωύφια κυκλοφορούν ανάμεσα στα αραχνιασμένα πιάτα και ποτήρια. Η μις Χάβισαμ είναι μια από τις πιο διάσημες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που το άκουσμα του ονόματός της και μόνο, φέρνει στο μυαλό μια οσμή πικρίας και τρέλας.
“Τζέην Έυρ”, Σαρλότ Μπροντέ: Η Τζέην Έυρ είναι ένα ορφανό κορίτσι, που αναγκάζεται να ζήσει με την θεία της, την κυρία Ρηντ, και τα ξαδέρφια της. Τόσο η θεία Ρηντ, όσο και τα παιδιά της δε χάνουν ευκαιρία για να βασανίσουν την μικρή Τζέην. Οι άδικες τιμωρίες και η κακομεταχείριση θα κάνουν την Τζέην επιθετική. Όταν αργότερα την στέλνουν ως εσώκλειστη σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, το Λόγουντ, η ζωή της θα καλυτερέψει σχετικά, παρά τις αντιξοότητες, μέσα από τις φιλίες που θα κάνει, ενώ θα θέσει τις βάσεις για την μετέπειτα ζωή της.
Η αναζήτηση δουλειάς ως οικιακής δασκάλας θα την οδηγήσει στο σπίτι του ιδιόρρυθμου κυρίου Ρότσεστερ, το Θόρνβηλντ, στο οποίο θα δουλέψει ως παιδαγωγός ενός μικρού κοριτσιού από τη Γαλλία. Η Τζέην στο νέο της σπίτι θα βρει επιτέλους την ηρεμία, την οποία θα διακόπτει συχνά ένα τρομακτικό γέλιο από το πάνω πάτωμα του σπιτιού, καθώς και διάφορες ανεξήγητες επιθέσεις προς το σπίτι από μια άγνωστη γυναίκα. Σταδιακά η ηρωίδα θα αρχίσει να ερωτεύεται τον εργοδότη της κι εκείνος το ίδιο, όμως ο Ρότσεστερ θα κάνει ό,τι μπορεί για να την απομακρύνει από κοντά του. Όταν τελικά θα της κάνει πρόταση γάμου και ενώ είναι όλα έτοιμα, ένα φοβερό μυστικό αποκαλύπτεται και βάζει την Τζέην και πάλι σε νέες περιπέτειες.
Μέσα στο μυθιστόρημα αυτό, που μιλά για την δύσκολη ζωή της Τζέην Έυρ, υπάρχει μια εντελώς τρομακτική μορφή, αυτή της κυρίας Ρότσεστερ. Την ίδια δεν την παρουσιάζει η συγγραφέας, παρά ελάχιστα και κυρίως μέσα από περιγραφές τρίτων. Όμως το φρικτό γέλιο της, συνέπεια της βαριάς ψυχικής της αρρώστιας, είναι κυρίαρχο στο σπίτι και βαραίνει όλη την ατμόσφαιρα, δημιουργώντας στον αναγνώστη μια αίσθηση ανασφάλειας και τρόμου, περιμένοντας πως κάτι πάρα πολύ κακό πρόκειται να συμβεί.
Πηγή: Ημερήσια Κουκουβάγια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου