Αν η ζωή μου ήταν βιβλίο θα 'θελα να είχε τα εξής αγαπημένα αποσπάσματα:
Απ' τον Μικρό πρίγκιπα, που τόσο πολύ αγαπώ
Από τον Αλχημιστή, που με ενέπνευσε:
Από την πολυαγαπημένη Κική Δημουλά:
Αλλά και από Σεφέρη:
Από την Άννα Καρένινα του Λ.Τολστόι:
«Ποιος θα τον κατακρίνει; Ποιος δε θ’ αναγαλλιάσει μυστικά όταν ο ήρωας βγάλει την πανοπλία και σταθεί στο παράθυρο να κοιτάξει τη γυναίκα και το γιο του, που πολύ μακρινοί στην αρχή, σιγά σιγά όλο και πλησιάζουν, μέχρι που χείλη και βιβλίο και κεφάλι βρίσκονται ολοκάθαρα μπροστά του, αν και είναι ακόμα υπέροχα και ξένα απ’ την ένταση της απομόνωσής του και απ’ την ερημιά των αιώνων και το χαμό των άστρων, κι αν τέλος βάζοντας την πίπα του στην τσέπη και σκύβοντας μπροστά της το μεγαλόπρεπο κεφάλι του – ποιος θα τον κατακρίνει αν προσκυνήσει την ομορφιά του κόσμου;» Μέχρι το Φάρο της Βιρτζίνιας Γουλφ
"Το σκοτάδι τον ελκύει, όπως και το φως. Στις μέρες μας, το να σβήνεις το φως για να κάνεις έρωτα μοιάζει γελοίο, το ξέρει, κι αφήνει ένα μικρό φωτάκι αναμμένο πάνω απ' το κρεβάτι. Την ώρα όμως που μπαίνει μέσα η Σαμπίνα, σβήνει το φως. Η ηδονή που τον κυριεύει απαιτεί σκοτάδι. Αυτό το σκοτάδι είναι καθαρό, απόλυτο, χωρίς εικόνες ή οράματα, αυτό το σκοτάδι δεν έχει τέλος, δεν έχει σύνορα, αυτό το σκοτάδι είναι το άπειρο που ο καθένας μας κουβαλάει μαζί του ( ναι, όποιος αναζητάει το άπειρο δεν έχει παρά να κλείσει τα μάτια! )" Μίλαν Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι
" Ω, τι μαγική ώρα όταν ένα παιδί αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά πως μπορεί να διαβάζει τυπωμένες λέξεις. Για κάμποσο διάστημα η Φράνση διάβαζε συλλαβιστά τα γράμματα, πρόφερε τον ήχο τους και μετά έβαζε τους ήχους μαζί για να σχηματίσει μια λέξη. Μια μέρα όμως κοίταξε μια σελίδα και η λέξη "ποντικός" πήρε στη στιγμή την σημασία της. Η Φράνση κοίταξε την λέξη και η εικόνα ενός γκρίζου ποντικού πέρασε απο το μυαλό της. Το φράγμα ανάμεσα στον ξεχωριστό ήχο κάθε γραμματος και τη συνολική σημασία της λέξης έπεσε, και η τυπωμένη λέξη έπαιρνε αμέσως έννοια με μια γρήγορη ματιά. Διαβασε μερικές σελίδες βιαστικά και σχεδόν αρρωστησε απο την υπερδιεργεση. Ήθελε να ξεφωνίσει. Μπορούσε να διαβαζει..!! Μπορούσε να διαβαζει!! Από εκεινη την ώρα το διάβασμα έκανε ολόκληρο τον κόσμο της. Δεν θα ενιωθε πια μοναξιά, ούτε θα λυπόταν που δεν είχε στενές φιλες. Φίλες της έγιναν τα βιβλία και έβρισκε πάντα ένα που ταίριαζε στην διάθεση της στιγμής." Ένα δέντρο μεγαλωνει στο Μπρουκλιν"
Είχε δει την θλίψη στα μάτια του από την ώρα που ξεκίνησαν, και στη διαδρομή ήταν σιωπηλός. Του έπιασε το χέρινκαι του χαμογέλασε τρυφερά.
<<Άκου το τραγουδι της βροχής, βοηθάει να ξεχαστείς>>.
Η ανάμνηση πλημμύρισε την ψυχή του. Τα μάτια του έλαμψαν και της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
<<Βοηθάει Λίζα;>>
<<Πάντα βοηθάει. Μάθε να το ακούς>>.
Την κοιτούσε βαθιά στα μάτια. <<Κι'αν δεν βρέχει;>>
<<Τότε άκου τους άλλους ήχους της φύσης... Τον αέρα που φυσάει, το γρύλο που τραγουδάει, την κουκουβάγια.Άκου τον θόρυβο των αυτοκινήτων, τη φωνή του μεθυσμένου που μιλάει με τον εαυτό του. Στρέψε την προσοχή σου έξω από σένα. Βοηθάει πάντα. Κάν'το>>.
Ομηρος Αβραμίδης <<Το τραγούδι της βροχής>>
"Η μοναδική μας ίσως άμυνα (πραγματική άμυνα, βέβαια, δεν υπάρχει) είναι να είμαστε τελείως ξύπνιοι, νηφάλιοι και σκληροί δουλευτές, να μην ακούμε καθόλου μουσική, να μην κοιτάμε ποτέ τη γη και τον ουρανό, και (πάνω απ' όλα) να μην αγαπάμε κανένα". Κ. Σ. Λιούις, Έρως και Ψυχή
"Είναι κάτι νύχτες, που τ' αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά. Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου. Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες. Και τα ξερά κλαδιά. Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου. Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα, να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη, ούτ' ένα λουλουδάκι. Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει. Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της. «Αυτάααα! Πού είχαμε μείνει;» Σου λέει μ' όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα. Είν' αυτές οι νύχτες, που τ' άστρα κατεβαίνουν χαμηλά. Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν. Είν' αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς. Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα." Αλκυόνη Παπαδάκη - Στον ίσκιο των πουλιών
<<... Όποιον και να ρωτήσετε θα σας πεί ό'τι δεν είμαι και πολύ καλός άνθρωπος.Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη.Πάντα συμπαθούσα τους παλιανθρώπους,τους παρανόμους,τα ρεμάλια.Δεν τα γουστάρω κείνα τα καλοξυρισμένα αγοράκια με τη γραβάτα και την καλή δουλειά.Μ' αρέσουν οι απελπισμένοι άνθρωποι , οι άνθρωποι με τα σπασμένα δόντια,τα σπασμένα μυαλά και τους σπασμένους τρόπους.Αυτοί μένδιαφέρουν. Είναι γεμάτοι εκπλήξεις και εκρήξεις.>> Ιστορίες μιας θαμμένης ζωής απο τον Μπουκόφσκι
''Τώρα κλωτσάω φύλλα. Και σε περιμένω το βράδυ. Θα ξανάρθεις με τη Σμύρνη σου καμένη και θα ξαναπροσφυγέψεις μπροστά από τον καθρέφτη, χτενίζοντας την κάπνα από τα μαλλιά σου. Ξέρεις τι θα 'θελα να σου πω? Πως ό,τι σου αρέσει, ό,τι αγαπάς, θα μπορούσα να είμαι εγώ. Απλά, δεν πρόλαβα να γίνω. Πως όσα σου έχουν πει διάφοροι ότι μπορούν να κάνουν για σένα, τα μπορώ κι εγώ. Απλά δεν τα σκέφτηκα πρώτος. Πως όποτε με περίμενες κι αργούσα, κλωτσούσα φύλλα. Και σ'αγαπούσα, ξερά και κίτρινα..." Οδυσσέας Ιωάννου ''Κέρματα''
"'Ηταν μια αξιομνημόνευτη μέρα για μένα,καθώς προκάλεσε μεγάλες αλλαγές μέσα μου.Αλλά το ίδιο συμβαίνει στον καθένα.Διαλέξτε μια ξεχωριστή μέρα και πείτε οτι τη σβήνετε απο τη ζωή σας.Για σκεφτείτε πόσο διαφορετική θα ήταν η εξέλιξη της.Όσοι διαβάζετε αυτές τις γραμμές σταματήστε για λίγο και σκεφτείτε τη μακριά αλυσίδα είτε είναι απο σίδερο είτε απο χρυσό είτε απο αγκάθια είτε απο λουλούδια,που ποτέ δε θα σας έδενε,αν δεν είχε δημιουργηθεί ποτέ εκείνος ο πρώτος κρίκος μια ξεχωριστή μέρα." Μεγάλες Προσδοκίες Κάρολος Ντίκενς
Απ' τον Μικρό πρίγκιπα, που τόσο πολύ αγαπώ
- Είναι πολύ μυστήρια η χώρα των δακρύων.
- «Πού είναι οι άνθρωποι;» ρώτησε κάποια στιγμή ο μικρός πρίγκιπας. «Νιώθεις μοναξιά στην έρημο...» «Μοναξιά νιώθεις και ανάμεσα στους ανθρώπους» είπε το φίδι.
- «Για μένα είσαι ως τώρα μονάχα ένα αγοράκι, ίδιο κι απαράλλαχτο με εκατό χιλιάδες άλλα αγοράκια. Και δε σ' έχω ανάγκη. Ούτε κι εσύ με έχεις ανάγκη. Για σένα δεν είμαι παρά μια αλεπού, ίδια με άλλες εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Αν όμως με εξημερώσεις, θα έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Θα είσαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Θα είμαι για σένα μοναδική στον κόσμο...» «Η ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω κότες, με κυνηγάνε οι άνθρωποι, Όλες οι κότες μοιάζουν κι όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν. Κάπως βαριέμαι λοιπόν. Αν όμως μ' εξημερώσεις, η ζωή μου θα λάμψει. Θα αναγνωρίζω έναν ήχο βημάτων αλλιώτικο απ' όλους τους άλλους. Τα βήματα των άλλων με κάνουν και χώνομαι στη γη. Τα δικά σου θα με καλούν έξω απ' τη γη, σαν να 'ναι μουσική. Ύστερα δες! Να, κάτω εκεί, βλέπεις εκείνα τα σπαρμένα χωράφια; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Το στάρι δε μου χρειάζεται, Τα στάχυα στα χωράφια δε μου θυμίζουν τίποτα. Κρίμα, ε! Εσύ όμως έχεις χρυσαφένια μαλλιά. Έτσι, θα είναι υπέροχα όταν μ' εξημερώσεις! Το χρυσαφένιο στάρι θα μου θυμίζει εσένα. Και θ' αγαπάω τη βουή του ανέμου μες στα στάχυα»
- «Άκου το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Η ουσία δε φαίνεται με τα μάτια.Ο καιρός που αφιέρωσες στο τριαντάφυλλο σου είναι που κάνει το τριαντάφυλλο τόσο σημαντικό».
- Τα μάτια είναι τυφλά. Πρέπει να ψάχνεις με την καρδιά.
- «Τ' αστέρια δεν είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους. Γι' αυτούς που ταξιδεύουν, τ' αστέρια είναι οδηγοί. Γι άλλους δεν είναι παρά μόνο φωτάκια. Γι' άλλους, για τους σοφούς, είναι προβλήματα. Για κείνο τον επιχειρηματία, ήταν χρυσάφι. Μα όλα τ' αστέρια είναι σιωπηλά. Εσύ θα έχεις αστέρια που δεν τα 'χει κανείς... Όταν θα κοιτάζεις τον ουρανό, τη νύχτα, κι αφού θα ζω σ' ένα απ' αυτά, και θα γελώ σ' ένα απ' αυτά, για σένα τότε θα 'ναι σαν να γελούν όλα τ' αστέρια. Εσύ θα 'χεις αστέρια που θα ξέρουν να γελούν! Και όταν πια θα σου περάσει η στενοχώρια (πάντα παρηγοριόμαστε), θα είσαι ευχαριστημένος που με γνώρισες. Θα είσαι πάντα φίλος μου. Θα έχεις πάντα διάθεση να γελάσεις μαζί μου. Και θ' ανοίγεις πότε πότε το παράθυρο, έτσι, για γούστο... Και οι φίλοι σου θα παραξενεύονται που θα σε βλέπουν να γελάς κοιτάζοντας τον ουρανό. Κι εσύ τότε θα λες: "Ναι, τ' αστέρια με κάνουν πάντα να γελώ". Και θα σε παίρνουν για τρελό. Θα σου 'χω παίξει άσχημο παιχνίδι...»
Από τον Αλχημιστή, που με ενέπνευσε:
- Δεν ζω ούτε στο παρελθόν μου, ούτε στο μέλλον μου. Έχω μόνο το παρόν, αυτό με ενδιαφέρει. Αν μπορείς να μένεις πάντα στο παρόν θα είσαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, γιατί είναι πάντα και μόνο η στιγμή που ζούμε.
- «Είναι η δυνατότητα να πραγματοποιήσεις ένα όνειρο, που δίνει ενδιαφέρον στη ζωή»
- Είναι αυτό που πάντα επιθυμούσες να κάνεις. Όλοι οι άνθρωποι, στα πρώτα νεανικά τους χρόνια, ξέρουν ποιος είναι ο Προσωπικός Μύθος τους. Την εποχή αυτή της ζωής όλα είναι ξεκάθαρα, όλα γίνονται και οι άνθρωποι δε φοβούνται να ονειρεύονται και να επιθυμούν όσα θα ήθελαν να πραγματοποιήσουν στη ζωή τους. Όσο όμως περνά ο χρόνος, μια μυστική δύναμη αρχίζει να προσπαθεί ν' αποδείξει ότι είναι αδύνατο να πραγματοποιήσει κανείς τον Προσωπικό Μύθο του.
- Κι όταν επιδιώξεις κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να γίνει όπως επιθυμείς.
- Μακτούμπ, είπε. Αν πραγματικά είμαι μέρος του μύθου σου, θα επιστρέψεις μια μέρα.
- «Όταν αγαπά κανείς, τα πράγματα αποκτούν ακόμη μεγαλύτερο νόημα»
- Η κάθε μέρα κυοφορεί την αιωνιότητα. Και το να πεθάνεις αύριο είναι εξίσου καλό με το να πεθάνεις οποιαδήποτε άλλη μέρα. Η κάθε μέρα είχε γίνει ή για να τη ζήσουμε ή για να εγκαταλείψουμε τον κόσμο. Τα πάντα κρέμονταν από μια λέξη: Μακτούμπ
- Σ' αγαπώ, γιατί όλο το σύμπαν συνωμότησε για να βρεθώ κοντά σου.
- Μια αναζήτηση αρχίζει πάντα με την τύχη του πρωτάρη. Και τελειώνει πάντα με τη δοκιμασία του κατακτητή.
- η πιο σκοτεινή ώρα ήταν εκείνη πριν από την ανατολή
- Για να σου δείξω έναν απλό νόμο του κόσμου, απάντησε ο αλχημιστής. Όταν έχουμε τους μεγάλους θησαυρούς μπροστά μας, δεν το παίρνουμε είδηση. Και ξέρεις γιατί; Γιατί οι άνθρωποι δεν πιστεύουν σε θησαυρούς.
- Τα μάτια καθρεφτίζουν τη δύναμη της ψυχής
- Θα πεθάνεις έχοντας ζήσει τον Προσωπικό Μύθο σου. Καλύτερα έτσι παρά να πεθάνεις σαν τα εκατομμύρια των ανθρώπων που δεν έμαθαν ότι υπάρχει ο Προσωπικός Μύθος.
- Ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος πάνω στη γη, παίζει πάντα τον κύριο ρόλο στην ιστορία του κόσμου, είπε. Και συνήθως δεν το ξέρει.
Από το Νίκο Καζαντζάκη, έναν απ' τους μεγαλύτερους -αν όχι ο μεγαλύτερος- συγγραφείς:
- Να αγαπάς την ευθύνη. Να λες "Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω"
- "Τι είναι η αγάπη; Δεν είναι συμπόνια μήτε καλοσύνη. Στη συμπόνια είναι δύο, αυτός που πονάει κι αυτός που συμπονάει. Στην καλοσύνη είναι δύο, αυτός που δίνει κι αυτός που δέχεται. Μα στην αγάπη είναι ένας. Σμίγουν οι δύο και γίνοναι ένα. Δεν ξεχωρίζουν. Το εγώ κι εσύ αφανίζονται. ΑΓΑΠΩ ΘΑ ΠΕΙ ΧΑΝΟΜΑΙ..."
- «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος»
- Μπόρα είναι μαθές η ζωή. Θα περάσει!
- "Ερχομαστε απο μια σκοτεινή άβυσσο, καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο, το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
- Εφτύς ως γενηθούμε αρχίζει κ' η επιστροφή, ταφτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός,κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Μα κ' εφτύς ως γενηθούμε, αρχίζει κ' η προσπάθεια να δημιουργήσουμε,να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή, κάθε στιγμή γενιούμαστε.
- Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν΄ αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!
- Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα.
- Η καρδιά σμίγει ό,τι ο νους χωρίζει, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη.
- Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες.
- Θεριό ‘ναι η καρδιά του ανθρώπου. Θεριό ανήμερο… Χριστέ μου, μήτε εσύ μπόρεσες να τη μερώσεις.
- Έχουν να πουν πως άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται το θάνατο. Όχι, σου λέω εγώ. Άνθρωπος είναι το ζώο που συλλογιέται την αθανασία.
- Όσο ζούμε μιαν ευτυχία, δύσκολα τη νιώθουμε. Μονάχα όταν περάσει και κοιτάξουμε πίσω μας, καταλαβαίνουμε ξαφνικά -και κάποτε με κατάπληξη- πόσο σταθήκαμε ευτυχισμένοι.
- Η ανώτατη αρετή δεν είναι να ’σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.
- Αυτό θα πει άνθρωπος: να πονάς, ν’ αδικιέσαι, να παλεύεις και να μην το βάνεις κάτω!
- Λίγο μαλακός, λίγο αναποδιάρης, πότε καλός, πότε σκύλος που δαγκάνει, μισό διάολος, μισό άγγελος, άνθρωπος κοντολογίς!
- Ο διάολος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Κόλαση, ο άγγελος μπορεί και μπαίνει μονάχα στην Παράδεισο. Ο άνθρωπος όπου θέλει!
- Ο άνθρωπος είναι χτήνος! (…..) Τούκαμες κακό; Σε σέβεται και σε τρέμει. Τούκαμες καλό; Σου βγάζει τα μάτια.
- Άκουγε ο παπα-Φώτης την καμπάνα να χτυπάει γιορτερά και να διαλαλεί πως ο Χριστός γεννήθηκε, πως κατέβηκε στη γης να σώσει τον κόσμο. Κούνησε το κεφάλι, αναστέναξε.
-Άδικα, άδικα Χριστέ μου, μουρμούρισε. Κοντεύουν δυό χιλιάδες χρόνια, κι ακόμα... ακόμα σε σταυρώνουν. Πότε θα γεννηθείς, Χριστέ μου, να μη σταυρωθείς πια, να ζεις μαζί μας αιώνια;
- Η μνήμη, κύριο όνομα των θλίψεων, ενικού αριθμού, μόνο ενικού αριθμού και άκλιτη. Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.
- Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.
- Η νύχτα, όνομα ουσιαστικόν, γένους θηλυκού, ενικός αριθμός. Πληθυντικός αριθμός οι νύχτες. Οι νύχτες από δω και πέρα.
- Όνειρο σημαίνει να μην υπάρχουν σύνορα κι οι βλοσυροί καχύποπτοι φρουροί τους. Ελεύθερα να μπαίνεις σ’ άνθρωπο κι ούτε τις ει, ούτε τις οίδε.
- Την άλλην θέλω, εκείνην την άλλην την άλλη την παράφορη που τρέφεις για κάποιον άλλον πάλι εσύ και ικετεύεις να σου δανείσει την αγάπη του.Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων. Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει ―έχει μεγάλη πείρα ο χαμός.
- Nα τρέξει ένα αμήν από δέντρο σε δέντρο, ψίθυρος ανιδιοτελείας δήθεν.
- Σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας σε ό,τι έχει πεθάνει.
- έρχεται ολόκληρο το φως κι αστενοχώρητο σαν ένα δεν βαριέσαι.
- Ρίχνει τα χέρια έξω απ’ τα κάγκελα τα δίνει στη βροχή πιάνει σταγόνες φαίνεται καθαρά η ανάγκη για πράγματα χειροπιαστά.
- μετέωρη ως εξείχε στη βροχή και μόνη πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
- στη ζωή μου αίνιγμα: δεν έλυσα κανένα.
- Oύτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως να σε διακρίνω.
- Στάθηκα Πηνελόπη στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
- Τὸ σκληρὸ ἔμαθα πὼς χαράζει ἀλλὰ ὄχι πῶς χαράζεται.
- Ἀργὰ συλλαβίζοντας ἀναστηλώνω μόνον τὴ λέξη ΕΠΤΟΗΘΗ. Μόνο; Ὄχι καὶ μόνο. Ἀκουστὸ ἀνὰ τὸν κόσμο τὸ Ἐπτοήθη.
- Καὶ μεῖς πόσο τάχα γνωρίσαμε; Κι ὅμως τὸ νοσταλγοῦμε αὐτὸ τὸ διόλου.
Από Καβάφη:
- Κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις...
- Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
- Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή. Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις να τες ακολουθείς.
- Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
- Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
- Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
- Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. Ποτέ από το χρέος μη κινούντες· δίκαιοι κι ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις, αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία·
- Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι, πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα
Φυσικά δε θα μπορούσε να λείπει το Μονόγραμμα:
- Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος,στόν Παράδεισο
- Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν Εάν είναι αλήθεια
- Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
- Ακουστά σ’έχουν τά κύματα Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ" Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
- Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει
- Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
- Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
- Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς Μαχαίρι
- Είμ’εγώ,μ’ακούς Σ’αγαπώ,μ’ακούς Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς
- Στά νερά ένα ένα , μ’ακούς Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
- Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς
- Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς Τής αγάπης Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
- Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς; Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.
- Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !
- Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδεισο.
- Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί.
- Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας· λάθος! κι αλλάξαμε ζωή.
- Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
- Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός είναι η αγάπη έπειτα έρχεται το αίμα κι η δίψα για το αίμα.
- Η θύμηση μου έφαγε τη μνήμη.
- Η σωτηρία του ανθρώπου βρίσκεται μέσα του και ο χαμός του.
- Ο μόνος τρόπος για να βεβαιωθείς ότι αυθεντικοί ήρωες μπορούν να υπάρξουν, είναι να δοκιμάσεις να γίνεις συ ο ίδιος.
- Τι είναι Θεός; Τι μη Θεός και τι τ’ ανάμεσό τους;
- για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
- Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τἄ ῾βλεπαν κι αὐτοὶ γελοῦσαν
- τώρα ποὺ νιώθεις στὶς φλέβες σου μιὰ βοὴ θυσίας.
- «Ἐγὼ εἶμαι ὁ τόπος σοὺ ἴσως νὰ μὴν εἶμαι κανεὶς ἀλλὰ μπορῶ νὰ γίνω αὐτὸ ποὺ θέλεις»
- «Τὸ κορμὶ πεθαίνει τὸ νερὸ θολώνει ἡ ψυχὴ διστάζει κι ὁ ἀγέρας ξεχνάει ὅλο ξεχνάει μὰ ἡ φλόγα δὲν ἀλλάζει»
Μια φράση από τον Σαιξπηρ που μ' έχει συγκλονίσει ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ:
- Your lips are like wine and I want to get drunk
(=τα χείλη σου είναι σαν κρασί και θέλω να μεθύσω)
Μια υπέροχη παρομοίωση, που δε συγκρίνεται με τα σημερινά έργα...
Από την Άννα Καρένινα του Λ.Τολστόι:
- Οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι όλες ίδιες. Όμως κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον τρόπο της
- Οι άνθρωποι πλάστηκαν για να βασανίζονται. Κοιτάζουν πως ο ένας θα ξεγελάσει τον άλλον κι όλο περνάει ο καιρός. Μα όταν τα πράγματα σφίξουν κι αντικρύσουν την αλήθεια,τότε είναι που τα χάνουν και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Τότε οι άνθρωποι προσπαθούν να αποφύγουν ότι τους ενοχλεί. Θέλουν να απαλλαγούν από το ενοχλητικό βάρος. Όπως κάθε άνθρωπος σβήνει το φως της λάμπας όταν δεν έχει να δει τίποτα άλλο.
Διάφορα αποσπάσματα:
<<Άκου το τραγουδι της βροχής, βοηθάει να ξεχαστείς>>.
Η ανάμνηση πλημμύρισε την ψυχή του. Τα μάτια του έλαμψαν και της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
<<Βοηθάει Λίζα;>>
<<Πάντα βοηθάει. Μάθε να το ακούς>>.
Την κοιτούσε βαθιά στα μάτια. <<Κι'αν δεν βρέχει;>>
<<Τότε άκου τους άλλους ήχους της φύσης... Τον αέρα που φυσάει, το γρύλο που τραγουδάει, την κουκουβάγια.Άκου τον θόρυβο των αυτοκινήτων, τη φωνή του μεθυσμένου που μιλάει με τον εαυτό του. Στρέψε την προσοχή σου έξω από σένα. Βοηθάει πάντα. Κάν'το>>.
Ομηρος Αβραμίδης <<Το τραγούδι της βροχής>>
είμαι σίγουρη ότι έχω ξεχάσει πολλά, αλλά το αφιέρωμα θα έχει και συνέχεια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου