Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου ~ Η Σονάτα του Σεληνόφωτος
Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015
Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015
Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015
Ο Supernatural Βαλεντίνος μου!!! ❤
Γενικά, δεν είμαι φαν της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου.
Είμαι, ωστόσο, φανατική θαυμάστρια της ξένης τηλεοπτικής σειράς Supernatural(Αν δεν το έχετε ήδη καταλάβει, θ' αρχίσω να ανησυχώ ότι δεν διαβάζετε όλες μου τις αναρτήσεις!). Έτσι, όταν μπροστά μου εμφανίστηκε το quiz με τίτλο "Who Is Your Supernatural Valentine?" δεν υπήρχε περίπτωση να μην το δοκιμάσω!
Απάντησα στις 11 ερωτήσεις ελπίζοντας για ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, τον αγαπημένο μου χαρακτήρα από τη σειρά, εκείνον που ώρες-ώρες αναρωτιέμαι μήπως είναι η αρσενική βερσιόν μου. Το quiz με δικαίωσε απόλυτα, καθώς μου έβγαλε το αποτέλεσμα που τόσο πολύ λαχταρούσα να δω..
Μεταξύ μας, έτσι κι αλλιώς, με αυτόν τον φανταστικό χαρακτήρα και τα επεισόδια της αγαπημένης μου σειράς σχεδίαζα να περάσω εκείνη την ημέρα, οπότε το αποτέλεσμα ήταν μάλλον "ακριβές". Χαχαχα!
Ξαφνικά, η προοπτική της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου δεν φαντάζει τόσο ανιαρή...!
Dean Winchester
Your gung-ho attitude wins the heart of virile Dean Winchester. And as long as you don't scratch his classic Impala, you're destined to have one thrilling joy-ride together!
Ετικέτες
14 Φλεβάρη,
άντρες,
αραλίκι,
γιορτές,
διάσημοι,
έρωτας,
πες το μου κι αυτό,
τ' αντρικό,
τηλεόραση,
me myself and I,
Supernatural
Αγάπης Λέξεις
Η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου για πολλούς είναι εμπορική, ξενόφερτη και παραπανίσια. Άλλοι λένε πως δεν χρειάζονται μια μέρα το χρόνο για να εκφράσουν την αγάπη τους, μα πως γιορτάζουν καθημερινά με το έτερον ήμισυ. Δε λείπουν κι εκείνοι που μπορεί να είναι απογοητευμένοι και δεν πιστεύουν πια και τόσο στην αγάπη και τον έρωτα, με αποτέλεσμα μέχρι και να μισούν τη συγκεκριμένη μέρα. Για μένα, η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου, δε σημαίνει τίποτα από όλα αυτά. Είναι σαφώς μια μέρα σαν όλες τις άλλες, όμως όλη αυτή η ατμόσφαιρα, οι καρδούλες, οι μπαλάντες και τα λοιπά αγαπησιάρικα, δεν κάνουν στην πραγματικότητα κακό σε κανέναν, δε γιορτάζουν το μίσος αλλά την αγάπη. Ας χαλαρώσουμε λοιπόν, και ας ερωτευτούμε και αυτή τη μέρα, όπως και όλες τις υπόλοιπες.
Σε αυτό το άρθρο μαζεύτηκαν μερικά από τα πιο όμορφα λόγια αγάπης της λογοτεχνίας. Μπορούμε να γράψουμε κάποια από αυτά σε μια κάρτα ή σε ένα βιβλίο και να το χαρίσουμε στο αγαπημένο μας πρόσωπο.
Whatever our souls are made out of, his and mine are the same…If all else perished, and he remained, I should still continue to be; and if all else remained, and he were annihilated, the universe would turn to a mighty stranger.
Emily Brontë,
Wuthering Heights
He stepped down, trying not to look long at her, as if she were the sun, yet he saw her, like the sun, even without looking.
Leo Tolstoy,
Anna Karenina
The more you love someone, he came to think, the harder it is to tell them. It surprised him that strangers didn’t stop each other on the street to say I love you.
Jonathan Safran Foer,
Everything Is Illuminated
If I loved you less, I might be able to talk about it more.
Jane Austen,
Emma
I took a photo of us mid-embrace. When I am old and alone, I will remember that I once held something truly beautiful.
Joe Dunthorne,
Submarine
When you love something it loves you back in whatever way it has to love.
John Knowles,
A Separate Peace
You gave me a forever within the numbered days, and I’m grateful.
John Green,
The Fault in Our Stars
I’m watching her talk. Watching her jaw move and collecting her words one by one as they spill from her lips. I don’t deserve them. Her warm memories. I’d like to paint them over the bare plaster walls of my soul, but everything I paint seems to peel.
Isaac Marion,
Warm Bodies
If I were to live a thousand years, I would belong to you for all of them. If we were to live a thousand lives, I would want to make you mine in each one.
Michelle Hodkin,
The Evolution of Mara Dyer
I have for the first time found what I can truly love–I have found you. You are my sympathy–my better self–my good angel–I am bound to you with a strong attachment. I think you good, gifted, lovely: a fervent, a solemn passion is conceived in my heart; it leans to you, draws you to my centre and spring of life, wrap my existence about you–and, kindling in pure, powerful flame, fuses you and me in one.
Charlotte Brontë,
Jane Eyre
Do I love you? My god, if your love were a grain of sand, mine would be a universe of beaches.
William Goldman,
The Princess Bride
We loved with a love that was more than love.
Edgar Allan Poe,
“Annabel Lee”
Is love this misguided need to have you beside me most of the time? Is love this safety I feel in our silences? Is it this belonging, this completeness?
Chimamanda Ngozi Adichie,
Half of a Yellow Sun
When he shall die,
Take him and cut him out in little stars,
And he will make the face of heaven so fine
That all the world will be in love with night
And pay no worship to the garish sun.
William Shakespeare,
Romeo & Juliet
I loved her against reason, against promise, against peace, against hope, against happiness, against all discouragement that could be.
Charles Dickens,
Great Expectations
Explain! Tell a man to explain how he dropped into hell! Explain my preference! I never had a PREFERENCE for her, any more than I have a preference for breathing. No other woman exists by the side of her. I would rather touch her hand if it were dead, than I would touch any other woman’s living.
George Eliot,
Middlemarch
- After all this time?
- Always
J. K. Rowling,
Harry Potter and the Deathly Hallows
Πηγές:
Πες μου ένα παραμύθι πριν φύγεις...
Θυμάσαι τότε που ξαπλώσαμε στο ίδιο κρεβάτι; Χωρίς σεξ, χωρίς παθιασμένα φιλιά, κλέβοντας πεταχτά βλέμματα ο ένας μέσα απ' τα μάτια του άλλου. Μερικές φορές είναι ωραίο απλά να ξαπλώνεις, χωρίς λόγια, χωρίς πράξεις, χωρίς προσδοκίες. Να πλαγιάζεις δίπλα σ' ένα ζεστό κορμί και να ονειρεύεστε μαζί. Απλά να απολαμβάνεις την οικειότητα της στιγμής.
Όλοι αναζητούμε ρανίδες συντροφικότητας, κανείς δεν το παραδέχεται. Ποτέ. Καρτερούμε στις σκιές, αθέατοι, περιμένοντας τον επόμενο διαβάτη που θα περάσει για λίγο από τη ζωή μας. Δε ζητάμε και δεν δινόμαστε. Αντικατοπτρισμοί ύπαρξης, άπιαστα αερικά. Καπνός. Άνθρωποι μόνοι.
Ξαπλώναμε ο ένας δίπλα στον άλλον σιωπηλοί, λες και οι λέξεις ήταν μάγια σκοτεινά, που κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια μας απειλώντας να μιάνουν τη μέθεξη που συντελούνταν στις ψυχές μας. Ο χτύπος του ρολογιού έκοβε την αιθέρια σιγή στα δύο, υπενθυμίζοντάς μας το χρόνο που τρέχει, τρέχει συνεχώς, δεν περιμένει κανέναν και πίσω ποτέ δε γυρνά για αργοπορημένους επιβάτες.
***
Πολλές φορές προσπάθησαν οι άνθρωποι να νικήσουν το χρόνο. Εφηύραν ρολόγια και προσπάθησαν να τα κάνουν να κυλήσουν κατά το δοκούν, με την ταχύτητα που εκείνοι επιθυμούσαν. Μάταια... Ό,τι κι αν έκαναν, όσες φορές κι αν γύριζαν τους ωροδείκτες πίσω, ο χρόνος δεν σταματούσε. Οι μέρες, οι μήνες, οι εποχές... Όλα περνούσαν μπρος από τα μάτια τους. Κι όσα ονόματα κι αν του άλλαξαν, ο χρόνος δεν γελάστηκε. Γιατί το πιο αλάνθαστο ρολόι ήταν τα κορμιά τους. Εκείνα τα φθαρτά κορμιά που πάλευαν να ξεφύγουν από τη θνητή τους φύση, που πάλευαν ν' αγγίξουν την αιωνιότητα. Ο χρόνος τα άγγιξε όλα, ένα προς ένα, και παρευθύς έγινε ο αδιαφιλονίκητος θεός του Κάτω Κόσμου.
***
Ήθελα να σου πω ότι ο έρωτας μπορούσε να νικήσει το χρόνο. Πάνω στον ακαταμάχητο έρωτα, τον ακλόνητο κατακτητή, τα θνητά μας κορμιά μπορούν ν' αγγίξουν μια στιγμή αιωνιότητας πριν τα κάψει το έκπαγλο φως των ανώτερων δυνάμεων που αψήφησαν. Ήθελα...
Προσπάθησα, ειλικρινά. Είχα πολλά να σου πω.
Φοβήθηκα. Φοβήθηκα μήπως τον φέρεις μ' έναν αναντίρρητο τρόπο στη ζωή μου. Μήπως δίπλα σου ξεχάσω να ζω μόνη. Την είχα ανάγκη τη μοναξιά μου.
***
Ο χρόνος συνέχιζε πάντα να προχωρά αμείλικτος. Τόσο αργά και τόσο γρήγορα, σε μια παράφρονα ταυτόχρονη πορεία. Αιωνιότητα δευτερολέπτων. Το ατέρμονο μαρτύριο της σταγόνας. Δεν άντεξαν, στο τέλος, οι άνθρωποι τα βάρβαρα δευτερόλεπτα. Έμαθαν να μετρούν το χρόνο με αναμνήσεις. Έγινε η προσμονή πιο γλυκιά. Ο χρόνος, εντούτοις, δεν έπαψε ποτέ να περνά και να φεύγει για πάντα
Θυμάμαι διάβαζα στα μάτια σου κάθε βράδυ το δικό σου φόβο. Για το θριαμβευτή χρόνο και για τους φόβους σου. Τον αγώνα σου να επικρατήσεις έστω και για μία στιγμή. Συχνά απόρησα, αν ήμουν κι εγώ μία από εκείνες τις προσπάθειες. Μάταια... Ήμασταν μονάχα δυο ψυχές στο πλήθος.
Οι μαχητές της αιωνιότητας δεν παραιτήθηκαν ποτέ. Συμβιβάστηκαν σε μια προσωρινή ανακωχή. Μόνη τους επικράτηση - πες το απέλπιδα αντίδραση- να στέκονται άπρακτοι, ακούγοντας το αδυσώπητο κλικ των δεικτών ενός ρολογιού. Προσπαθούν να εξουσιάσουν το χρόνο αγνοώντας τον. Αργοπίνοντας το νερό της λήθης. Σκοτώνοντας ώρες και τις θνητές ζωές τους μαζί. Περιφρονώντας την ίδια τη θνητότητα τους.
***
Με κράτησες σφιχτά στα δυο σου χέρια, λες και φοβόσουν μη σου φύγω. Γκρέμισα κάθε τοίχο εκείνη τη νύχτα και αφέθηκα στο καθησυχαστικό σου άγγιγμα. Αποκοιμήθηκα στη θαλπωρή της ζεστής αγκαλιάς σου, που σαν απροσπέλαστη ασπίδα με προστάτευε απ' όλους τους εφιάλτες. Εκεί, στην κατευναστική ασφάλεια του στέρνου σου, κρυφάκουσα τους άτακτους χτύπους της καρδιάς σου. Τα χείλη μου, αθόρυβα, ψιθύρισαν κάποιο μυστικό. Ποτέ ξανά δεν είχα νιώσει τόσο κοντά σου. Το μαγικό εκείνο βράδυ, τα όνειρά μας μπερδεύτηκαν και γίνανε ένα.
***
Τι ήμασταν άραγε; Δεν ρώτησα ποτέ, δεν έβαλες ταμπέλες, δεν ενδιέφερε κανέναν απ' τους δύο. Ξέραμε όμως τι δεν ήμασταν. Και τι δεν θέλαμε να γίνουμε. Αποφασίσαμε να απολαύσουμε για λίγο εκείνη την αβάφτιστη ευτυχία, δίχως να τη βεβηλώσουμε με ονόματα και ιδιότητες που δεν της πρέπουν. Κάναμε σημαία τα όσα φοβόμασταν και την κυματίσαμε περήφανα πάνω από τις ζωές μας.
Ζήσαμε για λίγο καιρό έναν έρωτα. Όχι, τώρα που το σκέφτομαι δεν ήταν έρωτας, αλλά, διάολε, ήταν κάτι σαν έρωτας.
Ζήσαμε για λίγο καιρό έναν έρωτα. Όχι, τώρα που το σκέφτομαι δεν ήταν έρωτας, αλλά, διάολε, ήταν κάτι σαν έρωτας.
***
Είχα ξαπλώσει πιο κοντά σου από ποτέ. Δεν ήμουν δίπλα σου, είχα τρυπώσει μέσα σου. Είχα αγγίξει την ψυχή σου. Το ένιωσες κι εσύ. Σε περιόρισε σαν ρούχο ξένο, δανεικό. Βιάστηκες να μαζέψεις τις αποσκευές σου, να κυνηγήσεις νέα εφήμερα.
Τα βήματα σου βάρυναν και ξύπνησα απ' τη λήθη. Είχες πολλές αποσκευές, τώρα πια το έβλεπα. Στους κυρτωμένους ώμους και τα σκοτεινιασμένα σου μάτια διάβασα τα ανείπωτα, που τόσο καιρό, κρυφά απ' όλους, κουβαλούσες. Οι μέρες μας μαζί ήτανε πλέον μετρημένες...
Τα βήματα σου βάρυναν και ξύπνησα απ' τη λήθη. Είχες πολλές αποσκευές, τώρα πια το έβλεπα. Στους κυρτωμένους ώμους και τα σκοτεινιασμένα σου μάτια διάβασα τα ανείπωτα, που τόσο καιρό, κρυφά απ' όλους, κουβαλούσες. Οι μέρες μας μαζί ήτανε πλέον μετρημένες...
Κάπου, κάποτε, είχες δώσει τα ρέστα σου κι είχες χάσει. Πόνταρες όνειρα, ελπίδες, συναισθήματα και το μόνο που έμεινε ήταν απογοήτευση. Γι' αυτό τώρα τρέχεις. Εγκαταλείπεις την παρτίδα πριν σε εγκαταλείψει εκείνη. Τρέχεις να ξεφύγεις από τα βρόχια του έρωτα. Δε χρειάζεται να μου εξηγήσεις.
Καταλαβαίνω. Πάντα καταλάβαινα...
Καταλαβαίνω. Πάντα καταλάβαινα...
***
«Μη φεύγεις ακόμη» ψιθύρισα με σπασμένη φωνή. «Πες μου ακόμη ένα παραμύθι. Γιάτρεψε μου τις πληγές». Κι εσύ με πήρες ξανά στην αγκαλιά σου, το άσυλο της πληγωμένης μου οντότητας. Με άγγιξες με το τρυφερό σου χάδι κι εγώ ανατρίχιασα σύγκορμη. Η καυτή σου ανάσα, σαν βελούδο χάιδευε το πρόσωπό μου. «Μια φορά κι έναν καιρό...» στο άκουσμα της βαριάς σου φωνής ένιωσα ασφάλεια και σου χαμογέλασα. «...ήτανε τρεις πριγκίπισσες, που ήτανε ξακουστές για τις χάρες τους στα πέρατα της οικουμένης. Η πρώτη, η μεγαλύτερη, είχε την πιο όμορφη φωνή του κόσμου. Τόσο μελωδική, που σώπαιναν τα αηδόνια για να ακούσουν το τραγούδι της. Η δεύτερη, ήταν η πιο όμορφη γυναίκα σε όλο το βασίλειο. Τόσο όμορφη που τα λουλούδια άνθιζαν στο πέρασμά της. Είχε κατάξανθα μαλλιά σαν ξωτικό και αλαβάστρινη επιδερμίδα.»
Έκανες μια από τις περίφημες δραματικές σου παύσεις -σου άρεσε να ψαρεύεις από τα μάτια μου την επιβεβαίωση. Σε κοίταξα σαν ανυπόμονο παιδί, λες κι ήσουν ο μαριονετίστας που με τη φωνή του κινούσε τα νήματα της ύπαρξής μου. Χαμογέλασες αυτάρεσκα με το κατόρθωμά σου και συνέχισες «Η πιο σπουδαία, όμως, απ' όλες τις πριγκίπισσες ήταν η τελευταία, η μικρότερη. Δεν είχε μελωδική φωνή, ούτε αψεγάδιαστη ομορφιά. Ήταν μια κοπέλα όπως όλες οι άλλες. Κι αυτό ήταν που την έκανε την πιο ξεχωριστή. Γιατί μέσα σε αυτή τη συνηθισμένη κοπέλα έκαιγε μια άσβεστη φλόγα. Ήταν γενναία και έξυπνη. Δίκαιη και λογική. Πρόθυμη και ανιδιοτελής. Αγαπούσε όλο τον κόσμο και άπλωνε το χέρι της σε κάθε αβοήθητο πλάσμα. Μολαταύτα, κανείς δεν την πρόσεχε. Οι αδερφές της πάντα θάμπωναν όλους τους υπηκόους με τα οφθαλμοφανή τους χαρίσματα. »
Έκανες μια από τις περίφημες δραματικές σου παύσεις -σου άρεσε να ψαρεύεις από τα μάτια μου την επιβεβαίωση. Σε κοίταξα σαν ανυπόμονο παιδί, λες κι ήσουν ο μαριονετίστας που με τη φωνή του κινούσε τα νήματα της ύπαρξής μου. Χαμογέλασες αυτάρεσκα με το κατόρθωμά σου και συνέχισες «Η πιο σπουδαία, όμως, απ' όλες τις πριγκίπισσες ήταν η τελευταία, η μικρότερη. Δεν είχε μελωδική φωνή, ούτε αψεγάδιαστη ομορφιά. Ήταν μια κοπέλα όπως όλες οι άλλες. Κι αυτό ήταν που την έκανε την πιο ξεχωριστή. Γιατί μέσα σε αυτή τη συνηθισμένη κοπέλα έκαιγε μια άσβεστη φλόγα. Ήταν γενναία και έξυπνη. Δίκαιη και λογική. Πρόθυμη και ανιδιοτελής. Αγαπούσε όλο τον κόσμο και άπλωνε το χέρι της σε κάθε αβοήθητο πλάσμα. Μολαταύτα, κανείς δεν την πρόσεχε. Οι αδερφές της πάντα θάμπωναν όλους τους υπηκόους με τα οφθαλμοφανή τους χαρίσματα. »
Μου έγνεψες συνωμοτικά και κατάλαβα ότι η ιστορία έμελλε να πάρει νέα τροπή. «Ένα πρωί, ο βασιλιάς πατέρας τους τις κάλεσε στην αίθουσα του θρόνου. Τα νέα ήταν ευχάριστα. Ο πρίγκιπας του γειτονικού βασιλείου είχε έρθει κι είχε ζητήσει μια από τις κόρες του σε γάμο. Οι νεαρές γυναίκες χαμογέλασαν στο άκουσμα αυτού του νέου. Κάθε νεαρή κοπέλα, σε κάθε βασίλειο, ονειρευόταν να γίνει γυναίκα του. "Εμένα θα παντρευτεί πατέρα, έτσι δεν είναι; Άλλωστε προηγούμαι" ρώτησε εναγωνίως η μεγαλύτερη. Όταν ο ηλικιωμένος άντρας δεν απάντησε, πήρε σειρά η μεσαία κόρη. "Μήπως πατέρα είδε εμένα και μ' ερωτεύτηκε;" Ο βασιλιάς κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Άξαφνα στράφηκαν όλοι στην τρίτη πριγκίπισσα. Όλη αυτή την ώρα, η μικρότερη πριγκίπισσα καθόταν σιωπηλή στην άκρη. "Μήπως δεν θες να τον παντρευτείς κόρη μου;" τη ρώτησε στοργικά ο βασιλιάς. "Δεν έχω πρόβλημα πατέρα. Οι αδερφές μου είναι μεγαλύτερες και πιο χαριτωμένες από μένα. Ας γίνουν αυτές ευτυχισμένες, προηγούνται." ψέλλισε διστακτικά. Οι άλλες δυο γυναίκες άρχισαν να μιλάνε ταυτόχρονα και να λογομαχούν για το ποια ήταν πιο άξια να παντρευτεί τον περιζήτητο πρίγκιπα. Ένα βουητό απλώθηκε παντού στην αίθουσα του θρόνου.»
Τα λόγια σου ήταν γάργαρο νερό, κι εγώ η διψασμένη περιπλανώμενη στην έρημο, που βρήκα επιτέλους μια μικρή όαση δροσιάς. « Ένα νεύμα του βασιλιά ήταν αρκετό για να πάψει κάθε ήχος, ανθρώπινος και μη.» Ανασήκωσα το κεφάλι μου και σε κοίταξα στα μάτια. Ο σαρκασμός ήταν εμφανής στο πρόσωπό μου. Μου άφησες ένα απαλό φιλί στα χείλη. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι σου άρεσε τόσο πολύ όταν σ' ειρωνευόμουν. Συνέχισες ατάραχος τη διήγηση, λες και δεν σε είχα διακόψει καθόλου. « "Ο πρίγκιπας της Πέρα Χώρας μου ανακοίνωσε πως θέλει να ζητήσει μια από τις κόρες μου σε γάμο. Αλλά επειδή δεν σας γνωρίζει, μου ζήτησε να σας βάλω μια δοκιμασία. Όποια περάσει τη δοκιμασία, θα είναι, λέει, άξια να γίνει γυναίκα του." Οι νεαρές κοπέλες κοιτάχτηκαν απορημένες. Ποτέ ξανά δεν είχαν ακούσει τέτοια τρελή ιδέα! "Σε καθεμιά από εσάς θα δοθεί ένα τμήμα του βασιλείου. Θα επισκεφτείτε κάθε γωνιά του τμήματος που σας αναλογεί. Η δοκιμασία θα σας βρει εκεί. Εσείς δεν θα γνωρίζετε τίποτε περισσότερο". Η μικρότερη πριγκίπισσα πήγε να σπάσει πρώτη τη σιωπή. "Στη δοκιμασία θα συμμετέχετε και οι τρεις. Αυτός είναι απαράβατος όρος." απάντησε ο βασιλιάς, σαν να είχε μαντέψει τις σκέψεις της κόρης του.» Ένα κορνάρισμα ακούστηκε από τον αυτοκινητόδρομο και μ' έβγαλε για λίγο από την ύπνωση μου. Η πραγματικότητα έμοιαζε τόσο σκληρή και κρύα. Ανυπομονούσα να χωθώ βιαστικά κάτω από το πέπλο του παραμυθιού σου.
«Μη σταματάς» σε ικέτεψα με βραχνή φωνή. Με αγκάλιασες στοργικά. Δεν θα με εγκατέλειπες πριν μου χαρίσεις το στερνό μας παραμύθι. Σύντομα η φωνή σου με τύλιξε ξανά και με ταξίδεψε πάλι στη χώρα του ονείρου. «Το επόμενο πρωί οι τρεις πριγκίπισσες επιβιβάστηκαν στις άμαξες τους και ξεκίνησαν η καθεμιά για το δικό της μεγάλο ταξίδι. Κατά το μεσημεράκι, η μεγαλύτερη πριγκίπισσα διέταξε τον αμαξά να σταματήσει δίπλα στο ποτάμι, στις παρυφές του Πέτρινου Δάσους, να ξεκουραστούν. Ο αμαξάς της υπενθύμισε ότι το δάσος είχε πάρει το όνομά του από τις αιχμηρές πέτρες που οριοθετούσαν το στενό μονοπάτι. Αν τους έπιανε η νύχτα, θα ήταν πολύ επικίνδυνο για το άλογο να το διασχίσει στα σκοτεινά. Η πριγκίπισσα κάγχασε και τον διέταξε ξανά να σταματήσει. Ο ήλιος δεν άργησε να δύσει, το σκοτάδι αργά αλλά σταθερά άρχισε να κερδίζει έδαφος. Το μονοπάτι στο Πέτρινο Δάσος σύντομα θα ήταν απροσπέλαστο. Η πριγκίπισσα διέταξε να ξεκινήσουν αμέσως και να διασχίσουν το δάσος, έστω και στο σκοτάδι. Στο άκουσμα της άρνησης του αμαξά έγινε έξαλλη για την αναίδειά του. Βγήκε από την άμαξα και δοκίμασε να διασχίσει πεζή το επικίνδυνο μονοπάτι. Μόλις δύο βήματα πρόλαβε να κάνει, πριν παραπατήσει και σωριαστεί επάνω στις αιχμηρές πέτρες. Ο έμπειρος αμαξάς είχε δίκιο. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να καταλύσουν στο κοντινότερο χωριό. Δεν μπορούσε εκείνη, η μεγαλύτερη πριγκίπισσα του βασιλείου της, να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος. Αντ' αυτού, ξέσπασε την αγανάκτησή της στη συνοδεία της. Η κελαρυστή της φωνή είχε χάσει κάθε μελωδικότητα και κάθε κάλλος, καθώς είχε χρωματιστεί από κακία.» Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα ειρωνικό μορφασμό. Εσύ με είδες και μου χάρισες ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. «Το σκοτάδι άγγιξε κάθε γωνιά του Πέτρινου Δάσους και η νύχτα γινόταν όλο και πιο πηχτή. Ήταν ώρα να φύγουν. Ενώ η πριγκίπισσα ανέβαινε στην άμαξα, διέκρινε μια κίνηση μέσα στο δάσος, Δεν έδωσε σημασία. Καθώς απομακρύνονταν στον ορίζοντα, ένας νεαρός άντρας βάδισε αργά προς το ποτάμι. Κάθισε στο σημείο που πριν λίγη ώρα καθόταν η πριγκίπισσα κι απολάμβανε το γάργαρο τραγούδι του ποταμού. Κρατούσε τρεις περγαμηνές στο χέρι του. Πήρε την πρώτη και την έσκισε σε πολλά μικρά κομμάτια. Τα έριξε στα νερά, να τα πάρει το ποτάμι, μαζί με τις ελπίδες της πρώτης πριγκίπισσας...»
Άκουγα με κομμένη την ανάσα. Είχες κρατήσει την καλύτερη ιστορία σου για το τέλος. Ή μήπως ήταν η καλύτερη επειδή αυτό ήταν το τέλος; « Την επόμενη ημέρα, η δεύτερη πριγκίπισσα είχε ήδη διασχίσει τη μισή διαδρομή. Είχε φτάσει στο αγαπημένο χωριό του πατέρα της. Δεν είχε συναντήσει ακόμη την περιβόητη δοκιμασία, αλλά ήταν σίγουρη ότι θα νικούσε. Δεν ήταν τυχαίο ότι ο πατέρας της τής είχε δώσει αυτή τη διαδρομή. Ξεκουραζόταν στο Σμαραγδένιο Κάστρο, όταν ένας ρακένδυτος χωρικός εμφανίστηκε στο παλάτι και ζήτησε να τη συναντήσει. Η νεαρή γυναίκα αναρωτήθηκε μήπως ο χωρικός ήταν υπηρέτης του πρίγκιπα της. Τον δέχτηκε με δισταγμό. Ο φτωχός άνδρας την πλησίασε αμήχανα και τη χαιρέτισε με μια αδέξια υπόκλιση. "Υψηλοτάτη, μεγάλη μου τιμή που με δεχτήκατε." Η αποστροφή της για την ταπεινή του εμφάνιση ήταν ολοφάνερη. "Θα ήθελα να παρακαλέσω αν η υψηλότητα σας θα είχε την ευγενή καλοσύνη -ω μα βέβαια το γνωρίζω ότι μια πριγκίπισσα όπως εσείς έχει απέραντη καλοσύνη!- να μου δώσει δουλειά στο Σμαραγδένιο Κάστρο. Η οικογένειά μου, Υψηλοτάτη, έπαθε μια μεγάλη καταστροφή και χρειάζομαι οπωσδήποτε μια δουλειά, αλλιώς θα πεινάσουμε όλοι." Το μόνο που σκεφτόταν η πριγκίπισσα ήταν ο "πρίγκιπας της". Αδιαφορούσε πλήρως για τον κακόμοιρο χωρικό, τόσο που ούτε πρόσεξε τα λεπτά του χαρακτηριστικά και την ευγενή ομιλία του.»
Ρουφούσα κάθε σου λέξη με πόθο και ευλάβεια, λες και κρεμόταν η ζωή μου απ' αυτό. Λες κι ήταν το παραμύθι σου η πρώτη και η τελευταία μου ανάσα. « "Μπορείς να αποσυρθείς." του απάντησε ψυχρά. Εκείνος έπεσε στα πόδια της και ασπάστηκε το μεγαλοπρεπές της ένδυμα. Ένας μορφασμός αηδίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της και έτσι, με μια απλή έκφραση, στραγγίστηκε όλη η ομορφιά της. "Αρκετά" του είπε μ' ένα κοφτό συριγμό. Ο χωρικός σηκώθηκε όρθιος και υποκλίθηκε άλλη μια φορά βαθιά. Η πριγκίπισσα ξεφύσηξε περιφρονητικά και αποχώρησε πρώτη από την αίθουσα. Ο χωρικός απομακρύνθηκε από το κάστρο βαδίζοντας αργά. Τα βήματά του τον οδήγησαν σ' ένα πηγάδι. Ο χωρικός στηρίχτηκε στο πηγάδι σκεπτικός. Μια φωνή ακούστηκε πίσω του. "Υπάρχει ένας παλιός μύθος για εκείνο το πέτρινο πηγάδι. Πριν από πολλά χρόνια, η ιστορία λέει, οι κάτοικοι κινδύνεψαν από την ατελείωτη ξηρασία. Μια μητέρα, απελπισμένη από το κλάμα του παιδιού της, γονάτισε δίπλα στην πηγή που είχε στερέψει και προσευχήθηκε να σωθεί η πόλη. Τότε, από το πουθενά εμφανίστηκε στη θέση της πηγής ένα πέτρινο πηγάδι. Οι χωρικοί, μάλιστα, λένε ότι το πηγάδι είναι απύθμενο, λόγω της απέραντης αγάπης εκείνης της μητέρας για το παιδί της. Από τότε ποτέ ξανά δεν κινδύνεψε το χωριό από ξηρασία." Ο νεαρός άντρας γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε το νεοφερμένο. Ένα πάνοπλος ιππότης τον πλησίασε και υποκλίθηκε με σεβασμό. "Υψηλότατε;" ψέλλισε διστακτικά. Ο νεαρός άντρας κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Ο ιππότης του έδωσε μια περγαμηνή, όμοια με εκείνη που χάθηκε στο ποτάμι του Πέτρινου Δάσους. Ο πρίγκιπας έσκισε αφηρημένα το δεύτερο γράμμα και πέταξε τα κομμάτια στο απύθμενο πηγάδι, ώστε να χαθούν για πάντα. »
Άθελα μου, αναστέναξα. Το μυαλό μου είχε χαθεί μέσα στο στερνό μας παραμύθι. Στον πρίγκιπα που στη φαντασία μου του είχα χαρίσει τα μάτια σου... « Τέσσερις μέρες είχαν περάσει και η μικρότερη πριγκίπισσα βρισκόταν ακόμη στην αρχή του ταξιδιού. Κάθε τόσο έκανε μια στάση για να βοηθήσει κάθε απροστάτευτο πλάσμα που περνούσε δίπλα της. Ο πρίγκιπας -με τη νέα του δοκιμασία- την περίμενε στα μισά της διαδρομής, αλλά εκείνη ακόμη δεν είχε φανεί. Είχε αρχίσει να ανησυχεί, όταν ο αγγελιαφόρος ανήγγειλε ότι η πριγκίπισσα πλησιάζει. Δεν είχε, ωστόσο, ιδέα γιατί είχε αργήσει τόσο. Ο πρίγκηπας ενδύθηκε ξανά την πτωχική περιβολή του και έσπευσε στο Μαύρο Ροδώνα, την πιο μαγική έκταση του βασιλείου -κατάσπαρτη από μαύρα τριαντάφυλλα. Είχε ένα προαίσθημα ότι η πριγκίπισσα θα σταματούσε να θαυμάσει τη σπάνια ομορφιά του ροδώνα. Το ένστικτό του τον δικαίωσε. Η πριγκιπική άμαξα σταμάτησε στην πλινθόκτιστη βρύση και η νεότερη πριγκίπισσα του βασιλείου κατέβηκε μαζί με τη συνοδεία της. Ο πρίγκιπας την παρατήρησε προς στιγμής από απόσταση. Έμοιαζε τόσο διαφορετική από τις αδερφές της. Όχι, δεν ήταν η εμφάνισή της. Αυτή η κοπέλα είχε κάτι..κάτι διαφορετικό. Ίσως να ήταν το χαμόγελό της, φαινόταν τόσο αγνό και τόσο ειλικρινές. Ίσως τα μάτια της, αγκάλιαζαν όλη την πλάση με στοργή. Ένας τρόπος υπήρχε για να διαπιστώσει αν ήταν αυτό που έδειχνε. Να την πλησιάσει. »
Μου χάιδευες απαλά τα μαλλιά. Δεν ήθελα αυτό το παραμύθι να τελειώσει ποτέ. « Ο πρίγκιπας πλησίασε διστακτικά τη βρύση, όταν εκείνη ετοιμαζόταν να πιει νερό. Η νεαρή πριγκίπισσα έριξε μια ματιά στο ρακένδυτο άντρα. Έμοιαζε τόσο διψασμένος... Του χαμογέλασε άδολα και του παραχώρησε τη σειρά της. "Φαίνεσαι ταλαιπωρημένος ξένε, πιες εσύ πρώτος -το έχεις περισσότερη ανάγκη από εμένα." Ο πρίγκιπας δεν πίστευε στα μάτια και τα αυτιά του. "Υψηλοτάτη..." μουρμούρισε σαστισμένος "πώς μπορώ εγώ, ο ταπεινός σας δούλος να πιω νερό όταν τα χείλη σας διψάνε;" » Ανασήκωσα το κεφάλι και σε κοίταξα, δειλά, στα μάτια. Και τα δικά μου χείλη διψούσαν, μα όχι για νερό.. « "Καλέ μου ξένε, φαίνεται ότι έχεις δουλέψει σκληρά κι έχεις περάσει δύσκολα. Μην αμφιβάλλεις ούτε στιγμή πως το αξίζεις." Η καρδιά του πρίγκιπα σκίρτησε μες στο στέρνο του. Ένιωθε λες κι είχε γνωρίσει έναν άγγελο επί γης. Ήθελε να της αποκαλύψει την ταυτότητά του, μα η δοκιμασία δεν είχε τελειώσει ακόμη. »
Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο, παρά μονάχα την ιστορία σου. Κρεμόμουν από τα χείλη σου ζώντας για κάθε λέξη που άπληστα άρπαζα στον αέρα και την αιχμαλώτιζα μια για πάντα στα όνειρά μου. « Τελική ευθεία. Όλα ή τίποτα. Μέσα σε μια στιγμή , ο πρίγκιπας μεταμορφώθηκε ολότελα -από καλοκάγαθος φτωχός, σε άπληστο τέρας. Κάθε έκφραση του προσώπου του έλεγε την ίδια ιστορία: ένας ληστής τους είχε παρασύρει στην παγίδα του. Οι πιστοί του ιππότες -συνένοχοι στο σχέδιο- με φτωχικές φορεσιές ντυμένοι, ξεπήδησαν από κάθε κρυφή γωνιά του Μαύρου Ροδώνα και τους περικύκλωσαν. Άξαφνα, ο ληστής πρίγκιπας στράφηκε στη νεαρή κοπέλα απέναντί του. Η πριγκίπισσα τον κοίταξε κατάματα κι εκείνη, σαν να τον πολεμούσε με τη δύναμη του βλέμματός της. Αγέρωχη έστεκε εμπρός του με γενναιότητα και τόλμη. Ένας νεοφερμένος "ληστής" κατέφθασε, σέρνοντας μια ρακένδυτη γυναίκα πίσω του. Όλα μέρος του σχεδίου. Δίχως να το σκεφτεί, η νεαρή πριγκίπισσα πρόσφερε τον εαυτό της στη θέση της άγνωστης γυναίκας. Οι ιππότες την έδεσαν, μα εκείνη δεν ζάρωσε στιγμή. Ατρόμητη. Δε λύγισε στιγμή. Ο πρίγκιπας διέταξε να της δέσουν τα μάτια και να τους αφήσουν μόνους. Πνιχτοί λυγμοί ακούστηκαν από τη συνοδεία της. Μολαταύτα, η πριγκίπισσα έμεινε ατάραχη. Δεν αντέδρασε ούτε όταν εκείνος χάιδεψε τους καρπούς της με μια παγωμένη λάμα μαχαιριού. Έπειτα... Μια παύση. Σιγή απλώθηκε παντού. Ένας απότομος ήχος -τα αμείλικτα δεσμά που σχίζονται στα δυο- ακούστηκε και τα χέρια της απέκτησαν ξανά την ελευθερία που τόσο βάναυσα είχαν στερηθεί τα τελευταία λεπτά. Μια περγαμηνή τρύπωσε στην παλάμη της, έτοιμη να προσφέρει τις πολυπόθητες εξηγήσεις που ζητούσε. Το μαντίλι "γλίστρησε" από τα μάτια της σαν χάδι. Ήταν εκείνος που θέλησε να της κλέψει την καρδιά. Ο "ληστής" είχε φορέσει ξανά τα πριγκιπικά του ρούχα κι είχε γονατίσει μπροστά της. Δεν χρειαζόταν πλέον μεταμφιέσεις και άθλους. Είχε ανάγκη μονάχα εκείνη.
Η πριγκίπισσα διάβασε το γράμμα της περγαμηνής καχύποπτα, μα όσο περισσότερο διάβαζε τόσο περισσότερο μαλάκωνε το βλέμμα της. Ρουφούσε λαίμαργα τα λόγια αγάπης που της είχε γράψει ο πρίγκιπας, ο δικός της πρίγκιπας. Ο νεαρός άντρας περίμενε γονατιστός για ένα της βλέμμα, ένα της χαμόγελο. Εκείνη τον άγγιξε δειλά. Ο πρίγκιπας σηκώθηκε αμέσως -ίσα που πρόλαβε να δει ένα δάκρυ συγκίνησης στην άκρη του ματιού της.
Έκλεισε μες στα χέρια του τα δικά της. Την κοίταξε στα μάτια, καθώς της ψιθύριζε τις λέξεις που κάθε γυναίκα λαχταρούσε ν' ακούσει. "Εσύ είσαι η ιδανική. Το ζωντανό μου όνειρο. Η μία, η μοναδική για μένα." Ήταν σίγουρος, εκείνη ήταν η δική του πριγκίπισσα, η πιο ξεχωριστή πριγκίπισσα απ' όλες. Το συνηθισμένο κορίτσι με το ανήκουστο μεγαλείο καρδιάς. » Σκίρτησα αναμένοντας το παραμυθένιο φινάλε.
« "Υψηλοτάτη, θα μου κάνετε την τιμή να γίνετε η σύζυγος μου εις την αιωνιότητα;" »
Επιτέλους, το happy end. Το στερνό μας παραμύθι έφτασε στον προορισμό του. Ήταν πια ολοκληρωμένο, έτοιμο να με συντροφεύει μια ζωή. Να με βοηθάει να κοιμηθώ μακριά από τη θαλπωρή της αγκαλιάς σου. Να μου γιατρεύει τις πληγές, με κάλπικες ιστορίες παντοτινής ευτυχίας. Να γεμίζει την απουσία σου.
Εμείς γιατί, άραγε, δεν μπορούσαμε να χαρίσουμε στους εαυτούς μας ένα happy end;
« Κι έζησαν αυτοί καλά... »
***
Έτσι είναι τα παραμύθια. Ζουν και αναπνέουν από ευτυχισμένα φινάλε. Παραμύθι χωρίς happy end υπάρχει; Δεν υπάρχει. Το πρόβλημα είναι ότι η ζωή σχεδόν ποτέ δεν είναι παραμύθι. Δεν υπάρχουν δράκοι και κύκλωπες -εμείς είμαστε τα τέρατα με τα δυο κεφάλια(ένα για τη λογική κι ένα για το συναίσθημα) και τα αιμοβόρα ένστικτα. Δεν υπάρχουν φαντάσματα να μας στοιχειώνουν, παρά μόνο τα λάθη του παρελθόντος. Δεν υπάρχουν νεράιδες, υπάρχει μόνο ο έρωτας...
***
«Από το μυαλό σου τα βγάζεις όλα αυτά, είμαι σίγουρη» πρόλαβα να ψελλίσω. Αποκοιμήθηκα γαλήνια, σαν βρέφος, κι ένα αδιόρατο μειδίαμα ζωγράφισε τα χείλη μου. Η φωνή σου βάλσαμο. Με πότισες το νερό της λησμονιάς κι εγώ βυθίστηκα ξανά στην πλάνη μου.
Εναπόθεσες ένα τελευταίο φιλί στο μέτωπο μου κι έφυγες όπως ήρθες: σαν τον κλέφτη.
Εναπόθεσες ένα τελευταίο φιλί στο μέτωπο μου κι έφυγες όπως ήρθες: σαν τον κλέφτη.
***
Δεν με ήξερες τελικά. Δεν είχες καταλάβει ότι το ίδιο δίχτυ απέφευγα κι εγώ. Δε σου ζήτησα τίποτε γιατί κι εμένα δεν μου είχε απομείνει τίποτα να δώσω. Δεν σου το είπα ποτέ, νόμιζα... Νόμιζα πως οι σιωπές ήταν αρκετές. Λάθος. Από φόβο χάσαμε.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα μόνη.
Μετάνιωσα; Όχι.
Ήμασταν δυο ανυπότακτες ψυχές. Χίμαιρες, που περνούν βιαστικά και χάνονται. Δεν ήμασταν πλασμένοι για ρομαντικές νουβέλες αγάπη μου.
***
Τι είναι αλήθεια, άραγε, σε αυτά που έγραψα και τι παραμύθι; Ποιες αλήθειες και ποια ψέμματα έγιναν ένα αυτό βράδυ; Πολλές φορές φοβάμαι πως δεν τα ζήσαμε όλα αυτά, πως ήταν μόνο μια οφθαλμαπάτη. Ήταν, ωστόσο, η φαντασία τόση που, δεν μπορεί, θα έχουν γίνει αληθινά...
Sweet Valentine
EDITORIAL
Όπως ξέρετε, δεν είμαι και η μεγαλύτερη φαν της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου -υπό την έννοια ότι έχει καταντήσει υπέρ του δέοντος εμπορική. Και ότι τα "ζουζουνοξεράσματα" στα social media από ένα σημείο και μετά καταντούν απλά ενοχλητικά. Δεν την αντιπαθώ την 14η του Φλεβάρη, ούτε τη συμπαθώ, μου είναι απλώς αδιάφορη. Οι απανταχού ερωτευμένοι έτσι κι αλλιώς γιορτάζουν τις υπόλοιπες 364 μέρες του χρόνου, η 365η θα μας χαλάσει;
Εντούτοις, ομολογώ ότι μου αρέσει η γενικότερη ατμόσφαιρα: καρδούλες, γλυκά, εσώρουχα, ρομαντικές ταινίες.. Όλοι αγαπάμε τον έρωτα, για τον Βαλεντίνο έχουμε τις ενστάσεις μας. Την ημέρα αυτή όλοι μπορούν να γιορτάσουν με τον τρόπο τους: ερωτευμένοι ΚΑΙ ερωτεύσιμοι!
Δεν υπάρχει λόγος να επεκταθώ περαιτέρω με απόψεις και ιδέες για δεσμευμένους και ελεύθερους για τούτη τη μέρα, σας τα έγραψα ξανά πριν δυο χρόνια, στην ανάρτηση με τίτλο:
Die, Die, Die my love.
Οι Πενήντα Αποχρώσεις του Γλυκού
Το καλύτερο μέρος της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου είναι αναμφίβολα τα γλυκά: βασίλισσα των πάντων η σοκολάτα κι εμείς οι απανταχού chocoholics γιορτάζουμε με ενθουσιασμό τις 50 Αποχρώσεις της. Συνένοχος στα γλυκά του Αγίου Βαλεντίνου το -ερωτικό- κόκκινο χρώμα. Κάθε είδους γλυκές απολαύσεις μας "κακομαθαίνουν" κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Αυτές ακριβώς τις γλυκές απολαύσεις γιορτάζουμε σήμερα στο ιστολόγιό μου.
Παρακάτω ακολουθούν 4 άκρως ερωτικές συνταγές για γλυκά. Απολαύστε ανεύθυνα!
500 γρ. κουβερτούρα
500 ml κρέμα γάλακτος με χαμηλά λιπαρά, χτυπημένη στο μίξερ
300 γρ. φράουλες
Εκτέλεση
Κόψτε τη κουβερτούρα σε κομμάτια και τοποθετήστε την σε ένα μπολ.
Πολτοποιήστε τις φράουλες στο μούλτι και βάλτε το πολτό σε ένα κατσαρολάκι στο μάτι της κουζίνας, μέχρι να αρχίσει να κοχλάζει.
Περιχύστε με τον καυτό πολτό τη κουβερτούρα και ανακατέψτε μέχρι να ομογενοποιηθεί.
Συνεχίζοντας το ανακάτεμα, ρίχνετε σιγά σιγά τη χτυπημένη κρέμα γάλακτος.
Μοιράστε τη μους σε 8 μπολάκια και διακοσμήστε τη με τριμμένη κουβερτούρα και κομματάκια φράουλας.
Κόψτε τη κουβερτούρα σε κομμάτια και τοποθετήστε την σε ένα μπολ.
Πολτοποιήστε τις φράουλες στο μούλτι και βάλτε το πολτό σε ένα κατσαρολάκι στο μάτι της κουζίνας, μέχρι να αρχίσει να κοχλάζει.
Περιχύστε με τον καυτό πολτό τη κουβερτούρα και ανακατέψτε μέχρι να ομογενοποιηθεί.
Συνεχίζοντας το ανακάτεμα, ρίχνετε σιγά σιγά τη χτυπημένη κρέμα γάλακτος.
Μοιράστε τη μους σε 8 μπολάκια και διακοσμήστε τη με τριμμένη κουβερτούρα και κομματάκια φράουλας.
Υλικά
Για τη βάση:
50 γρ. σοκολάτα 70% κακάο
100 γρ. μπισκότα
Για τη κρέμα:
150 γρ. σοκολάτα 70% κακάο
25 γρ. βούτυρο
15-20 γρ.κακάο
20 γρ. κονιάκ
250 γρ. τυρί μασκαρπόνε
2 μέτρια αβγά
50 γρ. μαύρη ζάχαρη
Εκτέλεση
Εκτέλεση για τη βάση:
Τεμαχίζουμε τα μπισκότα σε σκόνη, λιώνουμε το βούτυρο μαζί με τη σοκολάτα σε μπεν μαρί και ανακατεύουμε με τα μπισκότα. Σε ένα τσέρκι διαμέτρου 20 εκ. τοποθετούμε τα μπισκότα και αφήνουμε να κρυώσουν.
Εκτέλεση για τη κρέμα:
Λιώνουμε το βούτυρο με τη σοκολάτα σε μπεν μαρί και προσθέτουμε το κακάο και ανακατεύουμε. Μαλακώνουμε ελαφρώς το μασκαρπόνε και το προσθέτουμε στο μείγμα σοκολάτας. Σε μπεν μαρί χτυπάμε τα αβγά μαζί με τη ζάχαρη έως ότου ασπρίσουν και φουσκώσουν. Ενσωματώνουμε με το μείγμα σοκολάτας, ανακατεύουμε και γεμίζουμε πάνω από τα μπισκότα. Ξεφορμάρουμε και πασπαλίζουμε με κακάο.
Υλικά
Ζύμη:
4 φλ. αλεύρι,
1 μπέικιν πάουντερ,
5 κ.σ. κακάο ή nesquik,
3-4 κ.σ. ζάχαρη,
2-3 αυγά,
2 βανίλιες,
4 κ.σ. βιτάμ,
1 κ.σ. κόκκινο χρώμα ή φρέσκο χυμό ρόδι ή 5-6 παντζάρια βραστά πολτοποιημένα για φυσικό χρώμα.
Γέμιση:
τυρί φιλαδέλφεια,
τριμμένη κουβερτούρα ή σταγόνες.
Μέλι για το τέλος ή σιρόπι σοκολάτας.
Εκτέλεση
Ενώνουμε σε μπολ όλα τα στερεά υλικά.
Λιώνουμε το βιτάμ σε κατσαρολάκι, να μην ζεσταθεί πολύ, το χτυπάμε στο μίξερ με τα αυγά, και το χρώμα ή τα πολτοποιημένα παντζάρια καλά. Προσθέτουμε σιγά σιγά το μείγμα με τα στερεά υλικά (αλεύρι-κακάο-ζάχαρη-μπέικιν και βανίλιες), χτυπάμε να αποκτήσουμε ένα κόκκινο και αφράτο μείγμα.
Ζεσταίνουμε ένα τηγανάκι, το αλείφουμε με βιτάμ ή λάδι, ρίχνουμε κουταλιές απ' το μείγμα να απλωθεί στον πάτο, ψήνουμε να ροδίσουν χωρίς να μας καούν, γυρνάμε με σπάτουλα κι από την άλλη πλευρά.
Βάζουμε σε κάθε κρέπα από 2 κ. τυρί κρέμα, πασπαλίζουμε με σταγόνες σοκολάτας ή τριμμένη σοκολάτα ,τυλίγουμε ρολό και περιχύνουμε με το σιρόπι ή μέλι.
2 φλιτζ. φράουλες
1 κ.σ. ζάχαρη
¼ φλιτζ. μπράντι ή λικέρ πορτοκάλι
1 ½ φλιτζ. παγωτό βανίλια (λίγο λιωμένο, μαλακό)
1 φλιτζ. κρέμα γάλακτος ζαχαροπλαστικής ή 1 ½ φλιτζ. σαντιγύ έτοιμη
4-6 φύλλα μέντας για ντεκόρ
2 κ.σ. τρίμματα ή φλέικς σοκολάτας
Εκτέλεση
Πλένουμε και καθαρίζουμε από τα κοτσάνια τις φράουλες και τις μαρινάρουμε για περίπου 1 ώρα με τη ζάχαρη και το μπράντι.
Χτυπάμε την κρέμα γάλακτος ζαχαροπλαστικής σε σαντιγύ.
Σε μπολ χτυπάμε το παγωτό να γίνει αφράτο και προσθέτουμε την σαντιγύ. Ανακατεύουμε και προσθέτουμε τις φράουλες και τη μαρινάδα τους. Κρατάμε μερικές φράουλες για το γαρνίρισμα.
Βάζουμε τις φράουλες ρομανόφ σε κολονάτα ποτήρια ή σε μπολάκια και γαρνίρουμε από πάνω με τις φράουλες που κρατήσαμε και με τα φύλλα μέντας. Ρίχνουμε προαιρετικά τρίμματα ή φλεικς σοκολάτας για να διακοσμήσουμε το γλυκό μας.
Πηγές:
Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)